Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Μαθητές γυμνασίου τότε, σ’ ένα πάρτι γενεθλίων της ζήτησε να χορέψουν ένα κομμάτι των Scorpions. Πολύ χαμηλός φωτισμός, φρουτ παντς με αλκοόλ και άρωμα φαρενάιτ . Της ψιθύρισε στ’ αυτί : «θέλεις να τα φτιάξουμε;», φοβόταν την απόρριψη αλλά σχεδίαζε μήνες αυτήν τη στιγμή. Να την έχει στην αγκαλιά του, να της χαϊδεύει τα μαλλιά και η καρδιά του να σκιρτάει σαν του σπουργιτιού. «Ναι, θέλω» απάντησε αυτή και έχωσε το πρόσωπό της στον λαιμό του. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά ξανά στους κανονικούς της ρυθμούς. Έκτοτε ήταν αχώριστοι, στα διαλείμματα στο σχολείο, τα βράδια με τις ώρες στο σταθερό τηλέφωνο και τα Σάββατα σινεμά που ήταν μια καλή ευκαιρία να βρεθούν οι δυο τους στο σκοτάδι. Περπατούσαν χέρι χέρι και ονειρεύονταν μαζί, όταν ήταν πλάι δεν υπήρχε κανένας άλλος τριγύρω. Κι ίσως να έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Αλλά όλες οι ιστορίες ειδυλλίου δεν ξεκινούν και τελειώνουν πάντα τόσο αβίαστα και απλά.
Στο τώρα, με όλα τα προβλήματα που μας βασανίζουν καθημερινά, το φλερτ, το άλλοτε τόσο όμορφο και άμεσο παιχνίδι μεταξύ των δύο φύλων, έχει χάσει την παλιά αίγλη του. Αυτοί που έχουν το θάρρος και την όρεξη να προσελκύσουν τους άλλους είναι ελάχιστοι, οι ρόλοι μας χάνονται, αλλάζουν, άνθρωποι γνωρίζονται μέσω προξενοσάιτ, μέσω tinder, viber, chat και με όλους τους πιθανούς απρόσωπους τρόπους που υπάρχουν. Έλλειψη επαφής, κενά βλέμματα και παρεμποδισμένες κινήσεις. Τι είναι αυτό που φοβόμαστε; Την απόρριψη; Tο να ανοιχτούμε σε νέους ανθρώπους; Nα ξεφύγουμε από την ρουτίνα; Aπό πότε σταματήσαμε να φλερτάρουμε και να χαμογελάμε και αρχίσαμε να σνομπάρουμε και να συνοφρυωνόμαστε; Από πότε το «να κεράσω ποτό;» σημαίνει «θέλω να σε πηδήξω» και αν είναι όντως έτσι γιατί θα πρέπει να είναι μόνο έτσι; Σ’ έναν κόσμο που μας κερνάει αναποδιές και αναπάντεχα το φλερτ θα έπρεπε να μας προσφέρει διασκέδαση και όχι αμηχανία. Γιατί δεν ξέρουμε πια πως να παίξουμε το ερωτικό παιχνίδι;
Αν το σκεφτούμε λίγο είναι απλό : “it takes two to tango”. Άπειρες φορές πηγαίνουμε για ποτό και αντικρύζουμε την ίδια ξενέρωτη εικόνα: Όλοι καβατζώνουν μπάρες και τραπέζια, ακόμα και κολώνες για να στηρίξουν κάπου το σαρκίο τους, να μην είναι κρεμάμενοι στον χώρο. Οι μισοί καπνίζουν αμήχανα και οι υπόλοιποι παίζουν με τα smartphones. Δεν ανοίγονται, δε συμμετέχουν, δε λάμπουν τα μάτια τους. Οι περισσότεροι singles περιμένουν από τα υποψήφια ταίρια να τους πλησιάσουν, να κάνουν μια κίνηση που κάτι να δείξει. Λίγοι παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους, ακόμα πιο λίγοι ξέρουν πως να κινηθούν και να επικοινωνήσουν, πως να προκαλέσουν αυτές τις δονήσεις, αυτά τα κύματα που μας φέρνουν πιο κοντά, σαν κορμιά, σαν ψυχές. Η γυναίκα περιμένει τον άντρα, εξιδανικευμένο πάντα, ψηλό, μελαχρινό, μορφωμένο, γοητευτικό, ο άντρας περιμένει την γυναίκα, κούκλα, έξυπνη, νοικοκυρά, σέξι. Και καταλήγουμε να περιμένουμε όλοι μαζί, ο καθένας από το καβούκι του κάποιον που δεν θα έρθει ποτέ αν δεν το προκαλέσουμε κι εμείς οι ίδιοι. Σαν να χρειαζόμαστε μια δυνατή σπρωξιά, να έρθει να μας ταρακουνήσει συθέμελα, και αμέσως μετά ένα χαστούκι, έτσι επειδή είμαστε κακά παιδιά.
Κι όμως : τελικά πίσω από την φτιασιδωμένη εικόνα είμαστε όλοι άνθρωποι, ευάλωτοι με τον δικό μας ξεχωριστό τρόπο. Και όλοι μας επιζητούμε την επικοινωνία, τη συντροφικότητα, την προσέγγιση, την αποδοχή ο καθένας διαφορετικά. Αυτό και μόνο τα κάνει όλα απλά.
Είναι εύκολο, τα μηνύματα είναι εκεί. Πόσοι από εμάς θέλουμε όμως να τα λάβουμε; Πόσοι έχουμε τα μάτια να δούμε πιο μέσα και να ακούσουμε αυτά που δεν λέγονται;
Πόσοι θα τολμήσουμε να πούμε με άλλα λόγια : «Θέλεις να τα φτιάξουμε;».
Eleni Qse