Home / POINT OF U / Editors' view / “Ο ΕΛΛΗΝ ΑΗ ΒΑΣΙΛΗΣ” – Γιώργος Κόκολας

“Ο ΕΛΛΗΝ ΑΗ ΒΑΣΙΛΗΣ” – Γιώργος Κόκολας

"Ο ΕΛΛΗΝ ΑΗ ΒΑΣΙΛΗΣ" – Γιώργος Κόκολας

Μια Χριστουγεννιάτικη, ημίσουρεαλιστική ιστορία γραμμένη σχετικά πρόσφατα μέσα στα χρόνια της κρίσης. Όπως τίποτα δεν άλλαξε από τα χρόνια που γράφτηκε, έτσι  δεν πρέπει να αλλάξει κι η ελπίδα μέσα μας ότι σύντομα τα πράγματα θα αλλάξουν!


Η ιστορία μας ξεκινάει σε μια χιονισμένη βουνορκορφή του Ολύμπου. Για την ακρίβεια στην πιο ψηλή και την πιο χιονισμένη κορυφή της Ελλάδας. Κι αυτό γιατί, για όσους ίσως κάπωτε να αναρωτήθηκαν, η «ΑΗ ΒΑΣΙΛΗΣ Α.Ε» είναι μία πολυεθνική με υποκαταστήματα σε όλον τον κόσμο. Πως νομίζετε ότι προλαβαίνει αυτός ο έρμος ο Αη Βασίλης να μοιράσει τόσα πολλά δωρά ταυτόχρονα σε όλον το πλανήτη μεσα σε μια μέρα. Έχει τους τοπικούς του αντιπροσώπους! Και μάλιστα όπως ορίζει και το έθιμο οι τοπικοί Αη Βασίληδες, μένουν στην πιο ψηλή κορυφή της χώρας τους. Ο Ελβετός μένει στις Άλπεις, ο Ισπανός στο Τέιδε στα Κανάρια νησιά, ο Αμερικάνος στο Κολοράντο, ο Ιταλός στα Απέννινα κτλ κτλ κτλ.

Έτσι λοιπόν κι ο Ελληνάρας ο Άη Βασίλης είχε την έδρα του στο σπίτι των αρχαίων θεών, στον Όλυμπο. Αυτά όμως τα Χριστούγεννα ήταν πολύ διαφορετικά από τις άλλες χρονιές. Ήταν, να πώς να τω, πολύ…μίζερα και υποτονικά. Άλλες χρονιές τέσσερις μέρες πριν το μεγάλο ταξίδι, στο σπίτι του Αη Βασίλη ηχούσαν καμπανάκια, «ούλοι» δούλευαν πυρετωδώς και «ούλοι» τραγουδούσαν. Αυτή η χρονιά όμως ήταν αλλιώτικη. Όλοι οι βοηθοί του Άη Βασίλη ήταν καθισμένοι και με σκυμμένα τα κεφάλια γύρω από το τζάκι. Οι τάρανδοι ξαπλωμένοι στο χιόνι αναοιγόκλειναν τα μάτια τους από τη νύστα και την μουργέλα. Το έλκυθρο ήταν αγυάλιστο και μισο σκουριασμένο και τίποτε δεν θύμιζε πως σε λίγες ημέρες έπρεπε να ξεκινήσουν «ούλοι» να μοιράζουν τα δώρα.

Ο «Έλλην Άη Βασίλης» ήταν κι αυτός βαρύς, ασήκωτος, κακόκεφος και μουρτζούφλης. Καθόταν στο τραπέζι με την γεννειάδα απεριποίητη, την μύτη του κόκκινη και έπινε τσίπουρο Τυρνάβου. Η γυναίκα του η κυρά Βασίλω έπλεκε κάτι μάλλινες κάλτσες σαν κι αυτές που φορούσαν οι φαντάροι στο έπος του 40. Η φωτιά στο τζάκι ήταν έτοιμη να σβήσει, κανείς όμως δεν είχε διάθεση να πάει και να την φουντώσει.

