11/11/2017, Θεσσαλονίκη
Μετά από δύο πολυσυζητημένα και πολυδιαβασμένα έργα που έκαναν αίσθηση στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, το τρίτο, κατά σειρά, βιβλίο τού Αναστάση Μαρασλή, αποτελεί Ο κύκλος του Πάθους που έχει εκδοθεί το 2016 στον Πειραιά και, κατά δήλωση του ιδίου, περιέχει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Το εντυπωσιακό εξώφυλλο, με τα ανάγλυφα χρυσά γράμματα του τίτλου και με τις δύο εικόνες του, προϊδεάζει εύστοχα για την υπόθεση του έργου που αφορά κυρίως, μία τολμηρή εμβριθή κριτική του παθολογικού εγκλωβισμού στα στροβιλίζοντα φαύλα αδιέξοδα πάθη αυτής καθεαυτής της σάρκας, χωρίς αναζήτηση της διασύνδεσής της με την ψυχοπνευματική ηδονή. Τα γεγονότα διαπλέκονται, κυρίως, σε λαμπερές μεγαλουπόλεις της Αμερικής, όπως το Μανχάταν και η Ν. Υόρκη. Επίσης, στο Λονδίνο και πολύ λίγο στην Ελλάδα. Τα γήινα χρώματα σε μαύρο φόντο παραπέμπουν στην αποκλειστική κι εμμονική προσκόλληση του πρωταγωνιστή μας και άλλων «ομοϊδεατών» του, στη θήρα της ικανοποίησης των γήινων σκοτεινών πρωτόγονων ενστίκτων όπως της πείνας, του σεξ και της ανάγκης για προβολή ισχύος.
Όλο αυτό, όμως, το γκλαμουράτο και ακραία ελκυστικό σκηνικό με τον υλικοκεντρισμό και την υπερφίαλη κούφια δόξα θα αμφισβητηθεί σε βάθος και θα καταποντιστεί αύτανδρο μπροστά μας, με απαξίωση του αμερικανικού ονείρου και του αποτυχημένου δυτικού καπιταλιστικού μοντέλου ζωής, όχι μόνο για τους πολλούς, αλλά και για τους λίγους. Ό,τι ευχαριστούσε μόνο τις αισθήσεις σιγά σιγά ξεθωριάζει, μοιάζει φτήνεια και σκλαβιά. Ό,τι αρχικά αποτελούσε ζητούμενο, στο τέλος φαντάζει κίβδηλο κι ανόητο. Το σώμα αναζητά σπαρακτικά την πλήρη ευδαιμονία…Υποφέρει να έρπει στη βασανιστική απομόνωσή του και το χωρισμό από το αδελφό πνεύμα και την εγγενή ψυχή του. Μόνο στην ένωσή του με αυτά, το τρισυπόστατο ανθρώπινο ον θα υψωθεί στον Ουρανό, στη θέση για την οποία έχει, πραγματικά, προοριστεί. Μόνο εκεί θα βιώσει την πλήρωση της ενδελέχειάς του.
