Συνήθιζε να διηγείται στους γείτονες και στους φίλους ιστορίες από τους εννιά μήνες της εγκυμοσύνης της. Ήταν γι’ αυτήν το μεγαλύτερο της κατόρθωμα πως κατάφερε να γεννήσει μιας και είχε ήδη στο ιστορικό της πολλές αποβολές και ο Γρηγοράκης, το στεφάνι της, ε δεν ήταν και κανένα λιοντάρι. «Ώριμο σύκο τον έλεγες στα εξήντα πέντε του, μην σου πω και σάπιο» έλεγε γελώντας πονηρά στην κυρά Θοδώρα την ψιλικατζού. «Εμένα απ’ την άλλη αραχνόγκαστρη με ανέβαζαν και με κατέβαζαν στη γειτονιά, έτσι φώναζαν αυτές που έπιαναν. αλλά δεν στέριωναν παιδιά». Το τι μαντζούνια είχε πιει, το τι πόνους είχε τραβήξει, άσε αυτήν τη σαραντόπιττα πόσες φορές την είχε φάει. Έφτασε επιτέλους κι εκείνο το ευλογημένο βράδυ όμως, που την έπιασαν επιτέλους οι πόνοι, όχι της αποβολής μα της γέννας κι όλη η γειτονιά σηκώθηκε στο πόδι απ’ τις φωνές της. Κατέφθασε άμεσα η κυρά Σπυρέττα η μαμή με το βαλιτσάκι της, μεγάλη η χάρη της πόσα παιδιά είχε ξεγεννήσει. Ήταν μια παγωμένη νύχτα του Φλεβάρη μα μες το σπίτι το τζάκι πύρωνε τα μάγουλα. Σαν χέλι ξεγλίστρησε το μωρό μέσα απ’ τα πόδια της και το κλάμα του ήταν η πιο γλυκιά μελωδία που είχε ποτέ ακούσει. Το φάσκιωσαν με τα σπάργανα και μέχρι να κατεβάσει η λεχώνα γάλα, του έδιναν μια κρέμα από αλεύρι, ζάχαρη και νερό βρασμένα.
Τούτο το παιδί έγινε η μόνη της έγνοια στη ζωή. Ήταν ο ανεκτίμητος θησαυρός της. Χαρά την ονόμασαν, απ’ το Χαραλαμπία που γιόρταζε τη μέρα που γεννήθηκε. Και η χαρά που έδωσε στη μάνα της ήταν η πιο μεγάλη που είχε ζήσει. Μέρα νύχτα ευχαριστούσε τα θεία, που της χάρισαν αυτό το πλάσμα και ευγνωμονούσε την Παναγία για τον ευλογημένο σπόρο, που μέσα της μετατράπηκε στο πιο μυρωδάτο λουλούδι. Σαν μωρό η Χαρά δεν βγήκε ποτέ από την αγκαλιά της μάνας της. Κολλημένη εκεί μέρα νύχτα ρουφούσε λαίμαργα το γάλα από τα τροφαντά της στήθη και νανουριζόταν με τον χτύπο της καρδιάς της και τη μελωδική της φωνή. Ο πατέρας, ο κυρ Γρηγοράκης ήταν απλός επισκέπτης. Σηκωνόταν τα πρωινά, ξυριζόταν κόντρα και περνούσε όλες σχεδόν τις ώρες του στο καφενείο. Μα εκείνη διόλου δεν την ένοιαζε. Ίσα ίσα που χαιρόταν να έχει τη μικρή Χαρά ολόδική της, να μη μπαίνει κανείς ανάμεσα τους. Τα χρόνια κύλησαν σαν νερό, γάργαρο και κελαριστό και η Χαρά έβγαλε τα πρώτα δόντια, έκανε τα πρώτα βήματα, είπε τις πρώτες λέξεις. Η μάνα της ήταν πάντα εκεί να την καμαρώνει και κάθε πρωί να λιβανίζει το σπίτι και να σταυροκοπιέται στο εικονοστάσι για την ευτυχία που της έφερε ο Θεός. Τεσσάρων χρονών πια η Χαρά είχε γίνει ένα στρουμπουλό κοριτσάκι με κόκκινα σαν μήλα μάγουλα και τσιριχτή φωνή. Ήταν πονηρή σαν αλεπού και ναζιάρα σαν γατούλα, μα ταυτόχρονα τόσο τρυφερή κι αγαπησιάρα. Όλους τους κατάφερνε να της κάνουν τα χατίρια μα πιο πολύ την μάνα της που φούσκωνε και ξεφούσκωνε σαν γαλοπούλα από την περηφάνια της. Στο νηπιαγωγείο η Χαρά ξεχώριζε, είχε πάντα κάτι έξυπνο να πει, ζωγράφιζε ομορφότερα από τ άλλα παιδιά και απήγγειλε με περισσότερη χάρη το ποίημα της στο τέλος της χρονιάς.
