Home / MAKE ME FEEL / Μια Νύχτα… Μια Νεράιδα… Μια Γυναίκα – Αναστασία Κορινθίου

Μια Νύχτα… Μια Νεράιδα… Μια Γυναίκα – Αναστασία Κορινθίου

Τον συνάντησα περασμένα μεσάνυχτα στα Αναφιώτικα με μια χάρτινη σακούλα στο χέρι που μέσα της έκρυβε αλκοόλ και εθισμούς της σάρκας!

Ηταν χλωμός με μάτια κατακόκκινα και οι γαλάζιες φλέβες στο πρόσωπο του τον έκαναν να μοιάζει με Προφήτη που ξέχασε να βαφτιστεί σε νερά Αγια…

Tα μάτια του με κοιτούσαν με έναν τρόπο αδιάκριτο και πρόστυχο.

Με γύμνωνε με τα μάτια του, μα ένιωθα πως δεν τον ένδιεφερε το κορμί μου πίσω από τα ρούχα τα βαριά του Χειμώνα! Ένιωθα σχεδόν διαστροφικά πως αν με άγγιζε, τα χέρια του θα βίαζαν την ψυχή μου κι εγώ… εγώ θα φώναζα «πως θέλω και άλλο» από την γκαυλα του να σε παίρνουν για να ξαναοριστείς από την Αρχή!

Είχε ένα χαμόγελο που σε χάιδευε  και σε χαστούκιζε ταυτόχρονα.
Που σε καλωσόριζε  και σε έφτυνε κατάμουτρα.

Φορούσε ρούχα μαύρα και ήταν όλος ένα σκοτάδι…
Ήταν όλος μια νύχτα χωρίς φεγγάρι… χωρίς καν ουρανό να στηρίζει αστέρια!

Τον έβλεπα σαν υπνωτισμένη, με γήτευε και με γοήτευε η ηθελημένη του εγκατάλειψη.
Τοίχος με μούχλα και υγρασία και γκράφιτυ ερωτικών σμιξιμάτων ήταν!
Τοίχος αόρατος στους περαστικούς που δεν είχαν τίποτα να του πουν… που θα μπορούσε όμως τόσα πολλά να τους πει…
Σαν υπνωτισμένη το πλησίασα…

-Έχεις φωτιά;

-Έχεις τσιγάρο; Μου αντιγύρισε.

-Έχω.

-Από τα κανονικά ή από τα «άλλα»;

Εσκυψα το βλέμμα ντροπιασμένη που δεν είχα ποτέ από τα «άλλα» στην ζωή μου.

Δικά μου βολικά και βολεμένα τα «δικά» μου πράγματα!

Από τους ανθρώπους μου μέχρι τα θέλω μου και τα κανονικά μου βαρετά τσιγάρα!

Απλωσε το χέρι του και μου έδωσε ένα κουτί σπίρτα…

Σπιρτα! Τα κοιταξα απορημένη…

«Είναι πιο αντρίκια, καίγονται αληθινά, μυρίζουν θειάφι, καίνε ακόμα και τα δάχτυλα σου» μου απάντησε  κι εγώ τρέμοντας έβγαλα την ροζ ταμπακιέρα μου και τα συμβατικά και συμβιβασμένα τσιγάρα μου!

«Τι κάνεις εδώ νυχτιάτικα;» τον ρώτησα και εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε για πρώτη φορά μέσα στα μάτια.

«Περιμένω μια πουτάνα».

«Εδώ δεν κάνουν πιάτσα πουτάνες» του αντιγύρισα και τον κοίταξα προκλητικά.

Γελασε και κατέβασε μια γερή γουλιά από το μπουκάλι της… χαρτοσακούλας.

Ουίσκυ… σκέφτηκα και η μυρωδιά του μαζί με την  υγρή νύχτα και την νικοτίνη με έκανε να ανατριχιάσω.

«Αυτή η πουτάνα δεν είναι γυναίκα… Είναι νεράιδα»

Σειρά μου να γελάσω σκέφτηκα και με θράσος του είπα

«Δεν υπάρχουν νεράιδες πουτάνες».

«Α ναι;» μου αντιγύρισε ειρωνικά…

«Κι όμως πιτσιρίκα… υπάρχουν. Εγώ εδώ την συνάντησα. Είχε ντυθεί… γυναίκα μα την ξεχώριζες από το διάφανο δέρμα, τα μάτια που είχαν κάτι από λίμνη και θάλασσα, τα χείλη τα κόκκινα χωρίς κραγιόν. Τα στήθη της μικρά και ρόδινα… τα πρόβαλε επιδεικτικά μέσα από ένα ίχνος λινού υφάσματος, που είχε τυλιγμένο γύρω της. Την ρώτησα ποια είναι και τι κάνει…

Πιάτσα μου απάντησε. Θέλω να πηδηχτώ με έναν άντρα απόψε και να πληρωθώ.