Ο αναγνώστης στα τριάντα έξι κεφάλαια του βιβλίου, μπορεί να προβληματιστεί γόνιμα και να απολαύσει τη δραματική ιστορία του κεντρικού ήρωα, του σαραντάρη Άλεξ Ρόουζες, διεθνούς φήμης Ελληνοαμερικανού εμπόρου έργων τέχνης, τον οποίο στην έναρξη της πλοκής τον βλέπουμε να απολαμβάνει ένα ευχάριστο ερωτικό βράδυ με τη Ντόροθυ και να χωρίζονται, λόγω προγραμματισμένου ταξιδιού του Άλεξ στο Λονδίνο. Η γλυκιά και δοτική Ντόροθυ, αρχαιολόγος, κόρη των Τζέιμς και Αϊρίν, ενός αγαπημένου ζευγαριού επί τριάντα χρόνια, υποστηρίζεται πάντα από τους γονείς της και ονειρεύεται να καταξιωθεί επαγγελματικά, μέσα από σκληρή δουλειά και όχι διά της πλαγίας εύκολης οδού. Ποθεί το πνευματικό φως, τη de profuntis προσφορά στις σχέσεις και το ανόθευτο άγγιγμα στον έρωτα, σε αντίθεση με την υπολογίστρια φίλη της, την κομφορμίστρια Κιάρα. Άραγε, η Ντόροθυ, θα λουστεί από τη λάμψη της αφοσίωσής της για την επιστήμη της και από τους καρπούς των κόπων της;
Ο Άλεξ, αντίθετα από την χαρούμενη οικογενειακή ζωή της Ντόροθυ, από την τρυφερή ηλικία των έξι ετών, βίωσε ένα βίαιο τραυματικό γεγονός στην οικογένειά του που δεν του εξασφάλισε ήρεμα παιδικά χρόνια. Μήπως, αυτό το παιδικό τραύμα έχτισε αυτόν τον αριβίστα ενήλικα που επιζητούσε την ηδονή στην επίπλαστη επιτυχία, στην εξαπάτηση για εύκολο υλικό πλουτισμό; Μήπως γι’ αυτό ζούσε στη θολούρα της δολερής ανταγωνιστικότητας και ματαιόδοξης υπεροψίας «και ήθελε να είναι πάντα το σφυρί κι όχι το καρφί» και να επιβεβαιώνει ναρκισσιστικά τη δύναμή του; Τα κενά της ψυχής του πάλευε, προφανώς, να τα γεμίσει με ποτό, αχαλίνωτο, χωρίς συναίσθημα, σεξ, καταχρήσεις, έκλυτες έξεις και παράνομες δραστηριότητες στη δουλειά του. Και, όπως, κάθε φορά η αρχαιοελληνική Άτις και η Ύβρις οδηγούν στην Νέμεση και την Τίση, έτσι και για τον διεφθαρμένο έμπορο προοικονομείται η ώρα της τιμωρίας. Την κρίσιμη αυτή στιγμή, συνειδητοποιεί πως η Ντόροθυ που τον αγαπά ανιδιοτελώς και ολοκληρωτικά, δεν είχε καμία σχέση με τις άλλες ρηχές κι ανώριμες γυναίκες, αλλά συνιστούσε «ένα ανεκτίμητο εύρημα». Όμως, αυτό το πλάσμα, αποτελεί ταυτόχρονα και απειλή να χάσει ο Άλεξ κάθε έλεγχο! Και, «Τι ειρωνεία κι αυτή! Τώρα, που κόντευε να τα χάσει όλα, είχε ανακαλύψει τον έρωτα και αισθανόταν παγιδευμένος στο μεταξένιο κλοιό του που τον έσφιγγε επικίνδυνα».
Η τριανταοκτάμηνη ποινή φυλάκισής του στην Αγγλία στάθηκε η αφορμή να βρεθεί στο ίδιο κελί με τον μυστηριώδη συγκρατούμενό του, τον Τζων, τον άνθρωπο κλειδί που του άλλαξε την έως τώρα κοσμοθεωρία του, οδηγώντας τον προς την Αλήθεια και την ουσιαστική ομορφιά της ζωής. Ως αναγνώστες, εύκολα μπορούμε να παρασυρθούμε κι εμείς, μαζί με τον αυτοσυνειδητοποιημένο και «ολύμπια ατάραχο» Τζων σε ασκήσεις διαλογισμού προς τη βίωση της επικοινωνίας με τον εσώτερο εαυτό μας! Ταυτόχρονα, ο Άλεξ στράφηκε προς τη συγγραφή αυτοβιογραφικών ιστοριών, γεγονός που τον ανακούφιζε. Πλήρωσε με ακριβό τίμημα τα λάθη του, καθώς δυσφημίστηκε και το όνομά του, αλλά αυτό μήπως αποτέλεσε αναγκαίο στάδιο προς την αυτεπίγνωσή του;
