Οι δουλειές του αξέχαστου κωμικού με τις οποίες παρέδωσε μαθήματα αυθεντικής κωμωδίας και έφυγε από τη ζωή στα 83 του χρόνια
Η μητέρα του Ζερόμ Ζίλμπερμαν (όπως ήταν το πραγματικό όνομα του απίθανου κωμικού) έπαθε έμφραγμα όταν ο γιος της ήταν μόλις οκτώ χρόνων. Ο γιατρός πήρε σε μία γωνιά το μικρό παιδί και του είπε: «Μη θυμώνεις τη μητέρα σου, γιατί αυτό μπορεί να τη σκοτώσει». Άρχισε να απομακρύνεται προτού γυρίσει πίσω για να πει στον πιτσιρικά μία τελευταία φράση: «Μπορείς, ωστόσο, να την κάνεις να γελάει». Αυτή ενδεχομένως να ήταν η βασική κινητήρια δύναμη πίσω από το χιούμορ του Τζιν Γουάιλντερ. Και το ότι ήταν τόσο ανθρώπινη και αυθεντική ίσως να εξηγεί και την επιτυχία του στον χώρο. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι πρωταγωνίστησε σε ορισμένες από τις καλύτερες κωμωδίες του Χόλιγουντ.
Δυο τρελοί παραγωγοί (The Producers – 1968)
Αυτή η έμπνευση του Μελ Μπρουκς ήταν ίσως η καλύτερη περιγραφή του… ελληνικού ονείρου. Ο θεατρικός παραγωγός Μαξ Μπιάλιστοκ (Ζίρο Μόστελ) μαζεύει σαν τρελός κεφάλαια για τη νέα του θεατρική υπερπαραγωγή, εκτελώντας χρέη ζιγκολό και ξαπλώνοντας στο κρεβάτι ευκατάστατες γηραιές κυρίες. Σκοπός του, βέβαια, ήταν να δημιουργήσει μία πατάτα ολκής (ποιος θα ήθελε να δει ένα μιούζικαλ με βασικό ήρωα τον Αδόλφο Χίτλερ😉 για να τσεπώσει τα λεφτά (ό,τι ονειρεύονται δηλαδή ορισμένοι με τα ευρωπαϊκά κονδύλια). Στον δρόμο του, όμως, θα βρεθεί ο νευρωτικός λογιστής Λίο Μπλουμ (Τζιν Γουάιλντερ), ο οποίος παθαίνει κρίσεις πανικού όταν του παίρνουν το κομμάτι από την κουβερτούλα ασφαλείας του και τον οποίο θα φροντίσει να διαφθείρει και να πάρει με το μέρος του. Η ταινία ήταν η πρώτη μεγάλη εμφάνιση του Γουάιλντερ στη μεγάλη οθόνη (την ίδια χρονιά είχε και έναν μικρότερο ρόλο στο Μπόνι και Κλάιντ), η οποία του εξασφάλισε μία υποψηφιότητα για Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου, ενώ σηματοδότησε και τη στενή συνεργασία του με τον Μελ Μπρουκς στον κινηματογράφο.
Ο Γουίλι Γουόνκα και το Εργοστάσιο Σοκολάτας (Willy Wonka & the Chocolate Factory – 1971)
Η ταινία είναι γνωστή στο ευρύτερο κοινό κυρίως λόγω του remake του Τιμ Μπάρτον με πρωταγωνιστή τον Τζόνι Ντεπ το 2005. Ωστόσο, ο Τζιν Γουάιλντερ ήταν ο πρώτος που υποδύθηκε τον εκκεντρικό εκατομμυριούχο ιδιοκτήτη του δημοφιλέστερου εργοστασίου σοκολάτας του κόσμου, που κάλεσε πέντε παιδιά για να τους ξεναγήσει στα μυστικά της σοκολάτας – μία ξενάγηση που θα καταλήξει σε μάθημα συμπεριφοράς. Ο κωμικός, μάλιστα, δεν είχε και την καλύτερη ιδέα για το remake, μια και είχε πει ότι θεωρεί προσβολή την ταινία του Μπάρτον, λέγοντας για τον τελευταίο: «Είναι ένας ταλαντούχος άνθρωπος, όμως δεν με αφορά αφού κάνει τέτοια πράγματα».
