Home / POINT OF U / Editors' view / Ο “Πολιτισμός” Της Αγένειας Παραπλανά και Πληγώνει – Παναγιώτα Παναγιωτάκη

Ο “Πολιτισμός” Της Αγένειας Παραπλανά και Πληγώνει – Παναγιώτα Παναγιωτάκη

Συνήθως, για να μπορούν οι άνθρωποι να ευρίσκονται όλοι μαζί με αρμονία και με συνεννόηση σε κοινό χωροχρόνο, έχουν δημιουργηθεί κάποιοι κανόνες -άλλοι ρητοί, άλλοι άρρητοι- κοινωνικής συμπεριφοράς. Δεν είναι όμως προφανής η εφαρμογή τους από όλους, ίσως, επειδή δεν προσφέρεται συγκεκριμένη επεξήγησή τους σε όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου. Ή, πολύ απλά, μπορεί μερικοί να τους αγνοούν προκειμένου να εξυπηρετούν τις δικές τους ιδιοτελείς ανάγκες.

Σε μία σχετική περίπτωση, τις προάλλες υπήρξα αυτόπτης μάρτυς μίας μορφής κοινωνικής προσβολής ή παραβίασης της κοινωνικής ευγένειας. Παρευρισκόμην σε ένα γεύμα, όπου συνέτρωγα με κάποιους αγαπημένους φίλους. Στο τραπέζι μας ευρίσκοντο και κάποια άλλα άτομα που τα γνωρίζαμε για πρώτη φορά. Δύο από αυτά ήταν κυρίες άνω των πενήντα-πέντε ετών, οι οποίες όπως είχα παρατηρήσει πρωτύτερα είχαν επιδοθεί σε μία συζήτηση ανταγωνισμού με επίχρισμα ευγένειας.

Η μία “κατείχε πέντε γλώσσες”, η άλλη της απαντούσε με χάρη πως “είχε σπουδάσει και είχε και μεταπτυχιακό”. Η πρώτη τότε της ανταπαντούσε πως εκείνη “έχει ζήσει χρόνια στο εξωτερικό” (σε μία ευρωπαϊκή πόλη για κανά δύο χρόνια) και γνωρίζει “πώς είναι οι άλλες κουλτούρες” (όλες; αναρωτιόμουν καθώς την άκουγα). Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την φράση της, η άλλη άρχιζε να της λέει πως ο δικός της “ο γιος είναι αριστούχος φοιτητής του Πολυτεχνείου και περιζήτητος από πολλά μεταπτυχιακά προγράμματα”. Τότε η πρώτη ανταπαντούσε με βαρύ πυροβολικό: “η δική μου η κόρη είναι το παιδί-θαύμα”, που μικρή έχει πάει μαζί της σε όσα μέρη και αν την πήγαινε με απόλυτο ενθουσιασμό και κέφι, ενώ “παράλληλα ήταν αριστούχος μαθήτρια και τώρα είναι πολύ επιτυχημένη και σπουδαγμένη”. Σε αυτό το σημείο θα σας γελάσω, δεν θυμάμαι σε ποιόν τομέα έλεγε ότι διέπρεπε η περισπούδαστη κόρη, γιατί με είχε συνεπάρει περισσότερο ο κοκκινιστός κόκκορας που μου είχαν σερβίρει. Mea culpa (και του κόκκορα, βεβαίως-βεβαίως)!

Κάποια στιγμή, εφόσον είχαν ξοδέψει τα πολεμοφόδιά τους με τις αυτεπιβεβαιωτικές τους ρήσεις και τις δηλώσεις αυτοπροβολής, τις οποίες είχαν αραδιάσει χωρίς σταματημό για κάνα μισάωρο με περισσή ευελιξία η μία προς την άλλην και τούμπαλιν, σιώπησαν για λίγο αμφότερες, ήπιαν από μία γουλιά κρασί, γιατί είχε στεγνώσει και ο στόμας με τόση φιλοσοφία και για πρώτη φορά κοιτάξαν τριγύρω τους τους άλλους συνεστιαζομένους στο τραπέζι. Μου φαινόταν το βλέμμα τους πεινασμένο για νέα εξόρμηση αυτοπροβολής, όμως στην μεταξύ τους “μάχη” αισθάνονταν την ισοπαλία και δεν μπορούσαν να εισπράξουν περαιτέρω ψευτο-ικανοποίηση ενός αδηφάγου εγωισμού. Ως εκ τούτου, η μόνη τους λύση ήταν να στρέψουν το βλέμμα τους προς της όμορες περιοχές της τραπέζης και να εστιασθούν σε έναν νέο στόχο. Και τον ευρήκαν, φυσικά.