-«Σταμάτα πια να πίνσ. Έχεις ταξίδ΄ σε λίγις μέρις», είπε ανήσυχα η κυρά Βασιλώ

-«Ποιου ταξίδ μουρή γρία; Ποιου ταξίδ; Χαμπαρ δε πηρς μουρή μουρλή; Χαμπαρ;» απάντησε ήρεμα αλλά με θυμό ο «Έλλην Αη Βασίλης»

-«Τι να παρου Μπίλημ, τι χαμπάρ να πάρ!»
-«Αχ μουρή γριά! Αχ μουρή γριά Βασίλω χαμπάρ δεν πηρς! Χαμπαρ δεν πηρς που μας τελειώσαν μουρή γριά! Μας τελειώσαν κι εμάς κι τα δώρ’ μας!»

-«Ποιοοι μας τελειώσαν Βασίλ’ μ! Παραλουγίζεσαι Βασιλή ‘μ. Σε κουρκούτιανε του πουλύ του τσίπουρ!!!»

-«Ιμένα με κουρκούτιανε του τσίπουρ ι εσύ δεν καταλαβαίνεις τι έγινε μουρή γριά;»

-«Τι να καταλάβω Μπίλη μ’;»

-«Να καταλαβς πως φέτους δεν έχει δώρα μουρή γριά. Τα κόψαν τα δώρα μουρή γριά!»

-«Ε για νέου μου του λες! Αυτό του ξέρω! Του είπ κι ου Χατζηνικολιός, κιου Αυτιούνας κι ου Καμπουράκς πους δεν θα πάρ’ κανείς δωρ’ φέτους!! Τώρα το κατάλαβς κι ισύ μωρή Βασίλ;»

-«Αχ μουρή τρελλόγρια! Διν ιννουώ αυτούνα τα δώρα μωρή γριά! Εννουάω τα δικά μας τα δώρα! Αυτά που ήντουσαν για τα πιδιά!»

-«Τι; Τα κοψανι κι αυτά Βασίλη μ’»

-«Κι αυτά μουρή γριά! Κι αυτά! Χαμπάρ δεν πήρς που τόσις μέρις δεν ήρθαν τα καμιόνια απου του Ρουβανιέμ απ’ τα κεντρικά; Γιατί νομίζεις δεν ιρθαν μουρή γριά. Ξεμείναν από βενζίνα νουμίζεις;»

-«Τώρα Μπίλη μ ικί που’΄χει πάει κι η μπενζίνα, δεν θα μου φαινόταν περίεργου αν είχαν ξεμείν…Αλλά ίσυ σίγουρς καμάρι μ! Ίσι σίγουρς πως κόψανε αυτά τα δωρ κι ούχι μόνου του κοσμάκη»

-«Ούλα τα δώρα τα κώψαν γριά! Ούλα!»

-«Κι πως ίσι τόσο σίγουρς;»

-«Ίρθε γράμμ γριά! Γραμμ απ’ τα κιοντρικά στην Φιλανδιά!»

-«Κι τι λέει ου γράμμας τούτους»

-«Ούτι στα πλαίσια τις οικουνουμικής κρίσεους δεν θα αποσταλλούν φέτους δώρα σε ούλα τα πιδιά της Ιλλάδος»

-«Πω που συμφορά! Κι γιατί δεν μιλας ρε αχαίρευτε κι μ’ ίχεις εδώ και πλέκου κάλτσες τρεις μίνες τώρ;»

-«Μόλις προχθες ίρθι του γράμμα. Άλλωστι τι να σου πω και να σε στιναχουρώ κι εσένα; Λίγα έχεις στου κεφαλς σου! Να’χεις κι αυτού νου! Άλλε ρε πούστιδις Ιβρωπαίοι! »

-«Μι βριζς άγιες μέρες Βασίλη μ’. Μη βρίζς! »

«Συγγνώμ ρε γυναικα μ’ αλλά τα πηρ’ κρανίου ε! Πους θα αντίκρυσου εγού τα ματάκια τα πιδικά που μι περιμένουν;Τι θα πω σ’ αυτίς τις καρδούλς που προσμίνουν αυτίς τις μέρς για να ανοίξουν τα δώρα τις; Τι θα τις πω; Μι λες; Ούτι τα δώρα σ’ σας τ’ άφαγι ου Γιουργάκς κι ου Κωστάκς κι ούλοι οι νωμάταίοι των. Αυτό θα τους πω; Ια ια; Αυτουνό;»

-«Μιν απελπίζεσαι Βασίλη μ’ κι έχει ου Θεούς. Χριστούγεννα ίνι! Κάποιου θαύμα θα γενεί! Κάποιου θαύμα θα γεννηθεί μαζί με του Χριστούλη μας»

-“Διν ιλπίζω πια σε θαύματα κυρά Βασίλω μ’! Μας κόψαν και τα θάμματα κυρά Βασιλική μ’!”

Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του και η πόρτα της καλύβας χτύπησε δυνατά τρεις φορές:

-«Περιμενς κανεναν μουρή;», είπε με απορία ο «Έλλην Αη Βασίλης»

-«Ούχι Βασίλη μ’ποιου να περιμένου ιγού η καψερή βραδιάτικ. Μόνου τσακάλια έχει οξου;»

-«Αντι άνοιξε μουρή!»

Η κυρά Βασίλω παράτησε το πλεκτό και άνοιξε την πόρτα. Μπροστά της εμφανίσθηκε ένας καλοντυμένος κύριος με μαύρο κουστούμι, γραββάτα και ψηλό καπέλο:

– «Guten Abend Fraulein,καλησπέρα σας», είπε με σπαστή, υγρή δυτικοευρωπαική προφορά

-«Τι’ν τούτου Βασίλη μ», αναφώνησε με απορία η Βασίλω

-«Κάνα ξωτικό θα’ναι μουρή. Φέρ’τη καραμπίνα γρήγορα μουρή;»

-«Ψυχγαιμία αγαπητοί μου, ψυχγαιμία. Όχι καγαμπίνες και όπλα, Εγώ ήγθα για καλό!»

-«Ποιους ίσι ρε; Τι θες ιδώ βραδιάτικα;»

-«Ηγεμήστε κύγιε «΄Ελλην Αη Βασίλη». Αφήστε με παγακαλώ να σας συστηθώ. Ονομάζομαι Χένρικ Φον Φέσεν και έγχομαι απ’ ευθείας από Βγυξέλλες. Έγχομαι απ’ ευθείας από την Ευγωπαική καρδιά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου»

-«Τι νουμίσματα κι ταμεία λες ρι. Θα σε σκίσου ρε. Λέγι τι θες ρε;»

-«Αγαπητέ μου Αη Βασίλη. Ιγθα να σου πω πως φέτος τελικά θα μοιράσεις δώγα στα παιδιά»

-«Τι λες ριε; Ίρθες ιδώ να παίξεις με τουν πόνου μας ριε; Με την φτώχια μας ριε; Αμ τώρα σι κατάλαβ ιγώ ποιους ίσαι; Είσ’ απ’ αυτούς τους τζιτζιφιόγκοι που μας φέσουσαν μέχρι του λαιμό!»

-«Σας φεσώσαμε αγαπητέ μου, γιατί μας παρακαλάγατε! Ο Γιωγάκης σας μόνο τα οπίσθια δεν μας φίλησε. Αλλά ας μην τα θυμόμαστε αυτά πια “Έλλην Αη Βασίλη”. Εγώ, όπως σου είπα, ήγθα εδώ με καλό σκοπό. Φέγνω τρομερά νέα»

-«Τι νέα ρε αρρωστημένου ζαγαρ φέρνεις;»

-«Η Επιτροπή Έγκρισης Αγιοβασιλιάτικων Δώρων του ΔΝΤ, αποφάσισε για λόγους ψυχολογίας, πως φέτος δεν θα έπρεπε να σβήσει το χαμόγελο κι από τα Ελληνόπουλα. Για φέτος το έσβησε από τους μεγάλους. Ας χαρούνε μια χγονιά ακόμα τα παιδιά των Ελλήνω γιατί τα επόμενα χγονια έχονται μεγάλα αγγούγια»

-«Τι αγγούρ κι ντομάτ λες ρε; Ξιγίσου ρε; Τι θες;»

-«Δεν θέλω καλέ μου. Αυτή τη φορά ήγθα για να δώσω. Να δώσω δώγα. Ατελείωτα δώγα σε όλα τα παιδιά της Ελλάδος»

 

-«Κι που’ν τα δώρα ρε σαφρακιασμέν! Με δουλεύεις;»

-«Τγιακόσια καμιόνια με παιχνίδια μόλις πέγασαν τα σύνορα και έρχονται εδώ. Ετοιμάσου Άη Βασίλη. Ο ερχομός της μιζέγιας για τα παιδιά πήρε παγάταση. Γυάλισε το έλκυθρο, τάισε τα ζωντανά και άρχισε να μοιγάζεις. Σε λίγες ώγες τα δώγα θα’ναι στην πόγτα σου »

