Home / POINT OF U / Compact Flush by Konstantin Tsimas / Compact Flush by Konstantin Tsimas: H Ομπρέλα (Αναμνήσεις απ’ τα βάθη του πορτ-μπαγκάζ)

Compact Flush by Konstantin Tsimas: H Ομπρέλα (Αναμνήσεις απ’ τα βάθη του πορτ-μπαγκάζ)

stock-footage-man-and-woman-couple-sit-under-umbrella-together-along-sandy-beach-during-summer-sunset-in-hawaii

Ο κύριος Πάρης (με ήτα, όχι γιώτα) είχε αγοράσει ένα Πεζώ 404 χρώματος (εργοστασιακού) πορτοκαλί. [Το χρώμα μου έχει μείνει αξέχαστο γιατί νομίζω πέρασαν κοντά 40 χρόνια για να ξαναδώ εργοστασιακά βαμένα πορτοκαλί αυτοκίνητα. Πολύ προχώ!]

Το συγκεκριμένο μοντέλο ήταν ένα συμπαθητικό, μάλλον αμερικανίζον μεσαίο οικογενειακό τετράπορτο με τεράστιο για την εποχή πορτ-μπαγκάζ. Με φτερά που παρέπεμπαν αμυδρά στις αμερικάνικες λιμουζίνες, στεκόταν εντυπωσιακά δίπλα στα Φιατάκια, τους Σκαραβαίους και τα Ντε-Σεβώ που απάρτιζαν τον στόλο αυτοκινήτων της παρέας των γονιών μου. Μονάχα ο κύριος Γιώργος που, ανεξήγητα για τους υπόλοιπους, είχε προτιμήσει μια σπορτίβ «μπέμπα» 1602, δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για το 404. (Οι υπόλοιποι τον μέμφονταν γιατί είχε δώσει τόσα λεφτά για ένα δίπορτο αμάξι!)

Εν πάσει περιπτώσει, την ώρα της αλήθειας για τα αυτοκίνητα της δεκαετίας του ’60, οι μέρες δηλαδή των καλοκαιρινών διακοπών, το Πεζώ έπαιρνε την εκδίκησή του καθώς το αχανές πορτ-μπαγκάζ του χώραγε τα πάντα. Συμπεριλαμβανομένης και της ομπρέλας για την παραλία.

Η (Πολίτισα) γιαγιά ονομάτιζε την εξόρμηση της ημέρας εγκατάστασης στον τόπο του παραθερισμού «γκιότσι» (=μετοικεσία στα τούρκικα). Ο κακόμοιρος ο Σκαραβαίος (τον είχε πετύχει ο πατέρας δεύτερο χέρι αλλά μ’ ελάχιστα χιλιόμετρα), στέναζε: η μεταλλική σχάρα οροφής, αξεσουάρ απαραίτητο για ένα αυτοκίνητο που ουσιαστικά δεν είχε πορτ-μπαγκάζ, φορτωνόταν τη μισή οικοσκευή. Βαλίτσες (με τα ρούχα της οικογένειας), πανέρια και κουτιά με σεντόνια, κουβερτάκια λινά, καρέκλες πλιάν, τραπεζάκια, ποδηλατάκια (των παιδιών ντε!), κουζινικά, πιατικά, σκεύη και συσκευές γκαζιού φορτώνονταν βάσει επιστημονικού σχεδίου που είχε καταρτίσει ο πατέρας απ’ την προηγουμένη. Μετά, όλα καλύπτονταν από ένα μουσαμά – τα μπουρίνια της Θεσσαλονίκης δεν είναι σημερινό φαινόμενο! Ο πατέρας ίδρωνε, μουρμούραγε, μούσκευε και μούγκριζε όσο φόρτωνε το αμάξι, εμάς όμως μας ενδιέφεραν μόνο δύο πράγματα: το καλάθι με τα «είδη θαλάσσης» (κουβαδάκια και λοιπά πλαστικά, βατραχοπέδιλα (μάρκας Γλάρος), μάσκες και μπάλες) και η Ομπρέλα. Η εν λόγω ήταν το καμάρι της παρέας, την είχε αγοράσει η μαμά απ’ του Κατράντζου και είχε την μεγαλύτερη διάμετρο που υπήρχε στον κόσμο (έτσι πιστεύαμε). Το πανί ήταν πρώτης ποιότητος («γερμανικό») με χρωματιστά λουλούδια που μπορεί αντικειμενικά να φάνταζαν λίγο φλούφλικα, το μέγεθος της Ομπρέλας όμως δεν επέτρεπε σε κανένα να φέρει τη συζήτηση στο σχέδιο. Φυσικά η Ομπρέλα δεν χωρούσε στο αυτοκίνητο και δενόταν με ειδικό τρόπο στην δεξιά πλευρά της σχάρας. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, η μαμά έβγαζε τακτικά το χέρι της και την άγγιζε, για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε συμβεί καμιά μοιραία αποκόλληση…

