Home / POINT OF U / Editors' view / Θέλω να αλλάξω τη ζωή μου… μ΄ένα γλυκό Millefeuille – Ελένη Λιόση

Θέλω να αλλάξω τη ζωή μου… μ΄ένα γλυκό Millefeuille – Ελένη Λιόση

milfeig.medium

«Πρέπει να είσαι η αλλαγή που θέλεις να έρθει» Μαχάτμα Γκάντι

Είναι βράδυ. Μεσάνυχτα και κάτι…

Αναρωτιέμαι γιατί ο απολογισμός της ζωής μου γίνεται τις περισσότερες φορές τη νύχτα. Ίσως γιατί όλα είναι πιο ήσυχα. Ίσως γιατί τα φώτα της πόλης προκαλούν μια μαγνητική έλξη των αισθήσεων.

Όταν ήμουν παιδί, αργά τις νύχτες απολάμβανα να παρατηρώ από το μπαλκόνι του σπιτιού μου τα αυτοκίνητα που διέσχιζαν φουριόζικα το δρόμο.

Ένα μπαλκόνι δίπλα στην εθνική οδό.

Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας και εγώ εκεί σε ένα καθημερινό αδιάλειπτο μεταμεσονύχτιο ραντεβού με τις σκέψεις μου, τα όνειρα μου, τους στόχους μου.

Έπλαθα ιστορίες για τους οδηγούς και σκεφτόμουν πως θα ήταν να περάσω μία μέρα της ζωής μου μαζί τους.

Αόρατος μάρτυρας του τέλος της διαδρομής. Εκεί που τους περιμένει μια ανοιχτή αγκαλιά από την υπομονετική γυναίκα που έχει βάλει τα παιδιά για ύπνο, από τον πολλά υποσχόμενο εραστή για μία νύχτα μαγική, στο λιμάνι του Πειραιά για βραδινές παραλαβές, στα ξενυχτάδικα της Ομόνοιας…

Από τότε με γοήτευε να παρατηρώ τις καθημερινές ζωές των ανθρώπων. Τόσο κοινές αλλά και τόσο ξεχωριστές.

Και μέσα σε όλες αυτές τις ζωές αναζητούσα τη δική μου. Ανοίγονταν τόσες επιλογές μπροστά μου και δεν μπορούσα παρά να αναρωτηθώ

«Ποια ζωή θέλω να ζήσω;»

«Πού θέλω να φτάσω;»

«Που θα με βγάλουν τα χιλιόμετρα του παλιού σκαραβαίου που καταπίνει η άσφαλτος;»

Χρόνια αργότερα (πώς περνούν τα άτιμα…) βρίσκομαι μεσάνυχτα και κάτι σε ένα μπαλκόνι του πέμπτου ορόφου δίπλα σε μία φωτισμένη πλατεία. Με θέα την Ακρόπολη.

Ένα ανεπαίσθητο αεράκι μου χαϊδεύει σαν αερικό το πρόσωπο και είναι η στιγμή που αναπολώ αυτό το δεκάχρονο κορίτσι που έστεκε κάθε βράδυ, ακοίμητος φρουρός στο μπαλκόνι δίπλα στην εθνική οδό.

«Ποια ζωή ζω;»

«Πού έφτασα;»

«Πού με έβγαλαν τα χιλιόμετρα;»

Χαμογελάω αμήχανα… Είναι ειρωνικό… δεν κατάφερα ούτε δίπλωμα οδήγησης να βγάλω.

Ζω τη ζωή που έχει ξεφύγει από τα χέρια μου. Μια αφημένη ζωή που απλά κινείται γιατί έτσι ορίζει το σύμπαν.

Τόσες επιθυμίες και όνειρα και εγώ κοιτάζω αποσβολωμένη τη φωτισμένη πλατεία, την Ακρόπολη, το κενό και την κενότητα των πραγμάτων που κάθε μέρα με αδειάζουν περισσότερο.

Τα βάζω με τον εαυτό μου και ζηλεύω αυτούς που έχουν την τύχη να ασχολούνται με τα όνειρα τους.