-«Άκουσις μουρή Βασίλω! Οι Οβρωπαίει ινέκριναν τα δώρα των παιδιώνε! Θα μοιράσουμ’ χαρά πάλι Βασίλω μ’!Χαρά! Α ρε τζιτζιφιόγκου θα σε φιλούσα αλλά ίσι πουλή λαμόγιου. Έχε χαρ…που μου φερ’ς καλά νέα. Αχ τα πιδάκια μ τα καλά! Το ξερα ιγώ πους κάποιου θαύμα θα γινόταν»

Πραγματι τα δώρα σε λίγες ώρες ήταν με τα καμιόνια στην πόρτα της καλύβας στον Όλυμπο. Έτσι έμπειρος όπως ήταν ο Άη Βασίλης είχε ετοιμάσει τα πάντα και μέσα σε λίγες ώρες είχε ήδη ξεκινήσει το μοίρασμα. Έπρεπε να βιαστεί γιατί τον περίμεναν χιλιάδες παιδιά από τον Έβρο ως την Κρήτη. Έριξε μία με το καμουτσίκι στους ταράνδους και το έλκυθρο ροβόλησε κατά τον κάμπο

Δεν ταξίδευε όμως για πάνω από μισή ώρα όταν μπροστά του εμφανίστηκε ένας γιγάντιος φουστανελάς. ‘Ενας τεράστιος τσολιάς που πάνω στις φούντες από τα τσαρούχια είχε έλατα και αντί για πούλιες στο γιλέκο του είχε μπάλες από χριστουγεννιάτικο δέντρο. Είχε και χρυσόσκονη στο μουστάκι ενώ στη φούντα από το καπέλο του κρεμμόταν ένας καλλικάτζαρος. Ο “Έλλην Άη Βασίλης” φρέναρε με τη μία το έλκυθρο τρομαγμένος και γούρλωσε τα μάτια. Αυτή τη φορά ήταν σίγουρος πως επρόκειτο για ξωτικό:

-«Τι ισι εσύ ρε παλλικάρι μ’. Ποιους ίσαι;», ψέλλισε με φόβο

– «Δεν με γνωρίζει ορέ Βασίλη;», απάντησε με δυνατή ψωνή ο τσολιάς-γίγαντας
-«Ούχι πιδί μ, ούχι τσουλιά μ’ ποιους είσαι;»

-«Είμαι το “Ελληνικό Πνεύμα των Χριστουγέννων” ορέ Βασίλη! Το Ελληνικό το Πνεύμα ορέ»! είπε και αντιλάλησε ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος

-«Καλά τσουλιαμ μι σκούζεις! Κατάλαβ! Του Ελληνικού του πνεύμα! Του καταλάβα μ!»

– «Για πού το ‘βαλες ορέ Βασίλη;»

– «Πνεύμα μ’! Πνευματάκι μ’. Ικεί που νόμιζα πους ούλα τέλεισαν ίρθι ου κύριους από τας Ευρώπας ο Φουν Φέσι, που του λεν, κι ενέκρινι δώρα για ούλα τα πιδάκια! Ούλα σου λέω! Ούλα!Κι πλέι στέσιον ινέκρινι και Μπάρμπες ινίκρινε και Τζιόκι Πρτσιόζι ινέκρινι! Τρέχω τώρα για να τους τα μοιρασ’! Τρέχου! Τρέχου τσολιά μ’»
-«Για στάκα ορέ Βασίλη!Τι να μοίρασεις ορές Βασίλη;»

-«Τα δώρ’ τσουλιά μ’! Τα δώρα τουν Γιουβροπαίων;»

-«Να τα βάλουν εκεί που ξέρου τα δώρα τους να τους πεις ρε» και ξανά βρόντηξε ο Θεσσαλικός κάμπος

-«Γιατί φουνάζεις πνεύμα μ’τσουλιά μ’! Διν θες να πάρουν δώρα τα πιδάκια;»

-«Θέλω ορέ Βασίλη! Θέλω πως δεν θέλω! Αλλά τα θέλω γεμάτα με άλλα πράγματα ορέ γερό και όχι μόνο με φανφάρες και παιχνίδια»

-«Τι αννοάς τσολιά μ’!»