Τι ζητάς ; την ρώτησα εγώ!
Ελευθερία… μου είπε!
Η νεράιδα μου δεν  ήθελε ποτέ να νιώθει δεσμευμένη.
Δεν ήθελε ποτέ να ανήκει σε κανέναν παρά στον εαυτό της.

Ήθελε έναν άντρα να του δοθεί με πληρωμή της λεύτερα όνειρα. Τα δικά του όνειρα. Να μπει στη μνήμη του, να μπει στις γκαύλες του, να μπει στους φόβους και στις νίκες του, στις ήττες θριάμβους

Τα ήθελε απεγνωσμένα γιατί αν τα αποκτούσε, μετά δεν είχε πια νόημα να τα θέλει, όταν η ελευθερία της θα γινόταν μια ανάγκη σαρκική.
Όταν μέσα σε μια ασφυκτικά σφιχτή αγκαλιά, από εκείνες που σε σπάνε σε κομμάτια μόνο και μόνο για να ξαναφτιαχτείς από την αρχή, όταν μέσα σε ένα πήδημα ανθρώπινο που φτιάχτηκε από Θεό, θα ένιωθε πιο ελεύθερη και πιο γεμάτη από ποτέ.
Όλα αυτά που την χαρακτήριζαν – η μαγεία, η ξενοιασιά, η χρυσόσκονη  – δεν είχε πρόβλημα πια να τα παραδώσει με αντίτιμο το λεπτεπίλεπτο νεραϊδίσιο κορμί της!

Ηθελε να ζήσει για λίγο εκεί  που ο αέρας δεν έχει οξυγόνο.
Εκεί που το μαζί δεν είναι δέσμευση, αλλά ανάγκη.
Εκεί που το θέλω, υπερνικά όλες τις προσευχές του κόσμου.
Αέρας.

Της άπλωσα το χέρι να πάμε σε ένα μοτέλ από αυτά με τα βρώμικα πρόχειρα στρωμένα σεντόνια.

Αρνήθηκε… Μου έδειξε τον τοίχο απέναντι μας… Αυτόν εκεί τον τοίχο. Δες τον!

Μου άρπαξε βίαια το κεφάλι και με έκανε να δω το γκραφιτι απέναντι μας.

Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΕΙΝΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΦΟΒΟ.

«Εκεί το κάναμε… Ορθιοι.

Την κρατούσα από τα  μικρά της στήθη και τα κατακόκκινα μαλλιά.

Με κρατούσε από την ανάγκη μου να πεθάνω μέσα της.

Δεν ήθελα να τελειώσει.

Δεν ήθελα να τελειώσω. Κι όταν κάποια στιγμή η κραυγή της με ξύπνησε από το αψέντι του λαιμού της  που δάγκωνα, όταν την είδα να σπαρταρά στα χέρια μου κι ένα ασθενικό ροζ αίμα να τρέχει από τα πόδια της… ένιωσα νεκρός. Χαμένος που δεν κέρδισε το κορμί μου τον χρόνο.

Ηδονικά νεκρός από έρωτα.

Γυρισε και με κοίταξε με μάτια υγρά…

Πληρωσε με μου είπε.

Με τι;

Επιασε το κεφάλι μου και την καρδιά μου…

Γελασε με έναν τρόπο που γελούν μάγισσες και ανεράδες.

Εγω έβαλα τα κλάματα σαν μικρό παιδί.

Εντάξει αγόρι… Μου φτανουν  αυτά, είπε και εξαφανίστηκε.

Εξαφανίστηκε! Το καταλαβαίνεις;»

Ουρλιαξε και το πρόσωπο του γέρασε σε ένα λεπτό!

Γηρατιά βαριά όσα ποτέ δεν θα γίνουν δικά μας ξανά… Ξένα….

«Κι εσυ… τι απέγινες εσύ;» τον ρώτησα με τρόμο.

«Εγώ… εγώ κουβαλώ πια  την ελευθερία της, έχω την εικόνα της και την ανάμνησή της, αλλά δεν θα έχω ποτέ ξανά εμένα μέσα από το άγγιγμα με όσα ήταν.
Κι εκείνη… εκείνη υπάρχει κάπου με το σπέρμα της γνώσης του ανθρώπινου πόνου, το δικό μου σπέρμα…και θα τα έχει χάσει όλα, αλλά θα ξέρει πως τουλάχιστον, ένιωσε αληθινά Ελεύθερη να επιλέγει τους άφοβους πόνους της ελευθερίας».

Εβαλα τα κλάμματα…

Εμαθα… Κατάλαβα.