Σε μία ακριβή συνοικία της πόλης το πρωί, χαζεύοντας τις βιτρίνες και  τηρώντας πιστά τη συνήθεια να απολαμβάνω διπλό καπουτσίνο στο χέρι (μέτριο με μαύρη ζάχαρη) παρατήρησα μία καλοντυμένη γυναίκα να στέκεται δίπλα μου.

Μία μάρκα ζητωκραύγαζε πάνω της… Gucci.

Σίγουρα θα ήταν δικηγορίνα ή διοικητικό στέλεχος σε κάποια εταιρία.

Όταν ήταν μικρή έβαζε τις κούκλες της στη σειρά και τους έδινε εντολές. Ήθελε να είναι η αρχηγός της παρέας, το πρότυπο κοριτσιού που θέλει να πετύχει και να επιβληθεί σ΄ ένα καθαρά ανδροκρατούμενο περιβάλλον. Και απ΄ ότι φαινόταν τα είχε καταφέρει μια χαρά.

Οι άνθρωποι με τη στόφα της κυρίας Gucci κάνουν αυτό που πραγματικά αγαπούν. Αυτό που πάντα ποθούσε η ψυχή τους. Και συνήθως είναι πετυχημένοι. Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν μόνο η τύχη με το μέρος τους αλλά δούλεψαν σκληρά γι΄ αυτό. Είχαν το πείσμα και το τσαγανό και τα κατάφεραν.

Και μπορεί τα όνειρα των παιδικών χρόνων να απέχουν έτη φωτός από την πραγματικότητα, εκείνοι όμως έβαλαν το στοίχημα και το κέρδισαν.

Στην τελευταία γουλιά καφέ μπροστά σ΄ εκείνη τη βιτρίνα με τα επώνυμα ρούχα σαν κεραυνός με χτύπησε το όνειρο μου να ασχοληθώ με τη ζαχαροπλαστική. Αυτό ήταν που πάντα ήθελα.

Με φαντάστηκα να βάζω με το κορνέ τις τελευταίες πινελιές σαντιγύ στα πιο ευφάνταστα και γευστικά γλυκά του κόσμου.

Το είδωλο μου αντικατοπτρίστηκε στο τζάμι και με τη λευκή ποδιά μου ανακάτευα την κρέμα του millefeuille (μιλφέιγ)…

Του γλυκού με τα χίλια φύλλα…

Του γλυκού που είχε τη δύναμη ν΄ αλλάξει τη ζωή μου…

Ένας χείμαρρος από καταπιεσμένες επιθυμίες και όνειρα ξεχύθηκαν και στάθηκαν μπροστά μου ζητώντας μου εξηγήσεις. Και ήταν εκείνη η στιγμή που συνειδητοποίησα ότι η ρουτίνα της ζωής με είχε αποσυντονίσει. Μου στέρησε πολύτιμο χρόνο. Με έβαλε σε μονοπάτια που ποτέ δεν ήθελα να ακολουθήσω.

Ο δικός μου δρόμος όμως είναι διαφορετικός. Το ξέρω ότι είναι…

Η ζωή είναι πολύ μικρή για να τη σπαταλάμε χωρίς νόημα.

Η Μαρία μου είπε προχτές ότι δεν αγαπάει το Γιώργο. Είναι μαζί οχτώ χρόνια και από το δεύτερο χρόνο μόνο συμπάθεια αισθανόταν για εκείνον. Και είναι μαζί ακόμα.

Τη ρώτησα γιατί δεν έφυγε την ίδια στιγμή που το χάδι του έγινε απειλή στο κορμί της. Δεν ήξερε τι να απαντήσει. Πώς να δικαιολογήσει τα χαμένα χρόνια;

Τα χρόνια που θα μπορούσε να τα είχε μοιραστεί με κάποιον που δεν της ήταν απλά συμπαθής; Άφησε τη ζωή της να ξεφύγει από τα χέρια της.