Αντίθετα με την πλειοψηφία των Θεσσαλονικέων που ξεκαλοκαίριαζαν στη Χαλκιδική , η οικογένειά μου ακολουθούσε πιστά τις συμβουλές του αείμνηστου παιδίατρου Αλτσιτζόγλου ότι ο καλύτερος τόπος διακοπών για τα παιδιά πρέπει να συνδυάζει βουνό και θάλασσα. Έτσι, το Λιτόχωρο γινόταν «σπίτι μας» κάθε Ιούλιο και Αύγουστο για δέκα συναπτά χρόνια. Νοικιάζαμε κατάλληλο σπίτι στο χωριό και η μέρα μοιραζόταν μεταξύ θαλασσινών μπάνιων στις δαντελωτές παραλίες της Πιερίας κάθε πρωί και παιχνιδιού, περιπάτων και ξεκούρασης στους πρόποδες του Ολύμπου κάθε απόγευμα.

Η αγαπημένη μας παραλία ήταν, θυμάμαι, η «Σαχάρα». Μη ψάξετε στο χάρτη, μόνο εμείς την ονοματίζαμε έτσι. Επρόκειτο για τεράστια αμμώδη παραλία μπροστά σε εγκαταλελειμένο ξενοδοχειακό συγκρότημα, προϊόν χουντικού θαλασσοδάνειου, του οποίου την περίφραξη είχαν τρυπήσει πρώιμοι squatters και χρησιμοποιούσαν τις ημιτελείς «καμπάνες» ως αποδυτήρια και ησυχαστήρια. Τα κτίσματα παρέμειναν έτσι, ημιτελή και μάλλον καταρρέοντα τουλάχιστον για τα επόμενα τριάντα χρόνια: τα έβλεπα με νοσταλγία όποτε περνούσα απ’ την Εθνική, λίγα χιλιόμετρα πριν τον Πλαταμώνα.

Στην αμμουδιά «Σαχάρα» παίζαμε με τα κύματα ώρες ατέλειωτες, χτίζαμε κάστρα στην άμμο, μαζεύαμε αστερίες, κόκκαλα σουπιάς, κοχύλια και φανταχτερές πέτρες με περίεργο σχήμα. Σημείο αναφοράς της τσακαλοπαρέας ήταν επί χρόνια η τρομερή και φοβερή Ομπρέλα. Όσες ομπρέλες κι αν είχαν στηθεί στους χαμηλούς αμμόλοφους της παραλίας, η δικιά μας ξεχώριζε. Όσο κι αν απομακρυνόμασταν παίζοντας, δεν υπήρχε περίπτωση να χάσουμε τις μαμάδες που δεν έβγαιναν και πολύ απ’ την περίμετρό της. Στον ίσκιο της, μας περίμεναν φέτες ψωμί με τυρί, ντομάτα και ρίγανη, καμιά φορά ένας λουκουμάς και πάντοτε δροσερό νερό απ’ το «θερμός», ένα κόκκινο βαρελάκι με βρυσάκι πολύ μαγκιώρικο. Τα τελευταία καλοκαίρια, όταν είχα ψηλώσει και τα πόδια μου έφταναν πια τα πεντάλ, η μαμά μου επέτρεπε να οδηγώ το σκαραβαίο για λίγα λεπτά μπρος-πίσω κάτω απ’ τις λεύκες που εν τω μεταξύ είχαν πλαισιώσει τα ημιτελή κτίσματα. Εκεί λοιπόν πήρα και τα πρώτα μαθήματα οδήγησης…

Στα τέλη Αυγούστου, όταν οι μέρες μίκραιναν και τα μπουφάν γινόταν απαραίτητα κάθε που σουρούπωνε, άρχιζαν οι διαδικασίες για την επιστροφή στη Σαλονίκη. Τελευταία, πάντα, γινόταν η «περιποίηση» της Ομπρέλας για να διατηρηθεί ετοιμοπόλεμη για το επόμενο καλοκαίρι. Αφαίρεση άμμου και αλατιού, προσεκτικό στεγνό πλύσιμο σκελετού και πανιού, δέσιμο και τοποθέτηση στο προστατευτικό νάυλον. Αυτό σηματοδοτούσε το τέλος των διακοπών, της «Αλλα’ής» όπως τις έλεγε η γιαγιά. Για δέκα χρόνια, Αλλα’ή και Ομπρέλα ήταν έννοιες σχεδόν ταυτόσημες στα παιδικά μυαλά μας…

 

Comments

comments

About Konstantin Tsimas

Από την Θεσσαλονίκη, πέταξε στις ΗΠΑ για σπουδές. Μετά, έγινε σπουδαίος στην Αγγλία και ΔΕΑ στην Κρήτη. Δούλεψε όσο άντεξε στα corporate γραφεία εθνικών και πολυεθνικών. Άλλαξε νοοτροπία κι έστησε τη δική του. Παλαίμαχος στα σόσιαλ, παίζει μουσικές σε ιντερνετικά ραδιόφωνα, μπλογκάρει και τουητάρει. Συμβουλεύει ακατάπαυστα αλλά δεν τον ακούει κανείς. Εδώ, σχολιάζει περιεκτικά πριν τραβήξει το καζανάκι.