Κατά την αποφυλάκισή του, γεννήθηκε ένας νέος, μεταμορφωμένος Άλεξ. Ασχολούνταν πια επαγγελματικά με τη συγγραφή. Το πρότυπο τού αμερικανικού ονείρου για κάθε μετανάστη, όπως και για τον Άλεξ, ως γιο μετανάστη, κλονίστηκε και τέθηκε προς επαναδιαπραγμάτευση. Όντας πνευματικά καθαρός και ψυχικά δυνατός, δεν απέφευγε πια το παρελθόν του που τον στοίχειωνε. Κατόπιν εκούσιας έρευνάς του, ανακάλυψε εκπληκτικά και έντεχνα κρυμμένα οικογενειακά μυστικά, με αποτέλεσμα να αναθεωρήσει το περιεχόμενο της πλάνης που τον ταλάνιζε επί τριάντα τέσσερα χρόνια… Εξυψώθηκε τόσο πνευματικά, ώστε μπόρεσε να διαχειριστεί τον εφιαλτικό θυμό του και να συγχωρήσει…
Η συγκλονιστική και σπάνιας γλαφυρότητας και ειλικρίνειας εξομολόγη τού Άλεξ προς τον φίλο του, τον Ντάνυ, – συζύγου της Νικόλ, σε έναν συμβατικό, ανιαρό και προβλεπόμενο καθ’ όλα γάμο- μας συνεπαίρνει στο ταξίδι προς αυτή τη νέα ζωή, όπου σπάνε τα δεσμά που κρατούν αιχμάλωτη τη συνείδηση και καταπιέζουν τα γνήσια κι ανόθευτα συναισθήματα. Είναι αρκετά δύσκολο να μην ταυτιστούμε με το, εκ βαθέων, ξέσπασμα του Άλεξ για την αηδία που ένιωθε τώρα για την εικονική προηγούμενη ζωή του και να μην αναρωτηθούμε και για τους δικούς μας εαυτούς. Κατά πόσο είμαστε υποχείρια των φόβων μας και των άρρωστων εκφάνσεων του κοινωνικου κατεστημένου; Κατά πόσο γνωρίζουμε ποιοι είμαστε, κατά πόσο είμαστε ο εαυτός μας και τι επιθυμούμε, στ’ αλήθεια; Ο Άλεξ νίκησε το τέρας που κατευθύνει την επιβίωση σάρκινων πλασμάτων χωρίς σκοπό. Ο αναγεννημένος Άλεξ είχε «ακόμα την επίγνωση ότι δεν είναι δυνατόν να είναι ποτέ μόνος, γιατί η εν επιγνώσει ψυχή περικλείει και περιβάλλει τα πάντα και είναι συνδεδεμένη με την πηγή, τον ύψιστο δημιουργό απ’ όπου εκπηγάζει».
Για όσα χρόνια ο Άλεξ ζει μέσα στην κραιπάλη, ο κολλητός φίλος του, ο Ντάνυ, είναι πάντα δίπλα του, δείχνει να τον συναισθάνεται και να τον βοηθά. Όταν, όμως, ο Άλεξ αλλάζει στάση ζωής, η πολύχρονη φιλία θα κλονιστεί ή θα διατηρηθεί; Έχει πια σημασία για τον Άλεξ η πολύτιμη φιλία του Ντάνυ;
Και τα λόγια και η δράση και των δευτερευόντων ηρώων δεν παρουσιάζουν, όμως, καθόλου λιγότερο ενδιαφέρον, καθώς και οι σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους και με τον πρωταγωνιστή συμπλέκουν σκηνές κινηματογραφικές, με μεγάλες δόσεις suspense: ενδεικτικά, η Κέιτι και η Ρέητσελ, ξανθά μοντέλα πασαρέλας, χωρίς κάποιο άλλο αξιοζήλευτο προσόν, η δεκαεννιάχρονη αινιγματική και διαβολική Λουίζ Λάσκυ, ο Ρομπέρτο Γκιζόν ή Γάτος, χαρακτηριστική περίπτωση ατόμου που υιοθετούσε τη στάση vivere pericolosamente, o υπερόπτης Μάθιου, αδελφός τού Ντάνυ, ο Νικ Αλτιέρι, διεφθαρμένος καλλιτέχνης- σύζυγος της πικρόχολης κι εριστικής Μπάρμπαρα Τσινάσκι- που επλήγη από μία δυσάρεστη έκπληξη που του άλλαξε την τροχιά της παράνομης πορείας που διέγραφε.