Να τον αγγίζεις πρέπει τον έρωτα.
Να τον αφήνεις να σε λεηλατεί γιατί είναι άφθαρτος και άτρωτος.
Το μόνο που καταστρέφει έναν έρωτα είναι η απουσία.
Η απουσία των ψυχών.

Η νεράιδα πουτάνα πληρωνόταν ακριβά.

Με αγόρια φτιαγμένα για έρωτα που τα ξεγέλασε μια αγάπη.
Τον έρωτα της νεράιδας τον γεννάει το μυαλό, τον ζει η ψυχή και επιβιώνει μέσα στα σώματα τα φθαρτα.
Εκλεισα τα αυτιά μου…

Άκουγα πια τις νεράιδες όλου του κόσμου να σπαράζουν σε αίθουσες αεροδρομίων και λιμάνια, σε  αίθουσες τοκετών και νεκροτομεία! Για αυτόν τον έρωτα έστω και τον πληρωμένο θυσιάζαν την αθανασία της ξενοιασιάς του ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΡΕΙΣ

Κορμιά που έπαιξαν στα ζάρια τις αντοχες τους.

Που ξευτιλίστηκαν αυτοί που… πλήρωσαν την πουτάνα αντί να της δώσουν οικειοθελώς  το Φιλί τους.

Φιλί θανάτου.

Οι πουτάνες νεράιδες αυτά τα φιλιά διεκδικούν.

Αυτά τα φιλια που ξεγυμνώνουν  τα μικρά, τα φτηνά και τα λίγα αμά τη εμφανίσει τους.

Προηγούνται όλων αυτά τα πικρά φιλιά. Η λογική, η αγάπη, κι όλα εκείνα τα απτά συναισθήματα, έπονται. Προηγούνται όλων και τα ορίζουν όλα.

Είναι άλλωστε τα μόνα ικανά να νικήσουν τις μνήμες μνημόσυνα!

Γιατί ο έρωτας, ο πληρωμένος με νεραιδα έρωτας, την στιγμή που τον συναντάς, διαγράφει κάθε παρελθόν.

Παραγράφει οτιδήποτε υπήρξε πριν από εκείνον και κυρίως τις… καλές σου ενάρετες πράξεις.

Ευλογεί όλες τις αμαρτίες σου!

Σε προκαλει αν κάνεις κι άλλες και να καταταγείς στους μισθοφόρους των αγγέλων που απέλυσαν οι Θεοί!

Εφυγα με το κεφάλι ψηλά να κοιτώ τα αστέρια πίσω από τα σύννεφα. Μια τρελή που ένιωθε ως τωρα σιγουριά σε ένα σύμπαν που δεν στηριζόταν πουθενα! ‘Ισως σε ένα κεφάλι καρφίτσας… Ίσως στην τρύπα μιας βελόνας που κεντούν νεράιδες τα γελια μας τα εφήμερα. Αναρωτιόμουν αν θα με πίστευε ο επόμενος τυχαίος άγνωστος σαν συστηνόμουν σαν μια πουτάνα νεράιδα κι εγώ που θα πληρωνόταν με αντίτιμο… την Ελευθερία!

Αναρωτιόμουν αν θα μας έπαιρνε μάτι  το αγόρι με την χάρτινη σακούλα…

Πέταξα το παλτό μου και την μπλούζα μου.

-Πόσο πάει;

Με ρώτησε ένας περαστικός.

Κι εγώ έπιασα το κεφάλι και την καρδιά του και τον φίλησα δίπλα σε ένα γκράφιτι που έγραφε Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΑΠΟ ΑΥΤΗ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ.

Ορκίζομαι… την ώρα που με έπαιρνε άκουσα νεράιδες να κλαίνε από ζήλεια που κατείχαν μόνο την χαρά του θανάτου και όχι…. τον πόνο της γέννας!

Comments

comments

About Αναστασία Κορινθίου

Γεννήθηκα στην Αθήνα όπου επέστρεψα πάλι μετά από 26 θαλασσινά χρόνια στην Ρόδο της καρδιάς μου!
Βλέπεις στον… τόπο του εγκλήματος δεν επιστρέφουν μόνο οι δολοφόνοι αλλά και οι… ποιητές για να καταγράψουν ερωτικά εγκλήματα στα οποία όλοι είμαστε συνεργοί!
Με λένε νεράιδα, εγώ νιώθω χαμίνι!
Αγαπώ να… αγαπώ και ιδιαίτερα αυτούς που δεν ξέρουν πώς να αγαπιούνται!
Αδύνατο σημείο μου που με κάνει δυνατή τα τρία υπέροχα παιδιά μου!
Με βρίσκετε στα πιο ασυμβίβαστα στέκια, σε συννεφάκια από «πειραγμένο υλικό» και φυσικά στα βιβλία μου!