Καθισμένος στο μικρό μου δωμάτιο, με τον υπολογιστή αγκαλιά και συντροφιά τους ήρωες του παραμυθιού μου, νιώθω μια παιδική νοσταλγία και την ανάγκη για ένα μήνυμα. Συνειδητοποιώ πως χρόνια τώρα χρωστάω ένα γράμμα στους ανθρώπους που με μεγάλωσαν. Στους ανθρώπους που με κράτησαν στα χέρια τους μέχρι την ηλικία των έξι ετών, πριν με δώσουν στη συνέχεια στους πραγματικούς μου γονείς.
Ήταν δίπλα μου στις πρώτες μου λέξεις, στα πρώτα μου βήματα, στην πρώτη βόλτα με το μικροσκοπικό μου ποδήλατο. Ήταν εκεί στον πρώτο μου πυρετό, στο πρώτο μου δόντι, στην πρώτη μου αταξία.
Τους θυμάμαι χαρούμενους, που επιτέλους είχαν ένα παιδί στο σπιτικό τους, ένα παιδί να αγαπούν και να προσπαθούν να του προσφέρουν ό,τι μπορούν. Ήξεραν όμως ότι δεν θα το είχαν για πάντα. Ήξεραν πως από στιγμή σε στιγμή θα έπρεπε να με επιστρέψουν. Θα έπρεπε να με αποχαιρετίσουν και να συναντηθώ, μόνιμα πια, με τους αληθινούς μου γονείς, τον πραγματικό μου μπαμπά και την πραγματική μου μαμά.
Λίγο πριν τακτοποιηθούν οι τελικές εκκρεμότητες και οι γονείς μου απελευθερωθούν από όσα τους απαγόρευαν να είμαι κοντά τους από την πρώτη ημέρα της ζωής μου, οι άνθρωποι αυτοί έγιναν οι πνευματικοί μου γονείς. Έγιναν οι υπέροχοι νονοί μου.
Και μου πήρε πολλά χρόνια να καταλάβω πόσο σημαντικό ήταν αυτό για εκείνους…
Θυμάμαι αμυδρά την ημέρα του αποχαιρετισμού. Στην αυλή του μικρού τους σπιτιού, μιας μονοκατοικίας στη Δραπετσώνα. Ήταν πρωί νομίζω. Οι γονείς μου είχαν έρθει από νωρίς. Ετοίμασαν τα πράγματα μου, βγήκαμε έξω και οι νονοί μου με αγκάλιασαν. Για τελευταία φορά! Ήρθε το ταξί, φορτώσαμε τα πράγματα μου και κατευθυνθήκαμε για το λιμάνι του Πειραιά. Εκεί, ένα πλοίο θα με πήγαινε στην Ύδρα, να συναντήσω τους αληθινούς μου θείους, γιαγιάδες, ξαδέλφια, το αληθινό μου σπίτι.
Εκείνη τη ήμερα, έμαθα μετά από χρόνια, ο νονός μου δεν μπήκε στο σπίτι του παρά μόνο αργά το βράδυ. Μόλις έκλεισε η πόρτα του ταξί που με πήρε μακριά τους, έφυγε και εκείνος από την αυλή και επέστρεψε όταν έπρεπε να πάει στο κρεβάτι, και στη νονά μου, που είχε τρομάξει από τις έντονες απουσίες εκείνης της ημέρας…
Η πορεία μου από τότε και ύστερα δεν έχει σημασία. Σίγουρα πάντως δεν ήταν εύκολη. Για αυτό και ξεκίνησα να γράφω. Και τώρα, μεγάλος πια, άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια συναισθήματα πρωτόγνωρα και αναμνήσεις ξεχασμένες.
Για αυτό και ξεκίνησα να γράφω παραμύθια. Για να μπορώ να συναντώ το αγόρι που «άργησε» να συναντήσει τους γονείς του. Για να γλυκάνω τις πληγές του, για να το λυτρώνω από όσα κουβαλάει μέσα από τις λέξεις μου. Και αυτή τη φορά, με το καινούριο παραμύθι, κατάλαβα ποια ήταν η ανάγκη μου να μιλήσω μέσα από αυτό για την ελευθερία και για τους ανθρώπους που φεύγουν από τη ζωή μας…
Χωρίς να το καταλάβω ήθελα να γράψω για το μεγαλείο του να αφήνεις ελεύθερο κάτι που αγαπάς, ακριβώς όπως με «άφησαν» και εκείνοι εκείνο το πρωινό και ας ήθελαν να με κρατήσουν δίπλα τους για πάντα.
