Όλη σου η ζωή μια αναμονή για το τι θα ακολουθήσει. Σαν κάποιος να έπαιζε μαζί σου ένα μόνιμο κυνηγητό.
Όλη σου η ζωή γεμάτη στερεότυπα, πότε θα κάνεις σχέση, πότε θα παντρευτείς, να κάνεις παιδιά πριν τα σαράντα, μην βάζεις σκούπα τα μεσημέρια, μην ξενυχτάς όταν δουλεύεις αύριο, μην κάνεις στους άλλους αυτά που δεν θες να κάνουν οι άλλοι σε σένα, να είσαι ανεκτικός, υπομονετικός, να νοιάζεσαι, ν’ ακούς, να βοηθάς, να συμπονάς.
Όλη σου η ζωή γεμάτη «πρέπει» που στα φόρεσαν κολάρο κι εσύ το πέταγες. Μια, δυο, τρεις, στο τέλος συνήθισες και το φοράς χωρίς να το βλέπεις ούτε να το νιώθεις. Το φοράς και πιστεύεις πως είσαι ελεύθερος κι αυτή η ψευδαίσθηση της ελευθερίας είναι ένα χάπι που καταπίνεις κάθε μέρα, πρωί βράδυ με ή χωρίς φαγητό. «Η ζωή είναι μικρή και είναι δική σου» λες στους άλλους και πολλές φορές το πιστεύεις κι ας κάνεις πράγματα καθημερινά με στόχο να ικανοποιήσεις κάποιων άλλων τα θέλω – που πιστεύεις πως είναι και δικά σου. Κι όταν κάποιος θυμώνει μαζί σου, όταν παρεκκλίνεις απ’ την εικόνα του καλού παιδιού κάτι σε τρώει μέσα στην καρδούλα σου σαν να γυρίζεις σπίτι με κακούς βαθμούς και την ουρά στα σκέλια.
Όλη σου η ζωή τρεχάλα και υποχρεώσεις. Ακόμα και στις διακοπές άγχος να προλάβεις να τα κάνεις όλα, να περάσεις όμορφα, να περάσουν κι οι άλλοι όμορφα μαζί σου. Καλημέρα, καλησπέρα, καληνύχτα πάντα με το χαμόγελο και τη γλύκα κι ας βράζεις μέσα σου έτοιμος να χυθείς και να χαλάσει και το καϊμάκι. Πίεση και αγωνία για το μέλλον, για τους άλλους, για χιλιάδες πράγματα φορετά.
Πόσες φορές δεν είπες μακάρι να έφευγα να ζούσα στην επαρχία, μ’ έναν σύντροφο, τρεις κατσίκες, πολλά βιβλία, λουλούδια και βουκολική αμφίεση.
Πόσες φορές δεν το ανέβαλες λόγω σίγουρης δουλειάς, λόγω δειλίας ν’ αφήσεις πίσω τα ντουβάρια μπας και θυμώσουν και σου κρατάνε μούτρα.
Πόσες φορές δεν ένιωθες το πόδι σου να κουνιέται σπασμωδικά κάτω απ’ το γραφείο, τα δάχτυλα σου να χτυπάνε μηχανικά το ποντίκι, να χτυπά το τηλέφωνο και να βρίζεις, να καταπίνεις το φαγητό σου σχεδόν αμάσητο και να καπνίζεις απλά για να απασχολήσεις τα χέρια σου.
Πόσες φορές δεν σιχτίρισες για την κίνηση, για τον καιρό, για την αφραγκία σου, την μοναξιά ή πράγματα που δεν αλλάζουν. Και πόσες γκρίνιαξες ανελέητα για μια αναποδιά, μια σύντομη ασθένεια, ένα ραντεβού που ακυρώθηκε, μια προθεσμία που έχασες, δυο πιάτα που έμειναν άπλυτα στο νεροχύτη.