Ήταν λίγες μέρες πριν τις καλοκαιρινές διακοπές όταν η Χαρά ανέβασε υψηλό πυρετό ο οποίος επέμενε πιο πολύ από τον συνηθισμένο. Φώναξαν την κυρά Σπυρέττα που εκτός από μαμή εκτελούσε και χρέη γιατρού και αφού την παρατήρησε καλά καλά έβγαλε τη διάγνωση: οστρακιά. Μερόνυχτα στεκόταν από πάνω της η μάνα να της κάνει κομπρέσες με νερό και ξύδι, να της φιλάει τα χέρια και να προσεύχεται ασταμάτητα. Μα ο πυρετός είχε ‘έρθει για να μείνει και η μικρή τρανταζόταν απ’ τα ρίγη και τους σπασμούς σαν κούκλα πάνω στο κρεβάτι της. Δεν ήθελε να φάει και να πιεί και το κορμάκι της είχε γεμίσει κόκκινα εξανθήματα. Την τρίτη μέρα η μάνα πήγε να την τάξει στον Άγιο Χαράλαμπο. Προσκύνησε μπροστά απ’ την εικόνα του και κρέμασε στην κορνίζα της ότι χρυσαφικό και τιμαλφές είχε απ’ το γάμο της. Δεν ήταν πολλά αλλά οι ικεσίες της αμέτρητες: «’Aγιε μου μην αφήσεις να φύγει το παιδί μου, βασάνισε εμένα στη θέση του, κάνε να γιάνει το κοριτσάκι μου, είναι ότι έχω στη ζωή» παρακαλούσε γονυπετής. Στον γυρισμό της στο σπίτι μια τεράστια ανησυχία φούντωνε διακαώς μέσα της. Πέταξε τα παπούτσια της και άρχισε να τρέχει. Έσπρωξε το ξύλινο πορτόνι και αλαφιασμένη μπούκαρε στο υπνοδωμάτιο της μικρής. Το κεφαλάκι της γερμένο στο μαξιλάρι με το πρόσωπο γαληνεμένο και πάνω στα πόδια της η κυρά Σπυρέττα να οδύρεται. Έπιασε με τα δυο της χέρια το κεφάλι της που άρχισε να γυρίζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. «Δεν είναι αλήθεια, δεν μπορεί να με πρόδωσε η χάρη Του» μονολογούσε μέσα απ’ τα αναφιλητά της.
Ξημέρωσε η μέρα που έπρεπε να συνοδέψει το παιδί της στο καινούργιο του σπίτι. Υποβασταζόμενη παρακολούθησε την επικήδεια τελετή νιώθοντας απελπισμένα αβοήθητη. «Γιατί Θεέ μου μου τη δώρισες και μου την πήρες πίσω, τα δώρα δεν επιστρέφονται δεν το ‘ξερες;» ψιθύρισε κοιτώντας ικετευτικά τον ουρανό ενώ με τα χέρια ξερίζωσε το σταυρό απ’ τον λαιμό της και τον πέταξε στο υγρό απ τα δάκρυα χώμα.