Εκ δεξιών της πρώτης κυρίας βρισκόταν καθήμενη μία φίλη μου. Ας μιλήσω λίγο για εκείνην, έχει σημασία για την διήγηση. Η φίλη μου είναι μία όμορφη, ευπαρουσίαστη, μορφωμένη γυναίκα, με πολλά ενδιαφέροντα και δραστηριότητες.  Στις συναναστροφές της αποτελεί ευχάριστη παρέα, πάντα ευγενής, χωρίς ποτέ της να επιθυμεί να φέρει σε δύσκολη θέση τον οποιονδήποτε. Έχει περάσει ένα μεγάλο διάστημα της ζωής της να σπουδάζει και να εκπαιδεύεται, ώστε να αποκτήσει ένα επάγγελμα δύσκολο και άκρως υπεύθυνο και άρρηκτα συνδεδεμένο με την πολιτειακή οργάνωση της χώρας, το οποίο είναι προσανατολισμένο προς το κοινό καλό και την κοινή ωφέλεια. Είναι, λοιπόν, μία από εκείνες τις σύγχρονες γυναίκες που αφοσιώθηκε για ένα μεγάλο διάστημα στις σπουδές της και την επαγγελματική της εξέλιξη, με αποτέλεσμα να αφήσει για το ίδιο διάστημα την προσωπική της ζωή στα μετόπισθεν. Και τώρα, στην “ευαίσθητη” για τα στενά δεδομένα και τα μεσαιωνικά στερεότυπα της σημερινής κοινωνίας περί της γυναίκας ηλικία των 38 ετών, έχει επιτέλους ορίσει τον χρόνο ώστε να φροντίσει την προσωπική της ζωή.

Όμως, τα προαναφερθέντα στερεότυπα υπογραμμίζουν πως η γυναίκα σε αυτήν την ηλικία βρίσκεται στο τέλος της αναπαραγωγικής της δυνατότητας. Αυτό το στοιχείο αγχώνει πολύ την φίλη μου, την κάνει να στεναχωριέται και να αγωνιά, πως δεν θα προλάβει να κάνει οικογένεια, διότι δεν έχει ακόμη συναντήσει έναν δυνητικό σύντροφο, με τον οποίον θα μπορούσε να δημιουργήσει την δική της οικογένεια που τόσο ποθεί. Η στεναχώρια αυτή την ωθεί να βρίσκεται συχνότατα σε μία κατάσταση θλίψης και άγχους.

 

Επάνω, λοιπόν, στην συγκεκριμένη φίλη μου έπεσε το βλέμμα της πρώτης κυρίας και ξεκίνησε μία συζήτηση (συζήτηση δεν το λες, μάλλον ερωτοαπόκριση) με σκοπό την ικανοποίηση του αχόρταγου εγώ της. Μπήκε στην κουβέντα απευθείας, όπως όταν θες να μπεις στην θάλασσα στο πρώτο σου μπάνιο με μία βουτιά, για να μην σε πειράξει το κρύο νερό. Την ρώτησε αν έχει παιδιά, και η φίλη μου έκπληκτη με την τόσο απότομη εισαγωγή, με μειλίχιο τρόπο της είπε πως όχι. Η δεύτερη κυρία, με το που άκουσε την απάντηση, λες και έλαβε σήμα έναρξης, μπήκε και εκείνη στην εγω-συζήτηση. Ρώτησε την ακόμα έκπληκτη φίλη μου αν είναι παντρεμένη. Εκείνη πάλι με την ψυχραιμία που την διακρίνει της απάντησε πάλι όχι. Τότε την σκυτάλη παρέλαβε η πρώτη κυρία και της είπε πως είναι ακόμα μικρή, με μία ανεπαίσθητη επίγευση σαρκασμού και μία λοξή ματιά. Η φίλη μου, ειλικρινής καθώς έχει μάθει να στέκεται στην ζωή της, της απήντησε αφοπλιστικά πως δεν είναι ακριβώς έτσι, διότι, στα τριαντα-οκτώ χρόνια της βρίσκεται στο μεταίχμιο της ζωής.

