Μπαίνει ο Μήτσος μέσα στο γραφείο και με χαμόγελο μέχρι τα αυτιά φωνάζει με δυνατή φωνή
«Καλό χειμώνα σε όλους».
Ο αντίλαλος του στο κενό του γραφείου μια και δεν είχαν επιστρέψει όλοι από τις διακοπές έκανε τη φράση να ακούγεται κατ’ επανάληψη (οϊμέ).
«Καλό χειμώνα, χειμώνα, μώνα, νααααα».
Κάποιοι ούτε γύρισαν να τον κοιτάξουν. Ο Λουκάς έδειχνε στα παιδιά κάτι καινούρια γκομενάκια που είχε γνωρίσει στην Πάρο. Η Μαρία παραδίπλα ήταν ακόμα κουρασμένη. Κυνηγούσε τα παιδιά στην παραλία, πού να ξεκουραστεί. Επιτέλους στο γραφείο θα ηρεμούσε και λίγο το κεφάλι της. Η Λίτσα έπαιζε με το στυλό της αδιάφορα και σκεφτόταν τις υπέροχες μέρες στο νησί με το Θανάση. Ήταν οι πρώτες τους διακοπές μαζί και πέρασαν μέλι όπως έλεγε πριν λίγο στη Σοφία που καθόταν στο διπλανό γραφείο. Πού μυαλό το Λιτσάκι για δουλειά. Είχε ακόμα και αυτή τη ζέστη.
«Παιδιά δε με ακούτε; Είπα καλό χειμ…..»
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του. Ο Μήτσος βρέθηκε στο υπερ-πέραν. Προσπάθησε να φωνάξει αλλά μάταια. Λες και κάποιος του είχε δέσει τη γλώσσα κόμπο. Τότε πέφτει κάτω. Σαν να τον βούτηξε ένα αόρατο χέρι και να το πέταξε στο πουθενά. Ανοίγει τα μάτια του. Δεν υπήρχε κανείς. Μόνο να..κρύωνε λιγάκι. Έψαξε να βρει κάτι να σκεπαστεί αλλά τζίφος.
« Τι ψάχνεις;» του λέει μια βροντερή φωνή, «είναι Αύγουστος, έχεις τα χειμερινά ακόμα στο πατάρι χαϊβάνι».
«Μα κάνει…»
«Κρύο;»…
«Παιδιά πού πήγε ο Μήτσος» φώναξε η Σοφία ανήσυχη. «Τώρα δεν μπήκε μέσα και κάτι μας ευχήθηκε; ».
«Ποιος Μήτσος;», διερωτάται με ύφος στοχαστή η Λίτσα δίπλα της « Εδώ σου λέω για το Θανάση. Ααααχ Θανάση! ».
«Παιδιά δεν θα το πιστέψετε, νομίζω ότι βλέπω το Μήτσο στη γυάλα που έχουμε με τον Άι Βασίλη, αυτή που όταν την κουνάς χιονίζει και ξεχάσαμε να κατεβάσουμε με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια στην αποθήκη». Είπε ξαφνιασμένη η Θάλεια που μόλις μπήκε κουνιστή και λυγιστή στο γραφείο. Είχε αργήσει λίγο, «περίοδος προσαρμογής κύρ Προϊστάμενε» έλεγε τις προάλλες με θρασύτατο ύφος όταν της έγινε παρατήρηση.
«Ποια γυάλα καλέ; Μουρλή είσαι; Δεν πας να σε δει κανείς γιατρός;» είπε ο Λουκάς φανερά ενοχλημένος.
Η Μαρία τότε σηκώθηκε μονολογώντας «τι λέει τούτο το ζαβό;» και τον είδε. Ναι, το Μήτσο με κολλημένο το πρόσωπο του στη γυάλα, τόσο που η μύτη του είχε παραμορφωθεί και τα μάτια του φαινόταν τεράστια.
«Καλέ αλήθεια λέει αυτή. Ο Μήτσος είναι μέσα στη γυάλα, κάτι προσπαθεί να πει. Είναι μπλε από το κρύο».
Μαζεύτηκαν όλοι γύρω από τη γυάλα και προσπαθούσαν να καταλάβουν τι δουλειά έχει ο Μήτσος εκεί.
Ο Μήτσος, από μέσα, έβλεπε τους άλλους να έχουν μαζευτεί γύρω του και να τον κοιτάζουν. Κάτι έλεγαν αλλά δεν άκουγε. Βούιζε ο αέρας εκεί μέσα. Το χιόνι έπεφτε πάνω του και τον πάγωνε ακόμα περισσότερο .
«Χειμώνα δεν ευχήθηκες Αύγουστο μήνα; Καλά να πάθεις, κάτσε τώρα και κρύωνε με τα καλοκαιρινά ρούχα που φοράς» είπε χαιρέκακα ο χιονάνθρωπος που ήταν στη μέση της γυάλας.
«Ρε παιδιά, δεν είμαι αξιοθέατο βγάλτε με από εδώ» φώναζε ο Μήτσος
«Αχ! Αυτός κάτι λέει» είπε η Σοφία και κόλλησε το αυτί της στη γυάλα.
«Μηηηη το κουνάς, ηλίθια είσαι; Πέφτει και άλλο χιόνι» έσκουζε ο Μήτσος.
Τότε ο Λουκάς παίρνει την απόφαση να πετάξει τη γυάλα στον τοίχο να σπάσει και να βγάλουν το Μήτσο από εκεί μέσα. Τη βουτάει και…..
«Όοοοχιιιιιι θα κάνω καρούμπαλο αν την κοπανήσεις στον τοίχο» πρόλαβε να πει ο Μήτσος και…….
«Τι μας ευχήθηκες εσύ πριν από λίγο; Δεν άκουσα» είπε το Λιτσάκι στο Μήτσο. Εκείνος αποσβολωμένος την κοίταξε. Πού είναι η γυάλα. Τα χέρια του δεν είναι παγωμένα.
«Κάνει ζέστη, κάνει ζέστηηηη» φώναξε ο Μήτσος και έπιανε τα χέρια και τα πόδια του.
«Σας το είπα ότι κάτι δεν πάει καλά με αυτόν τον τελευταίο καιρό αλλά δε με ακούγατε» είπε ο Λυκούργος χαμηλόφωνα.
Τότε κοιτάζει τη γυάλα, ήταν ακόμα πάνω στη βιβλιοθήκη. Για μια στιγμή του φάνηκε ότι είδε το χιονάνθρωπο να του χαμογελάει χαιρέκακα.
«Καλό….καλό…καλό υπόλοιπο καλοκαιριού σε όλους». Φώναξε «Έχουμε καιρό για το χειμώνα».
Γι αυτό πριν ευχηθείτε καλό χειμώνα σκεφτείτε το… 😉