«Σήκω πάνω ρε κοπρόσκυλο», άρχισε πάλι τα ουρλιαχτά «καθαροδευτεριάτικα» η κυρά Ευθαλία
«Σήκω πάνω ρε να πας να πάρεις λαγάνες. Θα πας πάλι αργά και θα έχουνε τελειώσει, όπως πέρυσι. Που τη βγάλαμε Καθαρή Δευτερά, με φρυγανιές και παξιμάδια. ΕΞ’ ΑΙΤΙΑΣ ΣΟΥ!» και ανένασε οκτάβα…
«Μα είναι εφτάμιση το πρωί ρε γυναίκα. Στη φάμπρικα θα πάμε; Αργία είναι! Άσε λίγο να κοιμηθούμε»
«Δε μ’ ενδιαφέρει! Να πας να φέρεις λαγάνες. Τα παιδιά σε λίγο θα σηκωθούνε και θα πεινάνε! Ευτυχώς ρε… Ευτυχώς που πήρα τα πάντα εγώ από προχθές, αλλιώς θα μας τάιζες παϊδάκια από Βουλγαρία πάλι Καθαρά Δευτέρα! Σήκω πάνω ρε!»
Έτσι είπε να ‘πούμε και μου τράβηξε τα σκεπάσματα να ‘πούμε… Ε ρε ξεκινάει το μαρτύριο… Και έχουμε ακόμα δρόμο… Γιατί η κυρία μου κανόνισε και πρόγραμμα να ‘πούμε.
Θέλει να τα κάνει όλα να ‘πούμε… Για να τα λέει μετά στις φίλες της να ‘πούμε και να τρέχει το κορόιδο από εδώ να ‘πούμε.
Πάω στο φουρνάδικο και με βλέπει η φουρνάρισσα και αρχίζει και με κοιτάει και γελάει με ειρωνία.
«Τι έγινε κύρ Γιώργο; Πρώτος πρώτος βλέπω φέτος. Έλα διάλεξε λαγάνα… Όλο το μαγαζί δικό σου χαχαχα…»
Πήγα να της πω καμιά «καθαροδευτεριάτικη», αλλά κρατήθηκα. Μας κοροϊδεύουν τώρα κι οι φουρνάρισσες να ‘πούμε…
Παίρνω τις λαγάνες και πάω σπίτι. Δε προλαβαίνω να τις ακουμπήσω πάνω στο τραπέζι και ακούω φωνές και γέλια από μέσα να ‘πούμε. Μου βγαίνουν όλοι στολισμένοι, με κάτι ορειβατικά, κάτι φόρμες και από πίσω η κυρά Ευθαλία να γαβγίζει πάλι…
«Άσε τις λαγάνες ρε και άντε να ετοιμαστείς, πάμε να πετάξουμε αετό»
«Μα είναι 8.15 το πρωί ρε γυναίκα…»
«Που ζεις ρε καράβλαχε; Στο χωριό σου; Που πηγαίνατε όποτε θέλατε στις ραχούλες και στα λαγκάδια για να πετάξετε αετό; Ξέρεις τι θα γίνεται σε λίγο στου Βεΐκου ρε;»
«Κάτσε ρε γυναίκα να φάμε μια μπουκιά λαγάνα με λίγο ταραμά να ηρεμήσουμε λίγο…»
«Θα τις πάρω μαζί μου ρε χοντροκόλη… Δε προλαβαίνουμε ρε ξεφτιλισμένε… Έχουμε να αγοράσουμε και αετό. Μπρός… Ντύσου!»
«Θα αγοράσουμε και αετό;…»
«Ναι ρε άχρηστε. Θα πρέπει να αγοράσουμε από πλανόδιο. Γιατί του ανίκανου του πατέρα τους {δείχνει τα παιδιά} δε πιάνουν τα χέρια του να φτιάξει! Μπρος»
Μπαίνουμε στο αμάξι και άρον άρον πάμε σε κάτι γιόφτους πριν του Βεΐκου. Κατεβαίνω κάτω να ‘πούμε με τα παιδιά και πάω προς τον αθίγγανο. Απο πίσω η κυρά Ευθαλία.
«Καλώς τον παιχταρά» με καλοσωρίζει «ο γιόφτος»
«Πόσο τους έχεις τους αετούς, ρε πατριώτη;»
«30 ευρώ ρε μάγκα. Με μασίφ καλάμι, ουρά αεράτη και ότι σχέδιο θες έχω. Και «σπίντερμαν» έχω και «ΑΕΚ και Ολυμπιακό», και «χέλο κίτσι» έχω για το κορίτσι. Ότι θέλει η οικόγενεια».
«30 ευρώ;» του λέω. «Ρε μεγάλε… 30 ευρώ παίρνω και τηλεκατευθυνόμενο».
«Ρε πατριώτη σου λέω είναι από μασίφ καλάμι. Σουηδικό. Μια μέρα περιμένουμε και εμείς να δουλέψουμε. Δε βγαίνω ρε πατριώτη αλλιώς».
«Καλά σου λέει ο άνθρωπος! Αφού είσαι τόσο άσχετος και δε μπορείς να φτιάξεις το δικό σου να πληρώσεις ρε ακαμάτη… Να πληρώσεις… Μια Καθαρά Δευτέρα περιμένουν για να δουλέψουν και αυτοί οι άνθρωποι», πετάχτηκε σα «σφηνοπου» η κυρά Ευθαλία…
«Να το ρε πατριώτη! Το λέει και η κυρά σου! Να ‘σαι καλά κυρία…»
«Ναι αλλά θα πετάξει…;» λέω εγώ μπας και τη γλιτώσω στο 90 λεπτό.
