…αλλά ό,τι νιώθω πως θέλω να μοιράζομαι.
γράφει η Ελένη Ξένου
Η ΣΤΕΓΗ ΚΑΝΕΙ ΠΕΡΙΕΡΓΟΥΣ ΘΟΡΥΒΟΥΣ. Λες και κάποιος περπατάει πάνω στα κεραμίδια. «Νυφίτσες θα ‘ναι» λέει ο κολλητός. «Σιγά μην είναι νυφίτσες» του απαντώ, τίποτα δεν είναι, έτσι είναι οι ξύλινες οροφές κάνουνε περίεργους θορύβους, μα εκείνος επιμένει πως πρέπει -λέει- να καλέσω το δήμο να ψεκάσει.
ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΩ ΜΕ ΤΙΣ ΦΟΒΙΕΣ ΤΟΥ, όπως διασκεδάζω και με τους θορύβους στην οροφή. «Μπορεί να ‘ναι οι φύλακες άγγελοι μου και κάνουνε βόλτα» του λέω, εκείνος με κοιτάει παράξενα, «πρόσεξε τώρα μην σου σαλέψει επειδή μπήκες σε καινούργιο σπίτι», «μα δεν είναι απλά ένα καινούργιο σπίτι» του απαντώ, είναι μια ευχή που έκανα και έγινε στ’ αλήθεια, «με τέτοια μυαλά που κουβαλάς σε όλα βλέπεις ευχές» μου απαντάει και γελάει δυνατά με κείνο το γέλιο που μαρτυρά πως το απολαμβάνει να ‘ναι απλωμένος στο καναπέ μου και να κοιτάει προς την οροφή, η οποία είναι σχεδόν τέσσερα μέτρα ψηλή, μπορεί και παραπάνω, και είναι μάλλον γι’ αυτό που νιώθουμε απόψε λες και είμαστε ξανά μικρούληδες.
«ΝΑ ΦΕΡΕΙΣ ΕΝΑ ΣΥΝΕΡΓΕΙΟ» πετάγεται η κολλητή, η οποία επίσης καρφώθηκε να περιεργάζεται την οροφή. «Να σου καθαρίσει τους ανεμιστήρες, είναι πολύ ψηλά δεν μπορείς μόνη σου, χρειάζεται συνεργείο, δεν ξέρεις εσύ πόση σκόνη μαζεύτηκε εκεί πάνω», η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω, το μόνο που ξέρω, και ίσως γι’ αυτό βρίσκομαι τώρα εδώ, είναι από πόση σκόνη καθάρισα τον εαυτό μου, και πόσες φάπες του έδωσα μέχρι να ξεσκονιστεί διότι άμα δεν χτυπηθείς άντε τώρα να καταλάβεις που έχει κάτσει σκόνη πάνω σου και πού όχι, τέλος πάντων θα φέρω και το συνεργείο για να της κάνω το χατίρι, γιατί μ’ αρέσει που η έγνοια της είναι να με γλιτώσει από τις σκόνες.
ΚΑΙ Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΕΧΕΙ ΕΓΝΟΙΑ. Είναι τρείς μέρες τώρα που μου τηλεφωνά πρωί-πρωί, την βασανίζει, λέει, το θέμα με τις κουρτίνες, «δεν θα ταιριάζουνε αυτές που είχες και δώσαμε τότε και τόσα λεφτά, θυμάσαι;» πως, πως θυμάμαι, «τώρα πρέπει να βρούμε άλλες, κατάλληλες» λέει, «γιατί είναι και τα παράθυρα ωραία, είναι κρίμα να τα κρύψεις», μα και βέβαια δεν θα τα κρύψω, γι’ αυτά την έκανα την μετακόμιση, για τα ψηλά παράθυρα που κοιτάζουνε προς το στενό με τις φωτισμένες καμάρες και τα δέντρα από το πάρκο, «δεν θέλω κουρτίνες» της λέω μα εκείνη επιμένει πως θα το ψάξει το θέμα, πως να μην ασχοληθώ εγώ, θα το κάνει αυτή για μένα, και μέσα μου σκέφτομαι, πως δεν γίνεται, κάτι πρέπει να ‘χουμε μαζί πετύχει για να ‘ναι πια αυτό το πρώτο μέλημα της. Δηλαδή το πως να κρατήσω την θέα μου ακέραιη, τίποτα να μην μου την κρύβει και τίποτα να μην μου τη χαλάει.