Γιατί καλοκαίρι χωρίς “Greek πανήγυρις” δε γίνεται να ‘ούμε!
Συνεχίζουμε να ‘ούμε με θέματα καλοκαιρινά και ανάλαφρα, για να μπορέσει να διαβάσει ο κόσμος στις παραλίες να ‘ούμε και να το ‘φχαριστηθεί να ‘ούμε. Γιατί το καλοκαίρι να ‘ούμε, για τέτοια είναι να ‘ούμε… Για ακτές, μάσα, “φρέντου” και πανηγύρια να ‘ούμε…
Έτσι λοιπόν και εγώ με τραβήξανε να πάω σε “Ιερά Πανήγυρις” να ‘ούμε. Δε το παίζω κάνας λόρδος… Κι εγώ από χωριό είμαι, αλλά σε πολλά πανηγύρια δε έχω πάει να ‘ούμε και ήταν ένα “τσοκ” (σοκ) για μένα να ‘ούμε…
Δεν έτυχε… Καταλάβατε; Είναι κι η γυναίκα που θέλει να βγαίνουμε σε “μπάρ, κλάμπ, κλούμπ και ντίσκου” και δε γνωρίζω και πολλά επί του θέματος να ‘ούμε…
Ήμασταν λοιπόν και παραθερίζαμε και με παίρνει τηλέφωνο ο βλάχος, απ΄του χουριού, ο ξάδερφος της γυναίκας να ‘ούμε και αρχίζει το λακριντί για το πανηγύρι να ‘ούμε…
“Ιελα ρι ξάδερφ'” μου λέει… “Λοιπόν πάρι σήμερα τ΄αμάξ’ και ανέβα πάν’ Βλυζιανά. Θα σας κλείσου τραπεζ’ για του πανηγύρ'” μου λέει να ‘ούμε και ανάθεμα αν κατάλαβα τι μου είπε να ‘ούμε…
“Τι να σου πω ρε ξάδερφε του λέω….Να ‘ρθουμε… Να ρωτήσω και την ξαδέρφη σου να ‘ούμε”.
“Ποια ξαδέρφ’ ρι ξαφάκι’… Α μωρέ συκιά ίσι μωρέ… Οι άντρες κανονίζουν ριε… Ίνι μιγάλη ευκαιρία… Τραγουδάει η Χρηστιά κι ου Βελισαρς λάιφ….”
“Ο Λυσσάρης; Ποιος είναι αυτός ο Λυσσάρης να ‘ούμε….;”. Όχι τίποτα άλλο θα μου ΄βγαζε και τ΄’ονομα να ‘ούμε… Και για ένα κούτελο ζούμε να ‘ούμε
“Βελισαρς! Βελισαρς ξάδερφ’… Αμ’ μωρέ… Μπιτ για μπιτ ίσι μωρέ; Δε ξέρεις τη Χρηστιά και του Βελισαρ; Λοιπόν θέλου οι ανθρώποι μ’ να με στηρίξουν γιατί ίμι στου συμβούλιου του συλλογ’. Έχουμι φοβερού φαγητού και ποτού. Πες στην ξαφέρφη θα φέρω και την δική μου την κυρά μι τα παιδιά να γίνει τζέρτζελου. Βελισαρς Λαίφ ίνι τουτους ρε. Και που ΄σαι ξάδερφε… Ιλάτε νωρίς…”
“Πόσο νωρίς ρε ξάδερφε να ‘ούμε;”
“Ε κατά τις δωδεκάμιση…”
“Τι; Δωδεκάμιση ρε ξάδερφε; Τόσο αργά να ‘ούμε… Ούτε ο Ρέμος αρχίζει δωδεκάμιση να ‘ούμε ρε ξαδερφάκι”.