Πόσες απ’ αυτές τις φορές έκανες πραγματικά πίσω συνειδητοποιώντας πως ενώ εσύ κοιμάσαι, τρέχεις να προλάβεις, νιώθεις θλίψη, φόβο, αγωνία, η ζωή κυλά μέσα απ’ τα χέρια σου σαν άμμος σε κλεψύδρα; Και πότε ήταν η τελευταία φορά που πραγματικά διασκέδασες με την ψυχή σου χωρίς να σκέφτεσαι το πριν, το αύριο αλλά μόνο τούτο εδώ το δευτερόλεπτο; Που χάρηκες, γέλασες μέχρι να πονέσει η κοιλιά σου, εσύ για την πάρτη σου χωρίς να νοιάζεσαι αν το ίδιο ισχύει και για τους άλλους;
Μερικές φορές ενώ περιμένεις το μετρό στην αποβάθρα περιτριγυρισμένος από ανθρώπους σαν κι εσένα σε μια άσκοπη κινητικότητα ή μέσα στο βαγόνι σε μια νευρική στατικότητα παρατηρείς τα χρώματα γύρω σου. Φαίνονται όλα τόσο γκρίζα και μουντά σαν την κάλπικη ελευθερία που όλοι μοιραζόμαστε, άλλοτε νιώθουμε αισθητά και άλλοτε όχι. Σφιχτά δεμένα κασκόλ, ακουστικά στ’ αυτιά, δάχτυλα στο κινητό, σφιγμένα χείλη, παγωμένες παλάμες στις χειρολαβές. Επόμενη στάση Σύνταγμα, πάντα με την ίδια φωνή, την ίδια χροιά, όλες τις μέρες, όλες τις ώρες. Με ανοιχτά μάτια ονειρεύεσαι: μυρωδιά τζακιού, χιονισμένες πλαγιές, μια ζεστή αγκαλιά, ψητά κάστανα, καφές ελληνικός να καίει…
Πόσες φορές έχεις χάσει τη στάση έτσι;
Πόσες φορές ένιωσες να ασφυκτιείς στα στάσιμα νερά της ρουτίνας σου και πόσες χρειάστηκες μια κόκκινη πινελιά, ένα πλατύ χαμόγελο, μια ζωντανή φωνή να λέει μπούρδες να σε τραβήξουν στην επιφάνεια να πάρεις ανάσα για να συνεχίσεις;
Συχνά περιμένεις να γίνει ένα θαύμα ν’ αλλάξουν όλα χρώμα, να ζεστάνουν την ψυχή σου κι όσο αυτό δεν γίνεται συνοφρυώνεσαι, τόσο που η γραμμή στο μεσόφρυδο έχει γίνει πια μόνιμη.
Πόσες φορές έχεις κοιτάξει τον εαυτό σου στον καθρέπτη και έχεις δει δυο γυαλιστερά μάτια; Πραγματικά πασχίζεις να θυμηθείς…
Στο ίδιο βαγόνι, στη διπλανή σου θέση κάποιος διαβάζει ένα βιβλίο, ξεκλέβεις κάποιες αράδες να περάσει η ώρα:
«Ποιος να βρεθεί να σου πει πως το κλειδί που ανοίγει την πόρτα σ’ αυτά που ονειρεύεσαι το έχεις καταπιεί ο ίδιος γι’ αυτό σε ταλαιπωρεί το στομάχι σου καιρό τώρα. Ποιος να σου ψιθυρίσει πως το πινέλο που θα χρωματίσει τη ζωή σου βρίσκεται στην τσέπη σου-όχι σ’ αυτήν που έχεις το κινητό, στην άλλη. Και ποιος να σου φωνάξει πως η αλλαγή που περιμένεις να δεις γύρω σου πρέπει να περάσει από μέσα σου πρώτα. Αλήθεια ποιος, αν όχι εσύ; Αλήθεια πότε, αν όχι τώρα;»
«Aμπελοφιλοσοφίες του κώλου». Σκέφτεσαι και στραβώνεις το στόμα.
Επόμενη στάση: Μοναστηράκι. Πετάγεσαι όρθιος σιγοβρίζοντας. Πάλι έχασες τον προορισμό σου…