-«Αννοάω πως τα παιχνίδια θα τα παίξουν για λίγο και μετά θα ξανά γυρίσουν στη μιζέρια και στην δυστυχία τους. Αυτά τα κουτιά που κουβαλάς Μπαρμπά Βασίλη πρέπει να έχουν και κάτι άλλο μέσα»

-«Τι να’χουν βρε πιδι μ!»

-«Να ‘χουν ελπίδα ωρέ γέρο! Ελπίδα για το αύριο! Μπορείς να γιομίσεις τα κουτιά αυτά με ελπίδα; Δεν θέλουν δώρα τα παιδία! Θέλουν ελπίδα ότι θα ζήσουν σε μια χώρα που όλες οι ταμπέλες θα είναι Ελληνικές! Ελπίδα πως δεν θα τους βλέπουν οι ξένοι σαν ένα κομμάτι κρέας! Ελπίδα πως δεν θα ξενιτευτούν όπως οι παππούδες τους για ένα κομμάτι ψωμί! Ελπίδα, ρε γέρο, πως θα δουν τους γονείς τους να ξανά χαμογελούν! Αυτό θέλουν ρε Έλληνα Άη Βασίλη. Ελπίδα!! »

Ο Έλλην Άη Βασίλης είχε μείνει άφωνος και δεν είχε τι να πει. Κοίταξε για λίγο τον τεράστιο τσολιά και κατέβασε τα μάτια του κάτω στο χιόνι.

-«Μη λιγοψυχάς ρε γέρο! Έχεις δουλειά απόψε! Δεν χρειάζονται καμιόνια με παιχνίδια για να έχεις ελπίδα. Το βλέπεις αυτό το κουκουνάρι;»

-«Το βλέπω τσολιά μου»

-«Μόλις το πετάξω πάνω στα πακέτα σου όλα θα αποκτήσουν μέσα ένα κουκουνάρι. Θα το βαφτίσεις «το κουκουνάρι της ελπίδας ». Θα γράψεις κι ένα γράμμα για κάθε παιδί πως ότι και να γίνει θα πρέπει να κρατάνε το κουκουνάρι σφιχτά όλη τη χρονιά και κάθε φορά που νοιώθουν άσχημα ή μίζερα το κουκουναρι θα τους γεμίζει ελπίδα. Πεσ’ τους ότι όλα θα περάσουν και να να μην αφήσουν κανένα να τους σβήσει το χαμόγελο από το στόμα. Πες τους πως αν το μυαλό και την καρδιά τους την κρατήσουν ελεύθερη και χαρούμενη θα έρθουν καλύτερα χρόνια! Πες τους όταν λιγοψυχούν να σφίγγουν αυτό το κουκουνάρι και να παίρνουν θάρρρος. Πρέπει όμως να το ευλογήσεις κι εσύ Άη Βασίλη. Πρέπει να το θες κι εσύ. Μόνο έτσι “θα πιάσει” η ελπίδα στο κουκουνάρι.

– «Ίσι λιβιντια΄ρε μπαγάσα τσουλιαά! Μι σιγκίνισες ρε! Θα του κάνου ρε! Θα του κάνου και θα φουτίσει ούλη η Ελλάς από την ελπίδα ριε. Ούλη η Ελλάς»

Εκείνα τα Χριστούγεννα οι ειδήσεις και όλα τα κανάλια μίλαγαν για τις χειρότερες από οικονομική άποψη γιορτές των τελευταίων 30 χρόνων. Κάθε μέρα αναλυτές, δημοσιογράφοι και ειδικοί μίλαγαν για μια χώρα που βυθίζεται μέσα στο χρέος. Κάθε μέρα όλοι και περισσότεροι άνθρωποι έχαναν την δουλειά τους!Τα προιόντα όλα ακρίβαιναν και οι μισθοί έπαιφταν. Χιλιάδες όμως παιδιά στην Ελλάδα έσφιγγαν τον κουκουνάρι που τους έδωσε ο Αη Βασίλης εκείνη τη χρονιά και ήλπιζαν πως όλα θα φτιάξουν ενώ ταυτόχρονα χαμογελούσαν. Και το χαμόγελο τους έκανε πιο δυνατούς και πιο αγωνιστές όχι μόνο αυτούς αλλά και τους γύρω τους. Γιατί αυτά τα Χριστούγεννα είχαν ξανά βρει το δώρο που κάποιοι τους έκαναν να ξεχάσουν: την ελπίδα

Γιώργος Κόκολας

Comments

comments

About Kiss My GRass