Άρχισε τη γκρίνια η κυρά και τα παιδιά να ‘ούμε… Και που θα πάμε και τι είναι τα Βλυζιανά και ποιος είναι ο Λυσσάρης και γιατί τόσο αργά και τι θα φάμε εκεί; Ε και δε άντεξα, ξέσπασα να ‘ούμε…
“Σκάστε ρε να ‘ούμε! Σε πανηγύρι θα πάμε ρε να ‘ούμε! Θα δείτε λάιφ μεγάλα ονόματα! Και τι γκρινιάζεις μωρή”, της λέω να ‘ούμε. “Δικός σου ξάδερφος είναι…”
Πάμε εκεί στις “12.15 am” να ‘ούμε. Φάγαμε ένα στροφιλίκι πάνω σε κάτι κατσάβραχα… Στην αυλή του Δημοτικού Σχολείου στα Βλυζιανά να ‘ούμε…
Άδειο το μαγαζί… Και γεμάτο τραπέζια, τίγκα με πλαστικές καρέκλες και χάρτινα τραπεζομάντηλα που έλεγαν επάνω “ΚΑΛΗ ΟΡΕΞΗ”…
“Που ήρθαμε ρε πούστη να ‘ούμε”, σκέφτηκα! Και με το που περνάω το κατώφλι μου την πέφτει και μου τη λέει ο ξάδερφος…
“Ω ρε μανουλα μ’ ρε ξάρφε. Αφού σου είπα ρε γαμωτ’ δουδεκάμιση…”
“Ε καλά 12.15 είναι ρε ξάδερφε να ‘ούμε”.
“Τέλους πάντων ιέλα ιέλα από ‘δω. Σε λίγου θα ξεκινήσει η προυθέρμανσης. Κοίτα… Α ρε ξαφάκι μ’ κοίτα… Πρώτου τραπέζι πίστα σ’ έχου… Θα τραγουδήσεις με του Βελισάρ και τη Χρηστιά αγκαλιά… Α ρε πουστ΄…”
Τον κοίταγα κι εγώ να ‘ούμε. Με κοίταγαν και τα παιδιά μου να ‘ούμε…
“Που’ ναι η γυναίκα σου ρε ξάδερφε;” λέω
“Αχ ξαφάκι μ’… Δε θα ‘ρθει παιδαρα μ’… Κάτι της έτυχ΄μι του παιδί και δε θα έρθει αλλά… Ιμείς θα την περάσουμ ‘ φίνα… Φίνα!”
Καθόμαστε στα πλαστικά να ‘ούμε και με το που καθόμαστε να ‘ούμε, αρχίζει η πρώτη νότα…
“Βι βιβί βιβι βιβιιβιι!” Πρώτο κλαρίνο και δώστου πάλι… “Βι βιβί βιβί βιβιιιιι”
“Μπαμπά ξεκουφάθηκα!”
“Υπομονή παιδί μου να ‘ούμε”
“Μπαμπά πεινάμε!”
“Ρε ξαφάκι… Απου ‘δω ου Κώτσους από τη Γουριά… Πουλάει μαντολάτα του παιδί και φυστίκια για το μεροκάμα τ’! Κάν’ του μωρέ λίγο σιφτέ να φαν’ και τα παιδάκια σ’…”
“Μα με φυστίκια και μαντολάτα θα τη βγάλουμ’ ρε ξάφερφε να ‘ούμε;”
“Βριε… Για ουρεκτικά κι έρχουντε και τα σουβλάκια να ‘ούμε… Σας έχω φτιάξει ιγώ να ‘ούμε…”
“Αντε φέρε μαντολάτα και τα φυστίκια ρε Κώτσο να ‘ούμε…” Και μου σκάει ο γιόφτος 3 μαντολάτα και 2 σακουλάκια φυστίκια πάνω στο τραπέζι.
“Είκουσι ιβρό πατριωτη”, μου λέει
“Πόσο; Τι είπες ρε; 20;”
“Πάρτα τώρα”, πετάγετε κι η κυρά σα μη πω να ‘ούμε…”Υποσχέθηκες στον ξάδερφο μου ότι θα τον στηρίξεις”
Και μου έφαγε ο γιόφτος το 20αρικό στην ψύχρα να ‘ούμε…
Τα κλαρινέτα συνεχίζουν ακάθεκτα… Βιβιιιι Βιβι Βιβιιι Βι…
“Μπαμπά, πεινάμε! Δε θέλουμε μαντολάτα!”
