Όταν οι πρώτοι Ανέμηδες του Φθινοπώρου πιάνουν δουλειά, αναλαμβάνουν τόσο έντεχνα και ανεπαίσθητα, ώστε εσύ και ‘γω δεν αντιλαμβανόμαστε την πλάνη.
Έρχονται κρυφά στα μέσα Αυγούστου, εκεί κατά της Παναγιάς, δήθεν πως μας δροσίζουν από τον λίβα που μας κατακαίει. Τους νοιώθεις αγίασμα απά στο δέρμα σου, ανάσα, βάλσαμο, λύτρωση. Αφήνεσαι στην αναπνευσιά τους, κεφάλι γυρμένο προς τα πίσω, τα μαλλιά ελεύθερα δοσμένα στην τροχιά που ορίζει ο Άνεμος, αναπνοή βαθειά σαν την πρώτη σου μετά μετά από μακροβούτι, να οσμίζεσαι τα αρώματα που νοτίζονται κρυφά από την διάθεση του φθινοπώρου.
Θυμάσαι πόσες φορές ξελεγαστήκαμε και νοιώσαμε πως αυτό λέγεται ακόμα καλοκαίρι; Πόσες φορές μας συναπάντησε κάτω απ’τον ίσκιο μιας συκιάς που βυζαίναμε τα γλυκοφόρα σύκα της; Πόσες φορές μας έπιασε να πλατσουρίζουμε ποδάρια γυμνά σε ακρογιαλιές σιωπηλές, για να δροσιστεί η φλογισμένη καρδιά μας; Πόσες φορές μας νανούρισε σε αιώρα αποκαμωμένους να ονειρευόμαστε άλλα καλοκαίρια πλασμένα μόνο στον νου μας και άλλα που πασκίζουμε να μιμηθούμε, τότες που η αθωότητα πρώτευε και ώριζε το ποιόν μας;
Όμως αυτή η ανεμελιά δεν είναι θερινή, όχι πια. Έχει περάσει ο Χρόνος, κόψαμε ό,τι κόψαμε, σταχυάσαμε όσα σταχυάσαμε. Τώρα περισσεύει να μένουμε. Σταθεροί, ακίνητοι, βλέμμα ανοικτό σε βαθύ ορίζοντα.
Το γνωρίζουν τούτο οι Ανέμηδες, για αυτό έρχονται. Ένας παληός έλεγε πως δεν έρχονται μόνοι τους. Το δικό μας θέρος τους καλεί. Αφουγκράζονται το άφημά μας, τον μεγάλον αναστεναγμό του τέλους ή της αδράνειας. Είναι μεγαλόψυχοι και συμπονετικοί. Στο άκουσμά μας, λοιπόν, προστρέχουν σιγά-σιγά να συμπαρασταθούν το Ανθρώπινο Γένος. Για να μην μας ξαφνιάσουν, όμως, αφικνούνται σιγά-σιγά, μεταμφιέζονται με εποχιακά κοστούμια. Χορογραφούν με μικρές, αρμονικές κινήσεις, απαλά, να μην καταλάβουμε την παρουσία τους και τρομάξουμε.
Μόνον σαν περνούν οι ημέρες αρκετά, αποξυπνάμε δροσισμένοι από την θερινή μέθη. Μόνον τότε Εκείνοι απαλλάσσονται δειλά-δειλά της μεταμφίεσης, για να δείξουν το αληθινό τους μεγαλείο. Καμιά φορά, αν ένας τους έρχεται πιο ανυπόμονος, αποκαλύπτεται νωρίτερα με μιαν βροχή ξαφνική και σύντομη, σαν πεφταστέρι. Τότες οι άλλοι Ανέμηδες τον προγκούν αυτόν τον βιαστικόν, τον βάζουν σε τάξη, “εμείς είπαμε να έλθουμε σιγά-σιγά, του λένε, όχι έτσι απότομα και τους σκιάξουμε! ειδεμή θα μας καταλάβουν και θα μας απεύχονται. Άντε μετά να βρεις κοινό καινούργιο να σε θέλει”.
Για να καλύψουν την αποκοτιά του φουριόζου, αφήνουν για λίγο πάλι το θέρος να συνεχίσει να λάμπει καυτερό και σπινθηροβόλο. Να κάψουν πάλι τα δέρματα, να ιδρωκοπήσουν, να αναθεματίσουμε την ζέστα που ξαναστρώθηκε φαρδειά-πλατειά πάνω στα σώματά μας. Αφού μας καθησυχάσουν με το τέχνασμά τους, οι Ανέμηδες πιάνουν πάλι κρυφή δουλειά. Μιά δροσιά εδώ, ένα αεράκι πιο’κει, να μας κερδίσουν πίσω. Και το πετυχαίνουν, θυμάσαι; Πέφτουμε ανακουφισμένοι στις αγκάλες τους σαν μαλωμένα παιδιά, κρυβόμαστε εκεί για όσο νοιώθουμε φροντισμένοι και παρηγορημένοι. Όσο που να σηκώσουμε το βλέμμα μας από την θαλπωρή τους, αντικρύζουμε έκπληκτοι το Έμπα του Φθινοπώρου. Έχει ήδη πάει του Σταυρού, και πώς πέρασε ένας μήνας;
Μα εκείνοι δεν μας παρατούν σύξυλους να φύγουν. Όχι, μένουν ακόμα μαζί μας, λίγο θερμοί, λίγο δροσεροί, για να πορευτούμε αισιόδοξα -ίσως και λίγο τυφλά, ίσως πάλι όχι- μέχρι τον Οκτώβρη. Στις ημέρες του ξυπνά η αμνησία του καλοκαιριού και η προσμονή των Μεγάλων Εορτών του Χειμώνα. Αυτό λογίζονται οι Ανέμηδες, από το χεράκι μας κρατούν μέχρι εκεί μας πηγαίνουν. Όταν πια πατήσουμε τον μήνα τον γενναίο, εκείνοι αποφασιστικά αποχωρούν. Τίποτα πια δεν θυμίζει καλοκαίρι, ούτε καν η παρουσία αυτών που θέλουν να το κρύψουν. Μα δεν μας νοιάζει.
Μένουμε πάλι ανέμελοι να απολαμβάνουμε τις πορφυρόχρυσες ομορφιές του Φθινοπώρου. Οι βόλτες στις χαρισμένες λιακάδες της πλατείας, ο ανέμελος καφές στα πρωτοβρόχια που εκλύουν μαγευτικό μύρωμα υποσχόμενης αναγέννησης. Τα πρώτα κρύα, όπου αναζητάς το αγαπημένο σου σακάκι να τυλιχθείς. Πές μου ποιό βιβλίο να πρωταγοράσω από τα φρεσκοφορτωμένα ράφια των βιβλιοπωλείων; Το σινεμά πριν την κρασοκατάνυξη με τους φίλους. Η απροσδόκητη εκδρομή της Κυριακής σε βουνά δροσερά και οι πρώτες μυσταγωγικές ομίχλες. Όλα τα ζούμε γεμάτα, θυμάσαι; Καθένα με τον χώρο του, καθένα στον χρόνο του. Όλα μας είναι δοσμένα να τα απολαύσουμε.
Οι Ανέμηδες θα βρίσκονται πάντα πλάι μας στην αλλαγή, να μας οδηγούν απαλά σε όμορφα νέα μονοπάτια, να σβήνουν την παραίσθηση μίας νοσταλγίας δίχως νόημα, λικνίζοντας τα φύλλα των δένδρων την ώρα που ο τζίτζικας ακόμη τραγουδά.