«Στα ουράνια θα πάει! Στα ουράνια!»
Σκάω την τριαντάρα και μπαίνουμε στο πάρκο. Της πουτάνας γινόταν και ήταν μόλις 9. Κι εγώ δεν είχα φάει ούτε πρωινό, ούτε καφέ είχα πιει να ‘πούμε…
Δε παιρνάνε 3 λεπτά αρχίζουν τα κωλόπαιδα…
«Μπαμπά πέτα τον χαρταετό…»
«Τράβα να πετάξεις να χαρούν τα παιδιά κι εγώ θα βρω μια γωνία να αράξουμε. Μπρος», είπε και η κυρά λοχαγός
‘Ελα που δεν ήξερε κανείς ότι ούτε να φτιάχνω, ούτε να πετάω αετό ήξερα να ‘πούμε. Τι να κάνω τώρα; Να ξεφτιλιστώ μπροστά στη γυναίκα και στα παιδιά μου να ‘πούμε; Για ένα κούτελο ζούμε ρε φούστη. Είπα να δοκιμάσω να ‘πούμε.
Ξεκινάω να πούμε και παίρνω θέση εκκίνησης με τον «χαρταετό του γιόφτου».
Κάνω μερικά βήματα πίσω και αρχίζω και τρέχω μπροστά σαν τραγί πεινασμένο με μπουφάν.
Ο «γύφτικος χαρταετός» αρχίζει και ανυψώνεται…
Εγώ όσο το βλέπω να ανυψώνεται, τόσο πιο πολύ τρέχω.
Ένας άλλος, όχι γιόφτος αλλά σα γιόφτος» που καθόταν πάνω σε μια βελέντζα άρχιζε να επικροτεί.
«Μπράβο ρε μεγάλε…»
Ο χαρταετός μου είχε φτάσει πιο ψηλά απ’ όλους έσκιζε τα ουράνια…
«Μπράβο μπαμπά» χειροκροτούσαν και καμάρωναν και τα παιδιά μου.
Και ο χαρταετός πήγαινε όλο και ψηλότερα. Όλο του Βεΐκου χειροκροτούσε και εγώ συνέχισα να τρέχω σαν κατσίκι και καμάρωνα σαν τον Μέγα Αλέξανδρο της Καθαρής Δευτέρας.
Σε κάποια φάση σταμάτησα και έκανα πως τραβούσα το σπάγγο για να ζυγίσω καλύτερα το χάρτινο πουλί που έσχιζε τους αιθέρες.
Όλο το πάρκο έβλεπε τον ψηλότερο αετό, η κυρά Ευθαλία χαμογελούσε («Είδες μωρή γκιόσα τι άντρα έχεις…;» σκέφτηκα), ενώ τα παιδιά μου ήταν περήφανα για τον πατέρα τους.
Και τότε γίνεται το γαμήδι… Εγώ να ‘πούμε είχα κρεμασμένα στο λαιμό με μια κορδέλα τα κλειδιά του αυτοκινήτου και του σπιτιού. Ξέρετε… Για ευκολία να ‘πούμε…
Και πάει ο σπάγγος του «γιοφταετού» και μπλέκεται πάνω στην αρμαθιά με τα κλειδιά.
«Ε ρε φούστη» σκέφτομαι να ‘πούμε.
Και με τη φόρα που είχε και ξεμάκραινε, όλο και περισσότερο ο αετός μπερδευόταν στην αρμαθιά ο σπάγκος.
Προσπαθούσα να το ξεμπλέξω και όλο πιο πολύ μπερδευόταν. Σε κάποια φάση ο κόμπος έγινε «Γόρδιος Δεσμός» και κόντεψε να με πνίξει…
Τα χειροκροτήματα έγιναν γέλια και φωνές…
Βγάζω την αρμαθιά από το λαιμό και μία κυράτσα που νόμιζε ότι πνιγόμουν (και καλά για να με σώσει) έρχεται με ένα ψαλίδι και κόβει το σπάγκο…
Τα κλειδιά μου άρχισαν να χάνονται στον ουρανό. Ο κόσμος άρχιζε πάλι να χειροκροτεί τον τελειωμένο να ‘πούμε. Κάποιες οικογένειες είχαν ξεκαρδιστεί πάνω στις βελέντζες ενώ η κυρά Ευθαλία είχε μαζέψει βελέντζα και λαγάνες και περίμενε με τον μπόγο στο χέρι, ενώ τα κλειδιά μας χάνονταν στα σύννεφα…
«Όχι ρε πούστη να ‘πούμε…»
Φύγαμε άρον άρον από του Βεΐκου και όλο το άλσος γέλαγε μαζί μας.
Μπροστά η κυρά Ευθαλία με το μπόγο να ‘πούμε, από πίσω τα παιδιά κατηφή και εγώ να κοιτάω μπας και σταματήσει ο «γαμ’αετός» σε καμιά κολόνα και σωθώ από την ξεφτίλα, τα λεφτά και τη θύελλα που με περίμενε σπίτι να ‘πούμε…
15 ευρώ ταξί μέχρι το σπίτι και 50 ευρώ κλειδαράς λόγω αργίας και 30 ευρώ σαρακοστιανό «ντελίβερι» και 113 ευρώ καινούργιο κλειδί αυτοκινήτου την άλλη μέρα και άλλα 15 ευρώ ταξί μέχρι του Βεΐκου. Σύνολο 223 ευρώ γαμησιάτικο της Καθαρής Δευτέρας και περίγελος σε όλο το Άλσος του Βεΐκου
«Μας γάμσε» η Καθαρά Δευτέρα! «Μας Γαμσε»