“Ρε ξάδερφε που είναι τα σουβλάκια;”
“Σι φιάχνω ξαφάκι! Σι φνιάχνω τώρα! Ριεε πιδί φέρι ριεεε ρε σουβλάκια εδώ στα ξαφάκια μ…'”
Και με το που το λέει σκάνε 25 σουβλάκια πάνω στα τραπεζομάντηλα – ΚΑΛΗ ΟΡΕΞΗ με μιαμιση φρατζόλα ψωμί κομμένη σε φέτες…
“Φάτε παιδιά”, λέω… “Φάτε για να τελειώνουμε να φύγουμε”.
Είχε πάει ήδη 2 το πρωί να ‘ούμε και θέλαμε να φύγουμε… Το “Βιβιιιιι Βιβι Βιβιιιι Βι..” συνεχίζετω να ‘ούμε…
“Ξαδερφάκι να μου κάνεις το λογαριασμό να ‘ούμε”
“Τι από τώρα θα φύγεις ρι ξάδερφ’… Τώρα βγαίνουν η Χρηστιά και τα ουίσκια! Πιρίμινι θα σε φτιάξου ιγού! Ριιε φέρι δυο μπουκάλια ουίσκια ιδώ στα πιδιά. Και που’ σαι ρια… Δουδεκάρια”
“Ρεεεε σιγά ρε ξάδερφε να ‘ούμε….Δυο μπουκάλες; Γυναικόπαιδα έχουμενα ‘ούμε…Ποιος θα τα πιεί τα δυο μπουκάλια να ‘ούμε…”
“Ρε ξαφάκι… Ίπαμε… Ινισχύστε μι… Ινισχίστε μι! Θα τα πιούμι μαζί! Σουτ σουτ, τώρα βγαίνει η Χρηστιά!
Με κοίταζε η κυρά την κοίταζα κι εγώ να ‘ούμε! Και το “βιβιβιιιιιιι” να συνεχίζεται! Κοιτάω κι εγώ να δω τη Χρηστιά να ‘ούμε στη σκηνή και τι βλέπω; Ποια Χρηστιά! Τη Γριά θέλετε να πείτε να ‘ούμε…
Μια γυναίκα ογδοντα φεύγα “χρονώνε” να ‘ούμε που την κρατάγανε για να τραγουδήσει πάνω στο “Βιβιιιι Βιβι Βιβιιιι Βι”. Χαμός με τη Χρηστιά τη Γριά! Χαμός ρε σου λέω να ‘ούμε! Σηκώθηκαν όλα τα λουλουδάτα ταγέρ και τα τακούνια με τις σκασμένες φτέρνες για χορό να ‘ούμε! Και δωσ’του και κάτι γιόφτοι με μεταχειρισμένα λουλούδια να ‘ούμε! Και δωσ΄του τα “Βιβιιιιι Βιβιιιιι” να ‘ούμε. Πως δεν έβγαλε και το “πι” για να κάτσει η Χρηστιά!
Είχε πάει 2.40 και τα μπουκάλια τα είχα πιει εγώ, η κυρά και κάτι άλλοι καρά βλαχοι με ιδρωμένα πουκάμισα να ‘ούμε που μου έφερνε και κέρναγε ο ξάδερφος. Είχαμε γίνει ντέφι να ‘ούμε και τα παιδιά ήταν σκεπασμένα στις πλαστικές καρέκλες με κάτι τραπεζομάντηλα να ‘ούμε. Τραγωδία!
“Ξάδερφε θα μου κάνεις λογαριασμό;”
“Απου τώρα; Τώρα θα φύγεις ριεε…Τώρα βγαίνει ου Βελισαρς. Λίγου ακόμα ξαφάκι! Στηρίχτη μι! Στηρίχτη μι ξαφάκι!”
