Χριστέ μου είμαι κομμάτια – κάθε κομμάτι του κορμιού μου πονάει, κάθε τμήμα πάλλεται και δονείται και χρειάζομαι απεγνωσμένα να ξεκουραστώ.
Μα εγώ είμαι ακόμη εδώ. Και κάθομαι μόνος στο σκοτάδι και κοιτάζω τα αστέρια. Πέφτουν απόψε οι Περσείδες και περιμένω να πιάσω καμιά ευχή, μια ευκαιρία για να ευχηθώ ξανά για αυτό που εύχομαι κάθε φορά που πέφτει ένα αστέρι: για μια ζωή ευτυχισμένη – για μια ζωή γεμάτη ευτυχία. Αλήθεια. Αυτή είναι η ευχή μου, κάθε μα κάθε φορά.
Και η αλήθεια είναι ότι το Σύμπαν με ακούει και μου δίνει ακριβώς αυτό που του ζητάω. Μου σερβίρει σε ασημένιο δίσκο την ευτυχία και με τολμάει να την αρπάξω και να της δοθώ. Και το βλέπω γύρω μου παντού και πάντα. Μου κλείνει το μάτι στο τελευταίο τσιγάρο, στο πάτο της τσικουδιάς, και στις άδειες σελίδες των βιβλίων που έχω ακόμη να γράψω.
Σου έχει τύχει ποτέ μπέμπα να είσαι τόσο κοντά στην αληθινή ευτυχία; Να χαϊδεύεις πονηρά με την γλώσσα σου τα χείλη αυτής της πρόστυχης πουτάνας της Ευτυχίας; Να την ακούς να βαριανασαίνει και να αναστενάζει ενώ εσύ καταθέτεις την λατρεία σου για εκείνη στον βωμό του έρωτα της; Μ’ ακούς που σου μιλάω;
Μ’ ακούς;
Ασημένιες, κόκκινες, και πράσινες φωτοβολίδες περνούν μπροστά απ’ τα μάτια μου και το διαλυμένο κορμί μου αιωρείται στις κλωστές του Σύμπαντος κι ταξιδεύει ανάμεσα σε παράλληλες διαστάσεις και φτάνει στο πλάι σου και σε ρωτάει:
— Θέλεις να χτίσουμε καστράκια στην άμμο;
Ψήνεσαι; Να πάρουμε τα όνειρα μας και να τα ρίξουμε μαζί στο καζάνι μαζί με το μαγικό φίλτρο του μάγου και να τα βράσουμε και να βγάλουμε στην απόσταξη μια ξεκάθαρη εικόνα του τι είμαστε εμείς;
Εμείς.
Εγώ και εσύ που χαζεύαμε τα αστέρια και βλέπαμε το πως διαλυόντουσαν οι μετεωρίτες που τολμούσαν να περάσουν από τις Περσείδες, τα αστέρια του Περσέα. Αυτός ο ήρωας των αρχαίων χρόνων που πολέμησε τους φόβους του και τους υπερνίκησε κοιτώντας την αντανάκλαση τους.
Την αντανάκλαση του φόβου του.
Είδα σε ένα όνειρο εσένα και εμένα να ασπαζόμαστε και να χαιρετιόμαστε σαν δυο παλιούς και αγαπημένους εραστές – σαν δυο άτομα φονιάδες, φονιάδες του εαυτού τους και του εγωισμού τους, που κυλούσαν στα λευκά σεντόνια με την ίδια ευτυχία που κυλιούνται τα γουρούνια μέσα στην λάσπη. Και όταν μας βρήκε το πρωί, να παίζω με τα πρησμένα απ΄ την εγκυμοσύνη βυζιά σου, να γελάμε, να γελάμε ρε μπέμπα σα μικρά παιδιά και να φωνάζουμε “τα καταφέραμε!” ένιωσα στο όνειρο μου ότι χάιδεψα την ευτυχία που κρύβεται στα τόσα πεφταστέρια. Ότι σκουντώντας την φουσκωμένη, υπέροχη κοιλίτσα σου, και ρωτώντας σε για το πως νιώθεις για το Άλιεν που κινείται μέσα σου – για την ζωή που φουσκώνει μέσα σου, ένιωσα ότι για μια στιγμή μπορώ εγώ, ο ταπεινός δούλος της μοίρας μου, να νιώσω ότι εν μέρη, κατά το ήμισυ τουλάχιστον, έδωσα και εγώ τόπο στο να γεννηθεί ζωή. Να παραχθεί φωτιά και ζωή από την ένωση δυο ψυχών, δυο σπλάχνων, δύο ερωτογενής ζωνών.
Στον βωμό σου κατέθεσα την ψυχή μου και σαν μια πιο τριχωτή Ιφιγένεια έσφαξα τον λαιμό μου και έβλεπα από το πορφυρό μου αίμα να πετάγονται κρίνοι, κερασιές, και άλλα πολλά λουλούδια. Και από το άνθος αυτών να βλέπω να πετάγονται πέταλα που πετάνε στο αέρα και σκορπίζονται και πεθαίνουν και γίνονται αστερόσκονη που χορεύει κόντρα στο απέραντο μαύρο, στην άβυσσο της υπεραιωνιότητας που προσπαθεί μάταια να χωρέσει τον έρωτα μας.
