Ό,τι ονειρεύτηκα τόσα και τόσα βράδια,
Ό,τι πεθύμησα με τόση αλλοφροσύνη,
ό,τι σχεδίασα με τόσο πυρετό,
μόλις σε δω, γλυκιά μου εξουθένωση,
στα μάτια και τα χείλη το αναστέλλω,
για μια στιγμή πιο απελπισμένη το αναβάλλω,
γιατί μονάχα όταν τα χέρια μου σε χάνουν,
η πονεμένη μου φαντασία σε κερδίζει.
Ντίνος Χριστιανόπουλος
Ο αέρας λυσσομανούσε εκείνο το βράδυ. Λες και το έκανε επίτηδες. Έμπαινε μέσα από τα σπασμένα παράθυρα και έπεφτε με μανία πάνω της. Το σφύριγμα που προκαλούσε καθώς περνούσε μέσα από τις ρωγμές θαρρείς και ήταν ειρωνικό γέλιο. Εκείνη πεσμένη στο πάτωμα. Γυμνή. Είχε κουλουριαστεί αγκαλιάζοντας σφιχτά το κορμί της. Δεν την ένοιαζε για εκείνη. Όχι. Την καρδιά της ήθελε να προστατέψει. Ήταν ό,τι της είχε απομείνει και ήθελε να τη διατηρήσει ζωντανή. Να μην την πειράξει τίποτα. Φτιαγμένη από ατόφιο χρυσάφι κρυμμένο κάτω από πηχτό αίμα. Κάθε φορά που κάτι την πονούσε το αίμα καυτό έλιωνε ένα κομμάτι από το χρυσό. Ούρλιαζε από τους πόνους την ώρα που έρεε στις φλέβες της και αναζητούσε έξοδο μέσα από τους πόρους του κορμιού της.
Πεσμένη στο πάτωμα περίμενε την εξόντωση της. Της ίδιας. Όχι της καρδιάς της! Γι αυτό έσφιγγε τα χέρια της με δύναμη,τόσο που της έκοβαν την ανάσα.
Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει’ μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.
Ν.Καζαντζάκης
Η Ψυχή γυμνή, στη μέση ενός άδειου δωματίου προστάτευε την καρδιά της από την παγωνιά της νύχτας.
Πάνω από το γυμνό κορμί της έστηναν χορό οι δαίμονες της. Η τσιριχτή φωνή τους της έσπαγε τα τύμπανα. Έσφιγγε τα δόντια της και περίμενε καρτερικά να σταματήσουν. Έπρεπε να προστατέψει την καρδιά της από εκείνους. Φαντάσματα του παρελθόντος της. Ό,τι δεν είχε συγχωρέσει. Ό,τι δεν είχε ξεχάσει. Ό,τι την είχε πονέσει επέστρεφαν κάποια βράδια μοναξιάς για να της θυμίσουν. Να την προκαλέσουν. Να αρπάξουν την καρδιά της και να αφήσουν το κορμί γυμνό και παγωμένο. Χωρίς ανάσα!
Κάθε φορά που επέστρεφαν ψιθύριζαν το ίδιο ατέρμονο τραγούδι. Στριφογύριζαν στο άδειο δωμάτιο και χόρευαν:
Από τον παράδεισο στην κόλαση ένας αναστεναγμός
Από την ηδονή στην οδύνη ένας αναλφάβητος αναγραμματισμός.
Από το πάθος στο λάθος ένα γράμμα που εξεράγει.
Από την ανασφάλεια στην ασφάλεια ένα “αν” που περισσεύει.
Από το φως στο σκοτάδι.
Από το καυτό στο παγωμένο.
Μια ανάσα.
Η Ψυχή αντιστεκόταν σθεναρά. Η καρδιά δάκρυζε σε κάθε ανάμνηση που τη χτυπούσε. Το παρελθόν κρυμμένο στη γωνία άπλωνε το χέρι ικέτης για συγχώρεση. Παλεύοντας με τους δαίμονες της η Ψυχή δεν το έβλεπε.
Αν δε συγχωρέσεις το παρελθόν σου είσαι ανίκανος να γευτείς το παρόν σου και να προχωρήσεις στο μέλλον σου.
Εκείνο το βράδυ, όμως, όλα άλλαξαν, κοίταξε το παρελθόν της κατάματα. Κάθε λάθος, πάθος, ένταση, προδοσία της προκαλούσε ρίγος. Ο άνεμος τότε πήρε μορφή άπλωσε τα χέρια και την προκάλεσε να σηκωθεί:
Να γίνεσαι διάφανος.
Αέρας.
Να μην μπορεί τίποτα να σε αγγίξει.
Άτρωτος.
Να στροβιλίζεσαι στο σκοτεινό δωμάτιο χορεύοντας με τους δαίμονες σου..
Μπορείς;
Τότε η Ψυχή σηκώθηκε. Το γυμνό κορμί της δεν κρύωνε πια. Η καρδιά της χτυπούσε με τέτοια δύναμη που έκανε το αίμα να τρέχει σαν τρελό στις φλέβες της.
Επιθυμία!
Για πρώτη φορά αντίκρισε τους δαίμονες της στα μάτια. Εκείνοι τότε άρχισαν σαν τρελοί να τρέχουν μέσα στο δωμάτιο. Ήθελαν να την ξεγελάσουν. Δεν μπορούσαν όμως. Μια Ψυχή με μια δυνατή καρδιά δεν μπορούν να ηττηθούν. Το φως τους, τους διέλυσε.
Το δωμάτιο άδειο ξανά με μια σιωπή που έμοιαζε με λύτρωση.
Η Ψυχή άρχισε να γελάει. Κατάφερε να χορέψει με τους δαίμονες της και έπειτα να τους κοιτάξει. Τότε μόνο κατάφερε να διαπιστώσει την ανυπαρξία τους. Πήρε φόρα και πετάχτηκε έξω από το άδειο δωμάτιο. Η καρδιά της διψούσε για αγάπη.
Φυγάς από ό,τι την τρόμαζε.
Φυγάς από ό,τι την πλήγωνε.
Φυγάς από την πραγματικότητα που δεν της ταίριαζε.
Φυγάς από τους δαίμονες της.
Φυγάς για τη δική της σωτηρία.
Για να μπορέσει πάλι να ζήσει, να ερωτευτεί, να αφεθεί…
Η ζωή χρειαζόταν μια ψυχή που χόρευε με δαίμονες για να γίνει ενδιαφέρουσα…