Eίσαι ένα σπασμένο ποίημα. Διαβάζεσαι μόνο όταν βρέχει. Λες και οι σταγόνες ενώνουν τα κομμάτια σου, να διαβάσει κάποιος ότι προλάβει και μετά διαλύεσαι πάλι. Σκορπίζεσαι.
Είπαν πως σε είδαν να ταξιδεύεις νύχτα. Να μετράς τις κολόνες φωτός τα ξημερώματα. Να κοιμάσαι στο βρεγμένο γρασίδι, έχοντας ως μαξιλάρι μαδημένες μαργαρίτες. Να μιλάς με τα αστέρια, να γελάς στα δέντρα και να κλαις κάθε φορά που ένα αμάξι περνούσε και έφευγε. Σε είδαν να καπνίζεις ασταμάτητα και να κάνεις σχέδια ζωής με τον καπνό, βλέποντάς τα μετά να εξατμίζονται και να οδεύουν προς τον ουρανό. Σε άκουσαν να λες πως μια μέρα θα φύγεις και αυτό όλοι το φοβούνται γιατί πρώτον ξέρουν ότι δεν θα ξαναγυρίσεις και δεύτερον ξέρουν ότι θα τα αφήσεις όλα πίσω σου. Δεν θα πάρεις ούτε την παραμικρή στιγμή μαζί σου, όμορφη η άσχημη. Αυτό δεν τους συμφέρει, γιατί θέλουν να τους θυμάσαι, αλλά εσύ δεν θέλεις.
Δεν φιλάς, δεν φιλιέσαι. Ερωτεύεσαι με στίχους και λέξεις και στροφές και βλέμματα. Γι’αυτό είσαι ποίημα.
Λες ότι λατρεύεις τα σύννεφα επειδή μπορούν και φεύγουν, βρέχουν, εξατμίζονται. Είναι φορές που τα κοιτάς και τα μάτια σου γεμίζουν κάτι ατσάλινα ‘‘φεύγω’’ που σε δακρύζουν.
Άλλοτε πάλι χαμογελάς και κάθε αχτίδα που εκπέμπει το χαμόγελό σου αντιστοιχεί σε δύο χιλιάδες βολτ θλίψης. Τρέφεσαι μόνο με κρουασάν, όπως ο Προυστ, και πίνεις μόνο καφέ, ποτέ νερό. Το δέρμα σου λάμπει στο σκοτάδι και όταν κρυώνεις όλος ο πλανήτης θέλει να ανεβάσει πυρετό για να σε ζεστάνει.
Μία μέρα, Τρίτη μεσημέρι, στις δύο και μισή ακριβώς έκλεισες το βιβλίο. Το άφησες στην άκρη. Έβαλες μια γλάστρα με τριαντάφυλλα στο ψυγείο. Φόρεσες γυαλιά ηλίου, για να μη σε δουν που κλαις και έφυγες. Το βιβλίο ήταν ο μικρός πρίγκιπας. Κανείς δεν ήξερε πού μπορεί να πήγες. Σε έψαχναν για χρόνια, μέχρι που ξεχάστηκες.
Τότε θυμάμαι είχαν πει ότι έγινες το πιο φωτεινό αστέρι στον ουρανό. Άλλοι ψιθύρισαν πως σε είδαν να ζητιανεύεις. Άλλοι, ότι είσαι στον κάτω κόσμο και άλλοι στον πάνω. Μερικοί πάλι είπαν ότι σε συνάντησαν με πανάκριβα ρούχα και αληθινό χαμόγελο και συ έκανες πως δεν τους γνωρίζεις, αφού δεν γνώρισες κανέναν τους ποτέ σου. Είχα απαγορεύσει στον εαυτό μου να του λείπεις και δεν του έλειψες. Θυμάμαι φοβόμουν μην με ρωτήσουν και ευτυχώς δεν με ρώτησαν, παρόλο που ήξερα.
Ήξερα ότι δεν ήσουν πουθενά. Ότι υπήρξες για μια στιγμή της ζωής σου. Και ότι έπαψες να υπάρχεις για πάντα. Ξέρεις πόσο μεγάλο είναι το ‘‘για πάντα’’;
Είμαι σίγουρος πως ξέρεις.