Μέσα στον βρόμικο κόσμο του ανούσιου υλικού ευδαιμονισμού, ζουν, ωστόσο, και κάποιοι διαμαντένιοι χαρακτήρες- εκτός, βέβαια, από τη Ντόροθυ και τον Τζων-, όπως ο αμετανόητος αναρχικός καλλιτέχνης, ζωγράφος και μουσικός, ο Μάικλ Ρης. Άνθρωπος αντισυστημικός «έβγαζε τη γλώσσα του στην επιτυχία και ζούσε την κάθε μέρα σαν να ήταν η τελευταία του». Αλλά και ο δαιμόνιος ιδιωτικός ντετέκτιβ Μπράντον Χερστ διατηρούσε τον ενθουσιασμό για την ουσία της δουλειάς του και την αποκάλυψη της αλήθειας, χωρίς υποχωρήσεις, λόγω φόβου ή χρηματισμού. Καταλυτική καθίσταται και η παρουσία τού, ασυνήθιστα ρομαντικού και ιδεολόγου, ενενηντάχρονου Αντόν Καζέριαν, ιδιοκτήτη ενός από τους μεγαλύτερους ιδιωτικούς εκδοτικούς οίκους των Η.Π.Α. και του γιου του, Τόμας. Ποιος είναι, όμως, ο ακριβής ρόλος που θα διαδραματίσει ο κάθε ήρωας στην εξέλιξη της ιστορίας; Και, ποια θα είναι η έκβαση της σχέσης του Άλεξ και της Ντόροθυ;
Στην παλαίστρα της αρχέγονης αέναης διαμάχης του κακού με το καλό, της κακίας με την αρετή, του νείκους με τη φιλία, του ορατού, υλικού, φθαρτού κι εφήμερου στοιχείου με το αόρατο, άυλο και άφθαρτο πνευματικό στοιχείο, ο ήρωάς μας έδωσε τον δικό του αγώνα. Μετά από την επώδυνη- και γι’ αυτό όχι δεδομένη- συνειδητοποίηση της ατελέσφορης υποταγής του στην αγέλη, της μοναξιάς του έχειν και του φαίνεσθαι, επέλεξε το δρόμο του είναι.
Θαρρώ πως, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, διαπερνά μπροστά μας ο φιλοσοφικός στοχασμός αιώνων, από τους προσωκρατικούς ακόμη φιλοσόφους και την ανάγκη να κατανοήσει ο άνθρωπος το «όντως όν», να συλλάβει τον κόσμο, τον νου και τον Θεό, μέχρι τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και την παγίωση της Οντολογίας και Μεταφυσικής, καθώς και τους νεότερους φιλοσόφους, Έλληνες και ξένους, που ασπάζονται και διαφορετικές θρησκείες. Η φιλοσοφική τοποθέτηση του Μαρασλή δεν είναι εγκλωβισμένη σε περιοριστικά ιδεολογικά στεγανά και συγκεκριμένο χαρακτηρισμένο θρησκευτικό, φιλοσοφικό, κοινωνικό, πολιτικό προσανατολισμό. Ο διαχρονικά δυσεπίτευκτος εναγώνιος πόθος και στόχος τού ανθρώπου να βιώσει την αληθινή ψυχοπνευματική ελευθερία που θα ελαφρύνει και θα αξιοποιήσει και το σώμα σε όλο του το μεγαλείο, πραγματώνεται μπροστά μας. Τα δραματικά πρόσωπα και τα γλαφυρά γεγονότα, λειτουργούν ως άλλοθι, ως λογοτεχνικές περσόνες, που καθιστούν πιο κατανοητά τα δυσνόητα μεταφυσικά ερωτήματα που οδηγούν στην ίδια αναζήτηση : την ένωση με το θείο, το πέρασμα «σε μια άλλη διάσταση, όπου ο χρόνος, ο χώρος, η ύλη και η ενέργεια, τα βουνά, οι θάλασσες, τα αστέρια, τα φυτά, τα ζώα, οι νόμοι και οι άνθρωποι, τα πάντα, επέστρεψαν ξανά μέσα του και τα χώρεσε όλα ο ίδιος σε ένα και μόνο συναίσθημα, που δεν ήταν από τούτον εδώ τον κόσμο, ένα συναίσθημα επιστροφής κι ελευθερίας, αυτό της άφατης Αγάπης!».
Το πόνημα αυτό του Μαρασλή, εκτός από το αναμφισβήτητα αξιοπρόσεκτο περιεχόμενο είναι και άρτιο υφολογικά και λογοτεχνικά, όπως έχει ήδη σημειωθεί και σε κάποια σημεία.