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ, ΠΑΛΙ, ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ -λέει- κατά πόσο κάποιους πίνακες πρέπει να τους κρεμάσω, «ίσως είναι πολύ μοντέρνοι γι’ αυτό το σπίτι» λέει και κοιτάει προβληματισμένος τους τοίχους, ρουφά μια τζούρα από την πίπα του και δεν μιλάει λες και του έχουνε αναθέσει να στήσει μια έκθεση τέχνης και προσπαθεί να βρει ποιο θα ‘ναι το τέλειο στήσιμο. Τον αφήνω μόνο του να περιπλανιέται στο χώρο και να χαζεύει τους τοίχους, ανέκαθεν αυτό έκανε, έτσι, τον θυμάμαι, από μικρή, να αναλαμβάνει το στόλισμα των τοίχων μα τώρα είναι που καταλαβαίνω πως τελικά άλλο ήθελε να μου μεταδώσει, αυτό, το πως όσοι τοίχοι δεν είναι για γκρέμισμα τότε πάει να πει πως είναι για στόλισμα…
Η ΚΟΛΛΗΤΗ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ με ένα μικρό πακέτο γεμάτο από κρουασάν και κάτι άλλα παράξενα γλυκά, «φτιάξε καφέ και σού έφερα πρόγευμα» μου λέει και θέλω να την αγκαλιάσω που θέλει να περάσουμε μαζί αυτό το πρωινό, το ‘μαθα πια καλά, πως είναι τα πρωινά η πιο τρυφερή ώρα και άμα ο άλλος θέλει να μοιραστεί το πρωινό του στην αυλή μου τότε ελπίζω να μεγαλώσει γρήγορα η βουκαμβίλια να ‘χω χρώμα να κερνάω τους ανθρώπους μου.
«ΘΑ ΦΕΡΝΩ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΝΑ ΒΑΖΩ ΣΤΑ ΒΑΖΑ» λέω στην άλλη κολλητή, μα εκείνη κοιτάει στα ράφια της κουζίνας και δεν μου δίνει καμία σημασία. «Πως φαίνεται ότι δεν ξέρεις να μαγειρεύεις» λέει και λύνεται στο γέλιο. «Μα είναι δυνατόν να θες να βάλεις σε αυτό το ράφι τις αγελαδίτσες- μπιμπελό; Μα είσαι τώρα εσύ να ‘χεις αγελαδίτσες για μπιμπελό;».
ΦΩΝΑΖΕΙ ΠΩΣ ΕΔΩ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΙΚΑ, εδώ είναι για να ‘χεις τα κατσαρολικά σου, «τα κατσαρολικά μου χωρέσανε όλα μαζί στο ένα ράφι, δεν έχω άλλα» της λέω και σκέφτομαι μήπως αυτό τελικά είναι ένα σημάδι πως πρέπει να νοικοκυρευτώ, δεν ξέρω τι πάει να πει «να νοικοκυρευτώ» αλλά σαν φροντίδα μού ‘ρχεται να το μεταφράσω και είναι ωραία που το νιώθω έτσι, τόσο ωραία που λέω να πάω να αγοράσω κι’ άλλα τηγάνια ίσως και ένα- δύο πυρέξ, που ξέρεις μπορεί και να κάνω ψητό στο φούρνο μια Κυριακή μεσημέρι, όταν θα ‘χει πια μεγαλώσει η βουκαμβίλια, όταν θα ‘χω πια κρεμάσει τις κουρτίνες στα παράθυρα και τους πίνακες στους τοίχους, όταν θα στρώσω στο μάρμαρο τα χαλιά και θα κρεμάσω και τις αιώρες έξω με γάντζους, από την μια κολώνα στην άλλη.
ΚΑΙ ΘΑ ΝΑΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΗΛΙΟΛΟΥΣΤΗ και θα αφήσω την πόρτα ανοιχτή να φαίνεται το στενό και πιο πέρα τα δέντρα από το πάρκο, θα αφήσω και το σκυλί μου χωρίς το λουρί να αλωνίζει έξω από τις πόρτες των γειτόνων, και θα βάλω να τραγουδά δυνατά η Μαντελέν το λα βι εν ροζ, και άμα κάνει θόρυβο η οροφή εγώ θα ξέρω στα σίγουρα πια πως είναι οι φύλακες άγγελοι μου, που κάθονται στα κεραμίδια του καινούργιου μου σπιτιού και ξεσκονίζουν τις επόμενες ευχές μου. Και άμα με ρωτήσει κάποιος από τους κολλητούς, τι είναι αυτός ο παράξενος θόρυβος στην οροφή, τότε θα του το ομολογήσω το μυστικό. Γιατί σπίτι μου πια δεν είναι ότι μου ανήκει αλλά ό,τι νιώθω πως θέλω να το μοιράζομαι.
Πηγή: www.doctv.gr