Όσο μακριά και να είσαι, όνειρο μου, ψυχή μου – μάτια μου και κομμάτια μου – θέλω να ξέρεις κάτι και να τα κατέχεις καλά και βαθιά μέσα στο είναι σου: Έχω γνωρίσει πολλές γυναίκες και κάποιες απ’ αυτές τις αγάπησα, και της αγάπησα μάλιστα πολύ, σχεδόν τόσο όσο με αγάπησαν κι αυτές: αλλά απ’ αυτές νιώθω ότι μονάχα εσύ καταφέρνεις να με κάνεις να νιώθω κοντά σου σα μικρό παιδί που κοιτάει το πάντα με ανοιχτό το στόμα και μα απορία στην ψυχή. Εσένα – όπου και να είσαι, όσο μακριά ή κοντά και να είμαστε – θα σε αγαπώ για όλη μου την ζωή.
Για όλη μου την ζωή. Στ’ ορκίζομαι.
Όσο κι να διαρκέσει αυτή.
Έχω κάτσει κάτι βράδια να βλέπω τα ίδια αστέρια που βλέπεις εσύ σε μια άλλη πόλη, σεμ ια άλλη χώρα, και να στέκομαι στην άκρη του γκρεμού με ένα 45άρι στο στόμα και να κλαίω καυτά δάκρυα και να θέλω να τινάξω τα μυαλά μου στο αέρα μπας και σωπάσει, μπας και ηρεμήσει για πέντε λεπτά η ψυχή μου. Η γεύση του οξύ και του μετάλλου γέμιζε το στόμα μου και ήθελα σα τον διψασμένο το νερό να τραβήξω την σκανδάλη και να θέλω σε μια βροχή από αίμα και πυρ και μπαρούτι να τιναχτούν τα πάντα στον αέρα και να ξαπλώσω, διαλυμένος, και να ξεκουραστώ για πάντα.
Και δεν μπορώ να ξεχάσω πόσο έκαιγαν τα δάκρυα μου και πόσο φοβόμουν να πεθάνω και πόσο είχα ανάγκη μια “καληνύχτα” σου ώστε να ξέρω ότι μπορώ να κοιμηθώ, για πάντα, και να ηρεμήσει η θάλασσα μέσα μου.
Και το πήρα απόφαση ότι απόψε θα πεθάνω. Κι το σώμα μου το πάλευε – ξερνούσε αίμα και κομματιασμένα γυαλιά και σε έβλεπα που σιωπηλά πονούσες και εσύ. Υπέφερες και μάτωνες και με κοιτούσες στα μάτια και ήξερες ότι έφευγα και με παρακαλούσες, “Σε παρακαλώ – μείνε λίγο ακόμα: για μένα. Δεν σε αφήνω να φύγεις. Όχι ακόμα. Μην πας εκεί που δεν μπορώ να σε ακολουθήσω.”
Και εγώ, παίδες, κατάπια το πικρό φαρμάκι και τράβηξα την σκανδάλη.
Μα αντί σφαίρας και θανάτου, πετάχτηκε από την κάννη μια ανθοδέσμη από γαλάζια και λευκά λουλούδια. Γύρω μας χορεύανε τα πέταλα στο φως τις χαραυγής και πιο μακριά ακουγόταν το κύμα να σκάει και να φιλάει με πάθος την ακτή.
Όσο και να ήθελα να πεθάνω εκείνο το βράδυ, κατάλαβα πως η ζωή έχει τόσα ακόμη να μου δείξει και να μου διδάξει. Μυρίζοντας τα μπουμπούκια που άλλοτε θα μου θέριζαν τα μυαλά και την ψυχή κατάλαβα ότι όσο όμορφο μπορεί να ακούγεται το να ασπαστείς το σκοτάδι και να χαθείς στο υπερπέραν υπάρχουν ακόμη άλλοι τόσοι λόγοι να συνεχίσεις τον αγώνα. Να δεις άλλη μια χαραυγή. Γιατί; Γιατί άντε γαμήσου – η ζωή είναι ωραία. Με τα πάνω και τα κάτω της είναι ότι πιο έντονο πράγμα θα ζήσεις στην ζωή σου. Θα σε δέρνει άλλοτε, θα σε χαϊδεύει άλλοτε, και κάποιες στιγμές μπορεί και να σε πιπώνει.
Ακούστε με λίγο και ακούστε με καλά.
Τέλος τα πεφταστέρια και οι ευχές και οι μαλακίες.
Όλοι πεθαίνουμε, άλλοι πιο γρήγορα, άλλοι πιο αργά: αλλά πολλοί λίγοι από εμάς αποφασίζουμε πρώτου γίνει αυτό, να ζήσουμε.
Και εγώ, μάγκες, διαλέγω το φως.
Διαλέγω τα ανοιχτά παράθυρα, την χαρά της ζωής, και τους πολλαπλούς οργασμούς. Διαλέγω να παίρνω φωτιά και να πυροδοτούμαι και να να χαζεύω τα αστέρια περιμένοντας τα μελτέμια να έρθουν και να σκορπίσουν τα κομματάκια μου στις τέσσερις γωνιές του κόσμου.
Κάθομαι μόνος σε ένα δωμάτιο, απάνω σε λευκά σεντόνια και κοιτάζω τ’ αστέρια, κι εύχομαι να ήμουν κουρνιασμένος στην αγκαλιά σου.
Τόσο απλά.