Η Μαρίνα μπαίνει στο γραφείο μου με ύφος χιλίων καρδιναλίων και με μια παράξενη λάμψη στα μάτια. Τελευταία, την είχα συνηθίσει με ξινισμένα μούτρα και σε μόνιμη κατάθλιψη. Από τότε που μπήκε ο Δημήτρης στη ζωή της, όλα άλλαξαν. Νομίζω πως αν ο Γαλιλαίος είχε προφίλ στο Facebook θα του αποδείκνυε πως η ηλιοκεντρική του θεωρία είναι λάθος πριν καν επέμβει η Ιερά Εξέταση! Στο δικό της σύμπαν, ο κόσμος γυρνούσε γύρω από εκείνον. Μέχρι και ο χρόνος σταματούσε για πάρτη του. Ναι, βέβαια. Νέες θεωρίες, ξεχάστε ό, τι ξέρατε!
Ο έρωτας της Μαρίνας για τον Δημήτρη θύμιζε τα ανέκδοτα με τον Τσακ Νόρις. Όλα συνέβαιναν για χάρη του. Έλεγε ο Δημήτρης «έλα ντε» και η Μαρίνα ερχόταν. Ο Θεός συγχωρούσε, αλλά ο Δημήτρης ποτέ. Και κάπως έτσι πέρασε ένας χρόνος δυστυχίας και μιζέριας από την πλευρά της Μαρίνας, γιατί ο Δημήτρης μια χαρά περνούσε! Αλί στο κορόιδο! Μέχρι που πριν δύο βδομάδες, ο Τσακ, δηλαδή ο Δημήτρης, αποφάσισε πως τη βαρέθηκε και την έστειλε σπίτι της.
Για αρχή, η Μαρίνα κλείστηκε στο δωμάτιό της. Ούτε για δουλειά δεν πήγαινε. Επείγουσα αναρρωτική. Μετά, ξανάρχισε το τσιγάρο. Σκέφτηκε επίσης πως είναι καιρός για δίαιτα και έπαψε και να τρώει. Τέλος, αραίωσε τα τηλέφωνα. Απαντούσε μόνο αν την καλούσα εγώ και με ύφος του τύπου: «τι θες κυρά μου κι εσύ; Εδώ ο κόσμος χάνεται κι εσύ τον χαβά σου».
Η κοπέλα λοιπόν που κάθεται απέναντί μου και με κοιτά, αν και της μοιάζει τρομαχτικά, είναι διαφορετική και δεν μπορώ να προσδιορίσω το γιατί. Χώρια που φοβάμαι τι θα ακούσω!
«Ξέρεις, νιώθω ελεύθερη» σπάει τελικά τη σιωπή της.
«Δηλαδή;» ρωτάω με ύφος μάλλον βλακώδες.
«Τις πρώτες μέρες νόμισα πως θα πεθάνω μακριά του, μα ξέρεις τι κατάλαβα; Μου έφυγε ένα βάρος. Ένα τεράστιο βάρος που δεν ξέρω πώς άντεξα. Πώς να στο πω; Ήταν λες και είχα πέσει σε χειμερία νάρκη και ξύπνησα!»
Τα μάτια της λάμπουν. Να τη πάλι αυτή η λάμψη, μόνο που αυτή τη φορά καταλαβαίνω τι εννοεί.
Είναι φορές που ερωτευόμαστε τόσο τυφλά, τόσο παράφορα που δεν βλέπουμε μπροστά μας. Είναι οι φορές που η λογική μας πάει περίπατο και το λάθος μοιάζει σωστό, ακόμα κι όταν όλα κραυγάζουν το αντίθετο. Και ξαφνικά, συμβαίνει το αναπάντεχο, όχι απαραίτητα το μεγάλο, όχι απαραίτητα το σπουδαίο, αλλά αυτό που σε κάνει να δεις την απόλυτη αλήθεια: ο άνθρωπος που έχεις απέναντί σου σε κάνει δυστυχισμένο κι όμως, για λόγους που μόνο εσύ κατανοείς – καμιά φορά ούτε κι εσύ – μένεις σε μια νοσηρή πραγματικότητα. Μα επιτέλους, μια ωραία πρωία τα καταφέρνεις και δραπετεύεις!
Και είναι τόσο δυνατό αυτό το συναίσθημα, που έχει έντονο το άρωμα της ελευθερίας. Για την ακρίβεια, της ξέφρενης ελευθερίας! Είναι ίσως ο καιρός που χάθηκε και τώρα βλέπεις πως δεν άξιζε τον κόπο, είναι ίσως τα δάκρυα που έχυσες και τώρα θεωρείς πως πήγαν χαμένα. Πάνω απ’ όλα όμως είναι που κατάλαβες πως φυλάκισες την ψυχή σου σε κάτι ατελέσφορο και τώρα είναι καιρός να πας παρακάτω πιο δυνατή από ποτέ. Κι αυτό είναι κάτι που δεν θα καταλάβει ποτέ όποιος για χάρη του έρωτα δεν έπιασε πάτο…