Αγαπητέ λύκε,
Χθες ήταν Κυριακή και μου έλλειπες πιο πολύ από κάθε φορά. Πάνε χρόνια που σε περιμένω, μεγαλώνω και γερνάω. Ο κόσμος είναι ένα βινύλιο, σ’ ένα ξεχασμένο πικάπ, που χάνει ολοένα και περισσότερες στροφές. Αδυνατώ να βγάλω άκρη.
Μένω, όπως θα ξέρεις στην άκρη του δάσους, σ’ένα χαμηλό σπίτι μαζί με τη μητέρα μου, αλλά δεν πολυμιλάμε. Έχει θυμώσει απ’ όταν έμαθε πως ξεκίνησα το κάπνισμα. Καπνίζω επειδή σε περιμένω. Πώς αλλιώς θα περάσει ο καιρός; Φοράω κόκκινα και κρατάω καλάθι, που κάθε μέρα το πηγαίνω στη γιαγιά μου, στο λέω για να με αναγνωρίσεις.
Η γιαγιά είναι άρρωστη. Έχει σχιζοφρένεια και την έχουμε δεμένη με κάτι ροζ μεταξωτές κλωστές, σ’ένα ροζ αφράτο κρεβάτι, με ροζ μαξιλάρια και ροζ παπλώματα. Φοράει ροζ πιτζάμες και σε περιμένει να τη φας. Όταν έρθεις θα πάμε να φας εκείνη πρώτα. Θα σου δείξω εγώ που μένει, δεν θα ταλαιπωρηθείς καθόλου.
Λύκε μου είπαν πως σε είδαν μία νύχτα μεθυσμένο σε ένα μπαρ. Είχες βαμμένα τα νύχια σου κόκκινα και τα μάτια σου μωβ και έκλαιγες πολύ. Εύχομαι να ξεπέρασες τη στεναχώρια σου και να έρθεις γρήγορα.
Ο καιρός ανοίγει και δεν αντέχω την άνοιξη. Κάνω τρέλες. Προχθές, ας πούμε, διάβασα Βιρτζίνια Γουλφ, την κυρία Ντάλογουέι και συγκινήθηκα πολύ και έντυσα τον αδερφό μου Βιρτζίνια, του έχωσα δυο κοτρώνες στις τσέπες της ζακέτας του και τον πέταξα στο ποτάμι πίσω από το σπίτι. Εκεί είναι ακόμα. Στο βυθό. Έκλαιγε πρίν τον ρίξω, συγκινήθηκε που τον προτίμησα για Βιρτζίνια μάλλον. Μετά, μια άλλη μέρα έγραψα σ’ένα χαρτί τη λέξη «σ’ αγαπώ» και το άφησα στην άκρη του δρόμου να το πάρει ο αέρας.
Λύκε, μας είπαν ότι η Γη είναι στρογγυλή και το πιστέψαμε. Όπως πιστέψαμε και εκείνη τη μέρα που ο μπαμπάς είπε «δεν θα σας εγκαταλείψω» και έφυγε και δεν ξαναγύρισε. Θέλω να γυρίσει για να τον σκοτώσω και να μην ξαναφύγει ποτέ.
Λύκε, κάθε μέρα δακρύζω όλο και πιο πολύ, έχει γεμίσει η χώρα μας μετανάστες και επειδή τους αγαπάμε θέλουμε να τους σκοτώσουμε για να μην μας φύγουν, όπως ο μπαμπάς. Έχει γεμίσει η χώρα πλαστούς ανθρώπους, πλαστή αγάπη και πλαστά πτυχία.
Λύκε, αν δεν έρθεις σύντομα, θα έρθω εγώ, θα σε σκοτώσω και θα σε φάω στο φούρνο με πατάτες ή βραστό με ρύζι και λαχανικά. Τώρα, πριν νυχτώσει πάω να φυτέψω ντάλιες και γλαδιόλες που είναι και η εποχή τους. Σε ικετεύω, έλα να με φας γρήγορα.
Η κοκκινοσκουφίτσα σου
Υ.Γ Λύκε, πολλοί σε κατηγορούν ότι έβαλες αυτογκόλ. Άφησε τους. Αυτοί δεν ξέρουν πόση δύναμη χρειάζεται για να πας τον εαυτό του ως το τέρμα του.