Μπότες, σπιρούνια και καυτές σέλες (Blazing Saddles – 1974)
Η επανένωση του Γουάιλντερ με τον Μπρουκς είχε ως αποτέλεσμα ένα γουέστερν διαφορετικό από τα άλλα. Τι συμβαίνει όταν ένας μαύρος αναλαμβάνει τη θέση του σερίφη σε μία μικρή πόλη της Δύσης που κατοικείται αποκλειστικά από λευκούς; Σίγουρα η δουλειά του δεν θα γίνει ευκολότερη με τα σχέδια που έχει ένας μεγαλοκαρχαρίας-γενικός εισαγγελέας για να αγοράσει όλα τα ακίνητα της περιοχής, όμως ο σερίφης Μπαρτ θα έχει στον πλευρό του τον πρώην αλκοολικό πιστολέρο Τζιμ aka Waco Kid (Τζιν Γουάιλντερ), κάτι που θα γείρει κάπως τη ζυγαριά. Ο ρόλος αρχικά προοριζόταν για τον Τζον Γουέιν, ο οποίος απέρριψε την πρόταση, μια και ένα αμερικάνικο είδωλο δεν θα μπορούσε να πρωταγωνιστήσει σε μία τέτοια φάρσα. Από την πλευρά του, ο Γουάιλντερ ορεγόταν αρχικά τον ρόλο του μεγαλοκαρχαρία, όμως ο Μπρουκς δεν πίστευε ότι θα είναι κατάλληλος. Το σενάριο υπέγραψε μεταξύ άλλων και ο Ρίτσαρντ Πράιορ, με τον οποίο ο Γουάιλντερ έμελλε να κάνει και άλλες επιτυχημένες δουλειές.
Frankenstein junior (Young Frankenstein – 1974)
σως η καλύτερη συνεργασία των Μπρουκς-Γουάιλντερ. Οι δυο τους συνυπέγραψαν το σενάριο που τους εξασφάλισε ένα Όσκαρ, αλλά και αρκετά άλλα βραβεία. Μπροστά στις κάμερες, ο Γουάιλντερ υποδύθηκε τον νευροχειρούργο Φρέντερικ Φράνκενσταϊν, ο οποίος έχει αποκηρύξει εντελώς τον παππού του και τη δουλειά του (ο ίδιος, μάλιστα, προφέρει το επίθετό του «Φράνκενστιν»). Όλα θα ανατραπούν όταν ο καλός γιατρός κληρονομήσει την έπαυλη της οικογένειας στην Τρανσυλβανία. Ο ίδιος θα ταξιδέψει έως εκεί για να δει την περιουσία του. Στην έπαυλη θα ανακαλύψει τις σημειώσεις του παππού του και θα αποφασίσει να ολοκληρώσει το έργο του. Όχι ότι θα πάνε όλα όπως θα έπρεπε… Η ταινία γυρίστηκε ασπρόμαυρη, ώστε να αποτίσει καλύτερα τον φόρο τιμής της στις κινηματογραφικές μεταφορές του μυθιστορήματος της Μαίρη Σέλλεϋ τη δεκαετία του 1930.
Δεν βλέπω τίποτα, δεν ακούω τίποτα (See No Evil, Hear No Evil – 1989)
Ο Τζιν Γουάιλντερ είχε πει ότι είχε σχεδόν μία σχέση τηλεπάθειας με τον Ρίτσαρντ Πράιορ. Το «Δεν βλέπω τίποτα, δεν ακούω τίποτα» ήταν η τρίτη ταινία στην οποία συνεργάστηκαν μετά το Ασημένιο τρένο (Silver streak, 1976) και το Τώρα… δεν μας σταματάει τίποτα! (Stir crazy, 1980) και η προτελευταία συνολικά. Σε αυτή, ο κουφός Σκιπ (Γουάιλντερ) και ο τυφλός Γουόλι (Πράιορ) ενοχοποιούνται για μία ληστεία τράπεζας που δεν διέπραξαν και προσπαθούν να βγάλουν μαζί μία άκρη, καταλήγοντας στο κατόπι των πραγματικών δραστών. Η ταινία μπορεί να μη διεκδικεί δάφνες για το σενάριό της, όμως η μοναδική χημεία μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών, τα gags τους (όπως η σκηνή στην οποία ο Γουόλι οδηγεί το αυτοκίνητο της διαφυγής, με τον Σκιπ να του δίνει οδηγίες) συν η ερμηνεία του νεαρού Κέβιν Σπέισι στον ρόλο ενός εκ της συμμορίας την κάνουν must-see.
Αντίο Ζερόμ, κάνε τον Θεό να γελάσει εκεί πάνω…!