Και θέλω να είμαι ειλικρινής. Άργησα να καταλάβω τι με ώθησε να γράψω αυτήν την ιστορία. Μου φαινόταν απλά όμορφη, γενικευμένη και τόσο τρυφερή ώστε να μπορέσει ο καθένας μας να βρει εκεί ένα δικό του κομμάτι. Αγνοούσα όμως πιο ήταν το δικό μου εκείνο κομμάτι.
Ένα απόγευμα, γύρω από ένα μοναστηριακό τραπέζι με μοναδικούς παρόντες τις εκδότριες μου, ένιωσα να φωτίζεται το μυαλό μου. Με άκουσα να λέω προφορικά τις κρυφές μου σκέψεις: «τι με έκανε τελικά να γράψω αυτό το παραμύθι, γιατί φορτίζομαι και νιώθω συγκινημένος κάθε φορά που το διαβάζω; Η απάντηση ήρθε σαν αστραπή. Για τους νονούς μου! Γιατί μου δίδαξαν τι σημαίνει αγαπώ, σέβομαι, αποδεσμεύω χωρίς ανταλλάγματα. Γιατί μου έμαθαν πως ό,τι αγαπάς, δεν το φυλακίζεις και πως, κάτι που φεύγει, μπορεί να έρθει πίσω με μια άλλη μορφή…
«Η χιονονιφάδα που αγάπησε το καλοκαίρι» είναι ένα παραμύθι που υπήρχε μέσα μου χρόνια. Δεν κατάφερε να βγει παρά μόνο τώρα που μεγάλωσα, τώρα που, τόσο οι γονείς μου όσο και οι νονοί μου, μεγαλώνουν και φοβάμαι ότι ίσως τους χάσω. Τώρα που έχω ανάγκη να δω όλη αυτή την ιστορία των παιδικών μου χρόνων με μια άλλη ματιά. Χωρίς λύπη, χωρίς θυμό, χωρίς ερωτηματικά.
Τώρα έχω ανάγκη να αγαπήσω κάθε λάθος στιγμή της ζωή μου. Να την αγκαλιάσω, να την νανουρίσω, να της δώσω την ερμηνεία που αξίζει. Τώρα έχω ανάγκη να δώσω χαρά στο μικρό εκείνο αγόρι που το θυμάμαι να μπαίνει σε εκείνο το ταξί και να πηγαίνει να συναντήσει έναν κόσμο που αγνοούσε ότι υπήρχε. Έναν κόσμο που δεν ήταν έτοιμος να το δεχτεί και να το αγκαλιάσει. Έναν κόσμο σκληρό, αδιάκριτο και άδικο. Δεν σημαίνει όμως ότι θα κάνω και εγώ το ίδιο. Δεν είναι αυτό τέλος που ονειρευόμουν για το τέλος της δικής μου ιστορίας.
Το δικό μου παραμύθι μιλάει για μια Χιονονιφάδα που «αγαπήθηκε» από ένα καλοκαίρι. Και δεν έχει καμία διαφορά από ένα μικρό αγόρι που αγάπησε όλα όσα κάποτε φοβόταν και του φαινόντουσαν απειλητικά…
Τα παραμύθια κρύβουν πάντα τις μεγαλύτερες αλήθειες. Και όποιος πιστεύει ότι τα παραμύθια είναι μόνο για τα παιδιά, είναι γελασμένος. Εμένα, ένα παραμύθι με κράτησε στη ζωή, τα παραμύθια συνεχίζουν και να μου δίνουν δύναμη. Γιατί τα παραμύθια κρύβουν πάντα τις μεγαλύτερες αλήθειες.
Και το συγκεκριμένο, μαζί με αυτό το γράμμα, είναι αφιερωμένο στους ανθρώπους που με μεγάλωσαν, στους ανθρώπους που κάποτε, έστω και κατά λάθος, αποκάλεσα μαμά και μπαμπά, και που τους αγαπώ το ίδιο δυνατά όσο και τους ανθρώπους που με έφεραν στη ζωή…