Κοιτώ εκείνη τη φωτογραφία σου που ήσουν μικρούλης .
Εκείνη που μου έστειλες μια μέρα, που διψούσα να αναπληρώσω το χρόνο που δεν σε ήξερα και σου ζητούσα πίσω εικόνες και όνειρα και χρόνια χαμένα . Πράγματα απλά και αληθινά για μένα. Μόνο για μένα. Πάντα για μένα. Με ή χωρίς εσένα.
«Ποιος σου είπε ότι είναι απλά αυτά, κοπελιά;» , μου κούνησε το δάχτυλο η ρουτίνα σου, βάζοντας το άλλο χέρι τσαντισμένα στην μέση της. «Ανέφικτα είναι. Δύσκολα. Πονάνε οι μνήμες, μανταμίτσα. Τι νόμιζες; Να τον αφήσεις ήσυχο, τον ανθρωπάκο, στο βόλεμά του. Που να ξεθάβει τώρα παλιές ελευθερίες και όνειρα; Νομίζεις ότι έχει το θάρρος να τις αντικρύσει και πάλι; Με τι μούτρα, μωρέ, να εμφανιστεί μπροστά τους; Έχεις μυαλό ή στο φάγαν οι έρωτες; Σκασμός! Μίλα σιγά σου λέω! Θα μου τον ξυπνήσεις! Καλά κοιμάται τόσο καιρό ήσυχος. Που μας πετάχτηκες τώρα, εσύ σαν τη τσουτσού να μας αναστατώσεις. Με θρέφει και τον θρέφω. Τ’ ακούς; Και σταμάτα να μου τον ξεδιψάς! Έτσι στεγνό είναι το στόμα του, χρόνια τώρα. Δεν παθαίνει τίποτα. Έννοια σου. Τον ποτίζω εγώ υγρές δικαιολογίες. Στα ώπα – ώπα τον έχω. Που σε πήρε ο πόνος εσένα, τάχα μου, ξαφνικά. Δικός μου είναι! Τ ’ακούς; Παρ’ το χαμπάρι και κόψε λάσπη. Και πάρτα χέρια σου από πάνω του! Πάψε να μου τον σκαλίζεις. Όσο και αν παλεύεις σπίθα δεν ανάβει. Έχει μουλιάσει στην πλήξη και τη συνήθειά του. Στραβή είσαι; Δεν το βλέπεις; Δρόμο ,σου λέω. Τράβα να βρεις κανέναν χαζονειροπόλο σαν του λόγου σου να κάνετε χαΐρι και να μας αφήσεις στην ησυχία μας, εμάς. Κακό μπελά βρήκα μαζί σου, από το πουθενά».
Κι όμως, εγώ αυτή τη φωτιά πρόλαβα και την είδα. Εμένα δεν με γελάς. Αυτά τα μάτια σου, σαν δάδες αναμμένες έκαιγαν και φώτιζαν τα πιο υγρά σου σκοτάδια. Τι να αντίκρισες καλέ μου, μέσα τους και τρόμαξες τόσο;
Που τη σβήνεις αυτή η φλόγα τώρα; Σε ποιες θάλασσες «πρέπει» την πνίγεις, να γλιτώσεις; Σε ποιο βωμό τη θυσιάζεις;
Αχ βρε αγάπη μου, ποιος θεός να την αντέξει τέτοια θυσία; Στιγμή δεν το σκέφτηκες.