Το προσεγμένο λεξιλόγιο και η υποδειγματική του εφαρμογή σε επίπεδο γραμματικής και συντακτικού τιμά την ελληνική γλώσσα. Οι ήρωες είναι καθημερινά πρόσωπα του σύγχρονου πολιτισμού που ο εξωδιηγητικός αφηγητής, με την αντικειμενική εστίαση, δεν τα κρύβει με υπαινικτικές λέξεις πίσω από κάποιον μανδύα σοβαροφάνειας, για να μην προκαλέσει τάχα την υποκριτική ψευτοηθική, παρά τολμά και γράφει τα πράγματα με τ’ όνομά τους και με αφοπλιστική ευθύτητα.
Οι εξονυχιστικές παραστατικές περιγραφές και οι εικόνες που ενεργοποιούν όλες τις αισθήσεις μας, μαρτυρούν έναν οξύνου και παρατηρητικό αφηγητή, με ιδιαίτερα αναπτυγμένες και τις αισθήσεις και το θυμικό και την ευφυία.
Οι πάμπολλες παρομοιώσεις ζωντανεύουν σκηνές, όπως του αμοιβαίου φιλιού Άλεξ και Ντόροθυ που οι γλώσσες τους έπαιζαν «σαν δυο δελφίνια στον ωκεανό».
Ο αφηγηματικός χρόνος κινείται όχι πάντα γραμμικά (ab ovo), αλλά με ανάμειξη παροντικών γεγονότων και αναδρομών στο παρελθόν, επιτείνοντας την αγωνία του αναγνώστη. Επιπροσθέτως, η ταυτότητα κάποιων προσώπων, των οποίων πρώτα ξεδιπλώνεται η δράση τους, δεν αποκαλύπτεται πάντοτε αμέσως, με απότοκο την εκτίναξη του ενδιαφέροντός μας για τη συνέχεια της πλοκής.
Μάλλον τυχερός μπορεί να χαρακτηριστεί, όποιος διαβάσει το εν λόγω βιβλίο του Μαρασλή για την προσφορά της ξεχωριστής εμπειρίας του μοιράσματος της πλεύσης στη θάλασσα των υπαρξιακών αγωνιών μας, της αναζήτησης των αιτίων της αίσθησης του ανικανοποίητου και του βασανιστικού κενού κάθε σκεπτόμενου και συναισθανόμενου όντος, που δεν εστιάζει στην κάλυψη μόνο των ζωωδών ενστίκτων του. Και, κυρίως, γιατί το αποτέλεσμα αποζημιώνει τον αναγνώστη, μιας και τάσσεται υπέρ του πραγματικού έρωτα, τη δύναμης της αγάπης που σαν κάποια αόρατη δύναμη ενεργοποιεί «θραύσματα μνήμης που βρίσκονταν θαμμένα για πολλά χρόνια στο παρελθόν μιας πρόωρα χαμένης αθωότητας». Και δεν είναι καθόλου λίγο να επανασυγκολλούνται αυτά τα ξεχασμένα, από τους περισσότερούς μας θραύσματα και να μετουσιώνονται σε μία καινή αποκάλυψη που απελευθερώνει όλα τα καταπιεσμένα αισθήματα. Δεν είναι λίγο, μετά από την αποκλειστική «χρήση» ή τον υπερτονισμό του σκληρού και αναίσθητου εαυτού, στο βωμό δήθεν της επιβίωσης, να ζωντανεύουν πληγωμένα κομματάκια από τον άλλο, τον ξεχασμένο και παραπεταμένο εαυτό μας… Να μας φωνάζουν ότι θέλουν να φωτιστούν και στο τέλος να βρίσκουν δικαίωση, προκειμένου να μεταμορφώσουν την αδιάφορη κατάσταση επιβίωσης- διαβίωσής μας σε πρωτόγνωρη πληρότητα κι αυτοπραγμάτωση. Στον κύκλο του Πάθους βλέπουμε τους μη διαβρωμένους ανθρώπους που δεν τους κατάπιε κανένα ανθρωποφάγο σύστημα, που κυνηγάνε με αθωότητα το όνειρό τους και το ζουν, να είναι οι τελικοί νικητές. Και, κοντά σ’ αυτούς και ο τέως τυχοδιώκτης και καθημαγμένος Άλεξ, βρίσκει τη γαλήνη και