Λες και ήταν μια ξένη που απλά παρατηρούσε τη ζωή κάποιας άλλης.

«Δεν είμαι η μόνη που τα ‘χω κάνει μαντάρα. Κάτι είναι και αυτό» σκέφτομαι παρατηρώντας ένα μοναχικό κορίτσι που κάθε βράδυ την ίδια ώρα βγάζει το σκύλο της βόλτα στην πλατεία και πριν προλάβω να δώσω ελαφρυντικά για τις επιλογές μου ο επίμονος ήχος του κινητού με αναγκάζει να το αναζητήσω για να σταματήσει να χαλάει την ηρεμία της βραδιάς.

Ένας γνωστός μίας φίλης που γνωριστήκαμε τις προάλλες σε ένα μπαράκι ζητάει συγνώμη για το θάρρος να με καλέσει τόσο αργά και μου κάνει πρόταση να βρεθούμε αύριο βράδυ.

Ο χρόνος παγώνει. Το μυαλό ταξιδεύει με ταχύτητα φωτός.

«Τί θα έκανα αν αυτό συνέβαινε μία μέρα πριν;»

Θα κολακευόμουν και θα συμφωνούσα να βρεθούμε.

Θα κατέβαζα όλη την ντουλάπα και θα δοκίμαζα τα ρούχα που αρμόζουν για πρώτο ραντεβού. Θα έβγαζα από το κουτί τις ψηλοτάκουνες γόβες μου που κερδίζουν μόνο κολακευτικά σχόλια και θα με έπιανε πανικός για το χάλια μανικιούρ.

Θα ερχόταν να με πάρει από το σπίτι, θα υπήρχε η σχετική αγωνία και θα απογοητευόμουν από το μαγαζί που έκανε κράτηση. Θα το παράβλεπα γιατί ο συνοδός είναι αρκετά γοητευτικός παρά τη νευρικότητα του.

Στο δρόμο της επιστροφής στο σπίτι μου, θα μου εξομολογούνταν πως ήταν μία από τις ωραιότερες βραδιές της ζωής του, θα με φιλούσε και θα κανονίζαμε την επόμενη συνάντηση. 

Θα ξεκινούσε μια σχέση με όλες τις προοπτικές και ίσως στον όγδοο χρόνο διαπίστωνα ότι ο γοητευτικός άντρας μου είναι απλά συμπαθής και τα τελευταία χρόνια ήταν αυτό που λέμε χρόνια φαγούρας.

Μια φωνή από το τηλέφωνο με ρωτάει αν είμαι ακόμα εκεί. Τον ευχαριστώ για την πρόσκληση και του υπόσχομαι να επικοινωνήσω μαζί του μόλις τακτοποιήσω μια πολύ σημαντική εκκρεμότητα.

Έχω να κυνηγήσω τα όνειρα μου, να αισθανθώ δημιουργική και να κερδίσω το χαμένο χρόνο.

Δεν ξέρω αν θα καταφέρω να γίνω σπουδαία ζαχαροπλάστης αλλά το πρώτο πράγμα που θα κάνω αύριο το πρωί είναι να κλείσω μαθήματα.

Και ποιος ξέρει μπορεί να ήρθε τώρα η στιγμή να γευτείτε το πιο γλυκό λεπτό της ζωής σας πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη και κανέλλα από τα χεράκια μου…

Comments

comments

About Ελένη Λιόση

Από μικρή ακολουθούσα τα μυστικά μονοπάτια της φαντασίας. Έκλεινα τα μάτια και ονειρευόμουν. Ταξίδευα σε μέρη μαγικά παρατηρώντας τις ζωές των απλών καθημερινών ανθρώπων. Συνοδοιπόρος μου από τότε ήταν το Κορίτσι με το Λαμπερό Χαμόγελο. Μαζί σαν ένας άνθρωπος παρατηρούμε τα βλέμματα, ακούμε τον ήχο των κυμάτων, γευόμαστε παγωτό μαστίχα, μυρίζουμε άνοιξη και έχουμε μια αγκαλιά για δόσιμο…