Home / MAKE ME FEEL / Κηδεία – George A. Pappas

Κηδεία – George A. Pappas

 

IMG_20150915_151102

– Πάρε και την τσάπα Γιώργη, μόνο με το φτυάρι δε θα γίνει δουλειά.

Τσάπα και φτυάρι.

Τα χέρια μου πονάνε ακόμη. Κάπου κόπηκα – δεν θυμάμαι καν που και πως. Ίσως έγινε όταν χτυπούσα με λύσσα το χώμα, μπας και ανοίξει η γη και με καταπιεί και μένα. Ίσως όταν με έναν παλιό σουγιά χάραζα το δέντρο που από δω και πέρα θα την φυλάει – φτωχή ταφόπλακα, έκανα ότι μπορούσα. Ίσως έγινε πιο μετά, όταν κάπου σε ένα μεθυσμένο όνειρο χόρευα επάνω σε σπασμένα ποτήρια.

– Πως κάνεις έτσι για ένα ζώο; Έλα, ηρέμησε. Τουλάχιστον εσύ είσαι καλά, την υγεία σου την έχεις…

Τι λες ρε μαλάκα;

Επειδή δεν είχε γλώσσα, σημαίνει ότι δεν μιλούσαμε;

Επειδή είχε τέσσερα πόδια, σημαίνει ότι δεν με έπαιρνε αγκαλιά;

Επειδή δεν ήταν άνθρωπος, σημαίνει ότι δεν είχε ψυχή;

Στο διάολο να πας.

Δεν θυμάμαι τίποτα και θυμάμαι τα πάντα. Θα τα θυμάμαι όσο κι αν προσπαθώ να τα ξεχάσω. Θα τα ξεχάσω όσο κι αν δεν θέλω να τα ξεχάσω ποτέ.

Βράδυ Δευτέρας, ψηλά στο βουνό επάνω, τζιτζίκια που τσίριζαν – Σεπτέμβρη μήνα φίλε – και λέγανε το μοιρολόι.

Εδώ.

Εδώ θα γίνει, εδώ που έχει φως γιατί δεν σ’ άρεσε ποτέ στο σκοτάδι τα βράδια να είσαι έξω.

Το έδαφος σκληρό. Ψημένο, κατάλαβες; Τόσους ήλιους, τόσο καλοκαίρι – και εγώ πρωτάρης σ’ αυτά, τι ξέρω εγώ από τρύπες και ρηχούς τάφους;

Πάρε και την τσάπα Γιώργη…

Πουτάνα όλα – η τσάπα να σπάει και το έδαφος ακόμη ακέραιο. Σα να μην τρέχει τίποτα. Να με χλευάζει – χτύπα μαλάκα, να μου λέει κοροϊδευτικά, χτύπα κι άλλο χαζέ τι δεν καταλαβαίνεις;

Σκάσε καργιόλη πέτρα.

Άσε με να ολοκληρώσω.

Δεν αντέχω άλλο εδώ, δεν ξέρω πως θα φύγω, δεν βλέπω έχω τυφλωθεί.

Παγωμένη. Αυτό θυμάμαι. Αυτό θέλω να ξεχάσω. Παγωμένη.

Έτσι είναι η ζωή. Θα περάσει κι αυτό. Όλα θα πάνε καλά.

 

Δεν θέλω ρε. Δεν Θ – Ε – Λ – Ω.

Η φιλοσοφία, τα κλισέ, και οι πνευματολογίες είναι για μας τους ζωντανούς, κάτι να λέμε μπας και ξεχάσουμε έστω για λίγο πόσο πονάει η ψυχή, πόσο άβολα νιώθουμε οι υπόλοιποι που ένα “συγγνώμη”, ένα “λυπάμαι πολύ” νεκρούς δεν ανασταίνει.

Δεν θέλω να πω τ’ αντίο. Είμαι μέγας εγωιστής και θέλω κι άλλο, κι άλλο χρόνο μαζί, έστω μια μέρα, έστω μια ώρα κάτι ρε άνθρωπε.

Όχι.

Έτσι είναι αυτά. Μια χούφτα στιγμές οι ζωή μας. Προλαβαίνουμε, λέει ο Καζαντζάκης. Νομίζεις ότι έχεις χρόνο, απαντά ο Βούδας. Βρείτε εσείς τη λύση μάγκες γιατί εγώ δεν αντέχω άλλο. Δεν θέλω άλλο να σκέφτομαι.

– Μην πίνεις άλλο. Μην κλαίμε και σένα μετά.

Κουφός εγώ. Πλέον δεν με ενδιαφέρει τίποτα. Το ποτήρι είναι η παρηγοριά μου, η άδεια αγκαλιά γεμίζει, κάπως, θολώνει το βλέμμα, κάπως, ξεχνάει το μυαλό, κάπως. Ξανά ποτήρι. Ξανά. Κι άλλο. Μπας και πεθάνω και ‘γω.

Το δωμάτιο στριφογυρνάει. Πρωί. Ξυπνητήρι. Δουλειά.

Ζωή.

Βρωμάω. Ξερατά, βλέπεις… βασικό κομμάτι της νεκρανάστασης…

Κάπως κατάφερε και ανέτειλε ο ήλιος όσο και αν ήθελα να βυθίσω τον κόσμο σε μόνιμο σκοτάδι.

Κάπως έτσι είναι αυτά.

Κάπως.

 

«…Σύντροφε που ξανοίγεσαι, που χάνεσαι και φεύγεις;

Ας δώσουμε όρκο, με καιρούς να σ’ εύρω ή να μ’ εύρεις…»

Comments

comments

About George A. Pappas

"The world belongs to us; to us who steal kisses at bonfires, to us who stay up laughing with friends long after you have gone to sleep, to us who dance with reckless abandon..."