Και με το που το λέει να ‘ούμε… Αρχίζει το υπερθέαμα να ‘ούμε… Σκάει μύτη πάνω στη σκηνή ένα τρέιλερ γεμάτο με σαμπάνιες και δημιουργεί ένα τείχος πίσω από τα “βιβιβιβι” να ‘ούμε… Παίρνει ο ξάδερφος το μικρόφωνο και λέει…
“Αγαπημένη μ’ συγχωριανοι! Κι τώρα ου Μέγας τραγουδιστής, το αηδόν’ της περιοχής μας, ου φοβερούς Γιώργης Βελισάρς!”
Και βγάζει το ένα μπουκάλι από το τείχος και χύνονται όλες οι σαμπάνιες στην πίστα να ‘ούμε. Χείμαρος από σαμπάνιες και γλύτσα να ‘ούμε! Και δώστου πάλι “Βιβι Βιιιι” να ‘ούμε και βγαίνει ο Βελισάρρης να ‘ούμε! Λύσα! Λύσα για τον Λυσσάρη!
Κι αυτός να αγκαλιάζει τα βλάχικα ταγιέρ να ‘ούμε. Να κατεβαίνει στα τραπέζια με τα τραπεζομάντηλα… Και δώσ΄του “βιβιβιιιιιιι” και δωσ΄του χορό να ‘ούμε… Και να πιτσιλάνε τα τακούνια τα βλάχικα πάνω στις σαμπάνιες να ‘ούμε Πήγε 4.15 να ‘ούμε…
Η κυρά με τα παιδιά είχαν αποκοιμηθεί πάνω στις καρέκλες να ‘ούμε, ενώ τα μπουκάλια 12άρια είχαν τελειώσει να ‘ούμε. Ζήτημα να ήπια 3 ποτήρια να ‘ούμε. Όλα τα κέρασε ο ξάδερφος σε κάτι άλλους που έρχονταν έπιναν ένα ποτήρι και την έκαναν να ‘ούμε…
“Ρε ξάδερφε να πληρώσουμε να φύγουμε να ‘ούμε. Τι χρωστάμε να ‘ούμε;”
“Βιβαίους ξαφάκι… Ιελα δω ριεεε πιδί… Για πες ιδώ στον ξάδερφο μου τι χρουστάει ριεε”.
Το “πιδί” του λέει κάτι στ΄αυτί και γυρνάει ο ξάφερφος και μου λέει…
“Ούλα μαζί ξαφάκι… Λοιπόν… 50 ευρώ τα σουβλάκια και 10 ευρώ τα αναψυκτικά των παιδιών και 140 τα δύου δουδεκάρια ουίσκια… Διακόσια ιβρό ξαφάκι… Άντι έφαγα κι εγώ δυο σουβλακάκια και λίγο τα ουίσκια… Δώσι 160 ξαφάκι κι θα ίσι κουμπλέ! Κουμπλέ!”
“Τι είπες ρε καρά βλαχο να ‘ούμε! 160 ευρώ; Για κι άλλους Κώτσους με τα μαντολάτα ψάχνεις;”
Πετάχτηκε η κυρά και τα παιδιά από τις φωνές μου να ‘ούμε και μέχρι και “ου Βελισαρς” με τα ταγέρ γύρισαν να δουν τι συμβαίνει να ‘ούμε…
“Στηρίχτη με ξαφάκι! Για του σύλλουγου ρε ξαφάκι. Μι μι ξιφτιλίζεις ρε ξαφάκι. Ιν’ κι ου Βελισαρς ιδού”
“Πάρε 70 και πολλά σου είναι ξάδερφε να ‘ούμε! Τα υπόλοιπα να τα πάρεις από τους “Λυσσάρηδες και τις Χρηστιές τις γριές να ‘ούμε. Πάμε ρε να φύγουμε. Για τα πανηγύρια είμαστε όλοι! Για τα πανηγύρια!”