Ποτέ δεν μου άρεσαν πραγματικά οι Απόκριες. Όχι γιατί απεχθάνομαι τον ταραμά και τη λαγάνα, το αντίθετο. Απλά απεχθάνομαι τις μάσκες. Εξαιρουμένων εκείνων τις ομορφιάς.
Καθημερινά επιβεβαιώνεται η υποψία μου ότι ζούμε σ’ ένα διαρκές καρναβάλι. Το κακό είναι ότι το εν λόγω καρναβάλι από κέφι είναι πάτος και από διασκέδαση, άντε και καλά σαράντα. Οπότε η όποια επισημοποίησή του μάλλον χειροτερεύει την ήδη δύσκολη κατάσταση.
Έχουμε γεμίσει καρνάβαλους. Το βεστιάριό τους είναι πιο πλούσιο από εκείνο του Εθνικού Θεάτρου και η εναλλαγή από κολομπίνα σε Κινέζο πιο εύκολη από το πέρασμα από την κατηφόρα στην ανάπτυξη.
Στο δικό μας διαρκές καρναβάλι δεν υπάρχει στολή που να βγάζει γέλιο, άπειρες όμως, είναι αυτές που απογειώνουν τη γελοιότητα. Η στολή του εθνοσωτήρα με πλούσια στοιχεία εθνικής παλιγγενεσίας, ζιγκούνια και κεφαλόδεσμους, τσαρούχια και πολλά … φέσια. Η στολή του αγωνιστή που με καρό πουκαμισάκια, πύρινη γλώσσα και μαλλί σκουλί ολοκληρώνει την αμφίεση με μπόλικα… μούσια. Η στολή του αγανακτισμένου με μύτη Πινόκιο, που κανένας Φουστάνος δεν μπορεί να σουλουπώσει και τσέπες ξέχειλες από τιμημένο με ιδρώτα λαμογιάς, χρήμα και η ποικιλία δυστυχώς είναι ανεξάντλητη.
Και αν πιστεύετε ότι με ενοχλεί μόνο η αποκριά της πολιτικής ζωής, ομολογώ ότι η χειρότερη απ’ όλες είναι εκείνη της καθημερινότητας. Μιας καθημερινότητας που μάσκες , καπέλα και καραμούζες από άδειους ανθρώπους καθιστούν την ρουτίνα της κάθε ημέρας ένα κακόγουστο πατρινό καρναβάλι.
Η παρέλαση των αρμάτων περιλαμβάνει αδέκαστους και αμόλυντους έτοιμους να περάσουν από το καθαρτήριο ορδές ανθρώπων, που θυσιάζονται στα άνευρα άρματα χαζοχαρούμενων πάνελ. Άρματα που υποδύονται τον πολιτισμό και την τέχνη γεμάτα φρου –φρου και αρώματα ατάλαντων μασκαράδων. Άρματα με θέμα την αγάπη και τη φροντίδα που δεν είναι τίποτε άλλο παρά πλυντήρια μαύρου χρήματος και συναισθήματος.
Οι χειρότεροι όλων, όμως, είναι οι μασκαράδες της ψυχής. Πρόσωπα αλλοιωμένα σαν ληγμένα γιαούρτια, από το μακιγιάζ, που κάτω από τόνους make up κρύβουν τόνους ρυτίδων, βαθιά γεράματα αλλά το χειρότερο βαθιά μεσάνυχτα σε σχέση με ό,τι τους περιβάλει. Είναι εκείνοι που εμφανίζονται ως οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, οι «δικοί» μας που στην πραγματικότητα είναι οι γυμνοί βασιλιάδες του Άντερσεν, ανίκανοι να υποστηρίξουν, ως λέγεται και εις τη στυλιστική γλώσσα, το ένδυμα που φοράνε, γιατί απλά δεν είναι δικό τους.
Όταν αποφασιστεί η κατάργηση της καθημερινής μασκαράτας και θεσπιστούν πάρτι και γλέντια ειλικρίνειας και αλήθειας, καλέστε με. Θα φέρω το ποτό μου και αν έχει και μπουφέ καμιά τσανάκα ιμάμ μπαϊλντί για μεζεδάκι. Όχι τίποτε άλλο, αλλά μπαΐλντισα με τους πρίγκιπες που ζέχνουν και τις νεράιδες από τη χώρα του Τίποτα-Τίποτα.
Ας πετάξουμε τις μάσκες. Ιδρώνουν το πρόσωπο και δεν το αφήνουν να ανασάνει. Στη γιορτή της προσωπικής αλήθειας μπορούν να έρθουν μόνο όσοι αντέχουν. Γιατί δυστυχώς το δήθεν σε « προστατεύει» , ενώ η αλήθεια σε απογειώνει και οι υψοφοβικοί θα καταρρεύσουν.