Έρχονται κάποιοι άνθρωποι στην ζωή σου ξαφνικά και άηχα…
Έρχονται νύχτα ντυμένοι τα σκοτάδια τους…
Κουβαλάνε τις ρωγμές τους, σου δείχνουν τα «σπασίματα» τους και τις γρατσουνιές στην ψυχή τους. Άγγελοι έκπτωτοι με φτερούγες γκρίζες σαν χιόνι που πατήθηκε.
Δεν σου τάζουν τίποτα…
Απλώνουν το χέρι και διαλέγεις αν θες να γίνεις μέρος μιας… καταστροφικής αλλαγής εκ των έσω.
Κι εσύ… εσύ για πρώτη φορά δεν θα ακολουθήσεις την καρδιά σου… Όχι!
Θα την έχεις απλά μαζί σου σε αυτό το ταξίδι στο Τώρα.
Past is dust… Μια σκόνη στροβιλίζεται στο φτηνό φως που βγάζει το πορτατίφ της προσφοράς στο δωμάτιο του.
Μια σκόνη που για λίγο θα χορέψει στον αέρα που γεμίζει ανάσες.
Κοφτές ανάσες μια γκάβλας που σε διεκδικεί.
«Δική» σου είμαι, σου ουρλιάζει.
«Μη με φοβάσαι πια… Πείνασε, δίψασε, μα μείνε πεινασμένη και διψασμένη». Αυτοί οι άνθρωποι Δεν ζητάνε την προσοχή σου, την κερδίζουν.
Δεν ζητάνε το σεβασμό σου, είναι αναμφισβήτητος με την πρώτη ματιά.
Δεν ζητάνε ούτε την επιβεβαίωσή σου, ούτε την επιβράβευσή σου γιατί ξέρουν πως κατά εικόνα και ομοίωση φτιάχτηκαν όλοι οι μικροί Θεοί του ανθρώπινου σωτήρα!
Δεν θα παίξουν μαζί σου ο παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, μα του λιονταριού και της γαζέλας. Και στο τέλος η γαζέλα θα γλείψει τις πληγές του Βασιλιά νικημένη από πάντα στην ήττα μιας παράδοσης.
Είναι κάποιοι άνθρωποι που θα σε προκαλέσουν με μάτια λαμπερά να παίξεις μαζί τους καινούργια επικίνδυνα παιχνίδια με καθαρούς κανόνες.
“Θάρρος ή ψέματα;” θα σε ρωτήσουν γιατί θέλουν να δουν πόσο καλή είσαι να λες αλήθειες δειλές.
Δεν είναι εύκολοι άνθρωποι. Μη ξεγελαστείς και θαρρέψεις πως θα τους μερέψεις .
Μη γίνεις βλάσφημη και τους λατρέψεις σε είδωλα παλιών εραστών…
Μη τυχόν και βαλσαμώσεις το «μέσα» τους στολίδι στους τοίχους της λευκής τρέλας σου.
Αυτοί οι πολύτιμοι άνθρωποι έχουν περπατήσει σε πολλά ναρκοπέδια για να βρεθούν σήμερα στο πλάι σου και να «σκάσουν» με μια έκρηξη από αίμα σάρκα ιδρώτα και όνειρα μπροστά στα γυμνά σου πόδια.
Έχουν δώσει πολλές μάχες για να στέκονται μπροστά σου ολόκληροι και ατόφιοι.
Μάχες με Γη ιερή, με καπνό και σώματα που άγγιξαν παντού… ως τα μύχια, με άνεμο και θάλασσα, με ταξίδια αστρικά και με σελίδες από βιβλία που σε αυτά έστριψαν τσιγάρο να καπνίσουν… λέξεις ανείπωτες.
Είναι αυτοί οι άνθρωποι, που ποτέ δεν θα καταφέρεις να τους μάθεις απόλυτα, μα θα ξέρεις χωρίς καμία αμφισβήτηση, τι σε κάνουν να νιώθεις και πόσο απόλυτα πρέπει να σε αγαπήσεις.
Αν δεν σε αγαπήσεις ΠΩΣ τολμάς να λες ξένα «σ αγαπώ;»
Δεν ξέρω πώς τους λες εσύ αυτούς τους ανθρώπους…
Εγώ τους λέω απλά Κυνηγημένους Βασιλιάδες.
Δίχως παραμύθι να χωρούν μέσα…
Βασιλιάδες που αυτοεξορίστηκαν από Χρυσά Παλάτια σε δάση με φυλές που καίνε τα βράδια όλους τους Φόβους της προσευχής.
Συστήθηκαν σωστά.
Εδώ, τώρα, για όσο…
Εσύ… αντέχεις να κάψεις το στέμμα σου και το φιλάσθενο γαλάζιο αίμα σου στην ίδια φωτιά που εκείνοι καίνε κάθε μέρα το άφθαρτο κορμί τους;