τη λύτρωση της ψυχής του. Διαμέσου αυτών, κυρίως ο αναγνώστης που βρίσκεται σε σύγχυση και δεν επικοινωνεί με τον εσωτερικό πραγματικό εαυτό του και υποφέρει, πιθανόν να συμπάσχει με τον κεντρικό ήρωά μας, αλλά ταυτόχρονα ίσως να λαμβάνει ένα φωτεινό ελπιδοφόρο μήνυμα : ότι μπορεί στις επιμέρους μάχες να νιώθει ηττημένος ή να μην αναγνωρίζει μέρη του εαυτού του, αλλά δεν έχει χάσει και τον πόλεμο. Με κάποιο τίμημα έστω, ο δρόμος προς την αυτογνωσία και την αυτεπίγνωση είναι για όλους ανοιχτός…Εκεί όπου ο νους ταπεινώνεται για να εξυψωθεί, εκεί που «βρίσκεται σε κατάσταση απόλυτης ειρήνης και σιωπής». Εκεί όπου ο ανακαινισμένος και εξαγνισμένος άνθρωπος- ο hοmo novus και ο hοmo tersus, κατά τον Μαρασλή- μπορεί να φτάσει στον ουρανό, όπου αίρονται οι δεσμευτικές έννοιες του χώρου και του χρόνου, και να ενωθεί με τον Θεό. Το μυθιστόρημα αποτελεί, εν κατακλείδι, μία έμμεση προτροπή να καταστούμε «ουρανοφοίται», κοινωνοί της εν πνεύματι Αγάπης, μιας και καθώς λέει ο Απόστολος Παύλος(Α’ Προς Κορινθίους Επιστολή, 13.1, στον γνωστό «Ύμνο της Αγάπης») ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. Δηλαδή, σε νεοελληνική απόδοση: εάν μιλώ τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη, έχω γίνει ένας χαλκός που ηχεί ή ένα κύμβαλο που φωνάζει μονότονα.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο Άλεξ αποπειράθηκε, επιπροσθέτως, να φωτίσει κι άλλα πρόσωπα, μεταγγίζοντας το θαύμα που ζούσε, ώστε να υπηρετήσουν πολλοί το ανώτερο σχέδιο της ζωής. Σύμφωνα με την Σύμβουλο- Ψυχολόγο Άννα Δήμου («Μετατρέποντας τον πόνο σε δύναμη και γνώση- Ο μύθος του Χείρονα») ο πληγωμένος, αλλά θεραπευμένος έχει μετατραπεί σε ειδήμονα και επιθυμεί συνταξιδιώτες- όρο που χρησιμοποιεί ο Ίρβιν Γιάλομ(Irvin David Yalom)- σε έναν κοινό πνευματικό δρόμο. Οι πόνοι και οι δυσκολίες, οι πληγές και οι δοκιμασίες -και κατά τον Carl Gustav Jung (Καρλ Γιουνγκ)- είναι ικανά να διδάξουν και να μετατραπούν σε πηγή μεγάλης σοφίας και θεραπευτικής δύναμης. Ο «πληγωμένος θεραπευτής» συναισθάνεται τους άλλους που υποφέρουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, και σπεύδει να τους αφυπνίσει και να επουλώσει τις πληγές τους, όπως έκανε ο Χείρων, ο σοφότερος των Κενταύρων.
Μέσα από την προσφορά βοήθειας συνεχίζει τη δική του αυτοβελτίωση. Ο Μαρασλής, μετά την κατάκτηση των δικών του αυτεπιγνώσεων, όπως αυτές μετουσιώνονται σε μυθιστορηματικό λόγο και προσεγγίζοντας με ρεαλισμό, αλλά ταυτόχρονα με συμπάθεια και κατανόηση τους αλύτρωτους γήινους ήρωές του – συνανθρώπους του, φανταστικούς ή πραγματικούς, τους αφήνει πάντα χώρο και τους προσκαλεί να κατοικήσουν στον υπερβατικό αμόλυντο γαλήνιο ουρανό. Η κάθαρση είναι εφικτή. Αρκεί οι πρωταγωνιστές είτε της μυθοπλασίας είτε της πραγματικότητας να το αποφασίσουν…