Μεσάνυχτα και το τιμόνι αργεί να στρίψει, στρίβει σέρνοντας όπως σέρνονται οι ρόδες, όπως σέρνονται στις λάσπες και στην βροχή. Χοντρές σταγόνες χτυπάνε ρυθμικά το τζάμι και μου ψιθυρίζουν στο αυτί και ψιθυρίζουν:
— Εσύ, εσύ, εσύ.
Ένα χαμόγελο απλώνεται σιγά και απαλά στα χείλη μου. Να ‘ναι πάλι… Άκου.
— Εσύ, εσύ, εσύ.
Ακριβώς όπως μου το ‘πες ότι έλεγε η βροχή – μα κοίτα να δεις που μόνο τώρα κατάφερα και το άκουσα.
Ο δρόμος άδειος, σκοτεινός, και ατελείωτος. Απλώνονται με το ζόρι δυο δεσμίδες φωτός κόντρα στο σκοτάδι και στην βροχή, με το ζόρι φωτίζουν θαμπά τα δυο, τρία, τρίακαικάτι μέτρα.
Τα φώτα δείχνουν μόνο δύο-τρία μέτρα.
Και όμως. Μέτρο-μέτρο… Μέτρο-μέτρο… Κάνεις χιλιόμετρα. Κάνεις χιλιόμετρα στην βροχή και στο σκοτάδι. Και μέτρο-μέτρο…μέτρο-μέτρο…
Κάνεις θαύματα. Εσύ, ένα τιμόνι, και δύο φώτα: κόντρα σε όλο τούτο το σκοτάδι.
Και αναρωτιέμαι που οδηγεί αυτός ο δρόμος. Αναρωτιέμαι που θα οδηγήσει τόσο σκοτάδι και τόση βροχή;
— Σε σύ…σε σύ…σε σύ.
Τι στο διάολο;
— Σε σύ…σε σύ…σε σύ.
Και λύνομαι στα γέλια, ξεχειλίζω από χαρά που τρέχει και γαργαλάει σαν ανοιξιάτικο ποτάμι που αρχίζει και λιώνει ο πάγος και τρέχει ξανά το νερό. Και τρέχει το νερό στην θάλασσα.
Στην θάλασσα.
Πλημμυρίζω από χαρά. Πνίγομαι σε αυτήν, βήχω, και γελάω που βήχω. Και ξέρεις γιατί γελάω;
Γιατί κοίτα να δεις που κάποιες φορές αλλά λέμε και άλλο ακούνε. Που άλλο μας λένε και άλλο ακούμε.
Εσύ. Σε σύ. Εσύ.
Είναι αστείο. Είναι τρομερά αστείο ότι κάποτε νόμιζα ότι εσύ ήσουν η πιο υπέροχη καταστροφή μου. Ότι παίρνοντας στα άγαρμπα μαλακά μου χέρια τόση ζωή, και κάνοντας τόσα λάθη, και πέφτοντας σε τόσα πάθη, και σκοντάφτοντας, και κλαίγοντας, και γελώντας κατάφερα και τα έκανα όλα…θάλασσα.
ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΟΥ ΛΕΩ. ΧΑ! ΧΑ!
Μα, μόνο τότε, μόνο εκείνη την στιγμή, στην βροχή, στον δρόμο, στην μέση του πουθενά, ολομόναχος μόνο τότε νιώθω ξανά ελεύθερος.
Γιατί εγώ είμαι η πιο υπέροχη καταστροφή μου.
Γιατί Ε-Γ-Ω είμαι η πιο υπέροχη καταστροφή μου.
Και ας με πούνε πολλά.
Ας με πούνε αλήτη, ας με πούνε ηδονολάτρη, ας με πούνε και μαλάκα.
Γιατί στο τέλος ήρθα σε αυτή την ζωή κλαίγοντας και ουρλιάζοντας και βυζαίνοντας – και αν καταφέρω και φύγω απ’ την ζωή με τον ίδιο ακριβώς τρόπο τότες δεν πάνε να χαθούν όλα τα υπόλοιπα;
Εγώ είμαι η πιο υπέροχη καταστροφή μου, και το χαίρομαι! Το χαίρομαι και το αγαπώ και, ξέρεις κάτι; Και μένα με αγαπώ. Κοίτα! Κοίτα γύρω σου πόσο σκοτάδι και πόση βροχή; Μα δεν έχει σημασία – δεν έχει σημασία, Χριστέ μου, δεν έχει σημασία…αν πάρεις την απόφαση, απλά, να ζεις.
Να ζεις. Να ζεις και να αγαπάς παράλογα και να κάνεις βρώμικο, τσαλακωμένο έρωτα και να κάνεις χαζά και όμορφα και πανηλίθια πράγματα και να χορεύεις. Ακούς;
Μ’ ακούς;
Να χορεύεις παράφορα και παράτολμα και να γελάς με όλη σου την ψυχή.
Και να κλαις με όλη σου την ψυχή, μα με όλη σου την ψυχή.
Χειρόφρενο. Αλάρμ.
Δεν αντέχω, δεν αντέχω θα σκάσω αν δεν χορέψω, θα εκραγώ σαν πυροτέχνημα, θα πάρω φωτιά σαν σατανάς, και θα καίω, και θα καίω δυνατά. Πόρτα. Βροχή.
Χορός.
Χορός μόνος στην βροχή. Ξέφρενος, ηλίθιος, παρανοϊκός χορός στην μέση του κυκλώνα με το σύμπαν να πέφτει γύρω σου και να λάμπουν τόσο υπέροχα τα αστέρια. Χαρά. Χαρά και λύπη.
Χαρμολύπη.
Μια χαρμολύπη στην οποία η μόνη απάντηση είναι ο χορός. Γιατί μόνο ο χορός διώχνει – ή αγκαλιάζει – τέτοιο βασικό, πρωτόγονο, συναίσθημα. Κλωτσιές στον αέρα, τα πόδια να χτυπάνε κάτω με δύναμη, με πόδια που ξαφνικά βρήκαν δύναμη και μπορούν και γκρεμίζουν βουνά. Πέφτω στο έδαφος λαχανίζοντας.
Νομίζω πως κλαίω, φορώντας χαμόγελο πλατύ. Μπορεί να είναι και η βροχή.
Ξέρεις κάτι μάτια μου; Να σου πω ένα μυστικό;
Τελικά, νομίζω πως την αγαπώ την βροχή.
Και εσύ; Και εσύ; Και εσύ;
Και ΄γώ. Και ‘γω. Και ΄γω.