Ίσως να ήταν η λέξη “μεταίχμιο” που τσίγκλισε την πρώτη κυρία, ίσως η αφοπλιστική ειλικρίνεια της φίλης μου, ίσως το άκουσμα του “τριάντα-οκτώ” στα ώτα της πενηνταπεντάρας. Δεν μπορώ να πω μετά βεβαιότητος, αλλά αμέσως μετά από μία παύση ολίγων δευτερολέπτων, οι δύο κυρίες άρχισαν μία συγχρονισμένη καμπάνια. “Είσαι τόσο, έ;” αναφωνεί η δεύτερη με εμφανή χαρά. Και προσθέτει “τότε, και χωρίς να θέλω να σε στεναχωρήσω, πρέπει να βιαστείς, γιατί δεν έχεις πολλά περιθώρια”. Η πρώτη κυρία συμφωνεί περιχαρής με την προλαλήσασα και συνεχίζει: “ναι, ναι! να κάνεις ένα παιδάκι. Νοιώθεις τόσο διαφορετικά και σπουδαία, όταν γίνεσαι μάνα, δεν μπορείς να το καταλάβεις αν δεν έχεις παιδί”.

(Όπως δεν μπορείς να καταλάβεις πώς νοιώθει εκείνος που είναι πρωταθλητής κόσμου/ ασθενής γαστρεντερίτιδας/ βραβευμένος συγγραφέας/ καρδιοπαθής σε μετεγχειρητική κατάσταση/ αστροναύτης στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό / αυτός που μόλις έκανε εξαγωγή φρονιμίτη/ δισεκατομμυριούχος, κ.ο.κ, διότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος να αισθάνεται μόνο τις προσωπικές του εμπειρίες και τις υπόλοιπες απλά να τις φαντάζεται, σκεπτόμουν την ώρα που άκουγα τα ανήκουστα!).

Και προσέθετε η δεύτερη με περισσή φόρα μεταλαμπαδευμένη από την πρώτη “άλλωστε, τώρα πια στις ημέρες μας δεν χρειάζεσαι άνδρα για να κάνεις ένα παιδί” (και τί χρειάζεσαι ακριβώς; συνέχιζα να διερωτώμαι από μέσα μου. Μανιτάρι μαγικό;). “Αρκεί να πας σε μία τράπεζα σπέρματος και έκανες την δουλειά σου!”, συμπλήρωνε με ενθουσιασμό και η διπλανή της επικροτούσε με ψευτο-ενθουσιώδη επιφωνήματα (τα οποία μπορεί και να οφείλονταν στον κόκκορα, δεν γνωρίζω ακριβώς).

Η δε φίλη μου δεχόταν με πραότητα και ευγενές χαμόγελο τις βολές των δύο κυριών, οι οποίες αργότερα αποκάλυψαν πως εκείνες “ξεφορτώθηκαν τους συζύγους τους και επιτέλους ζούν την ζωή τους, όπως ακριβώς επιθυμούν”, χωρίς να επεξηγήσουν περαιτέρω τις λεπτομέρειες.

Εν τω μεταξύ, οι υπόλοιποι συνδαιτημόνες επιχειρούσαμε ματαίως να αλλάξουμε την θεματολογία της συζήτησης, παρατηρώντας την εμφανώς δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει η φίλη μας, εκθειάζοντας τα εδέσματα, την διοργάνωση, τον περιβάλλοντα χώρο. Όμως τα θετικά μας σχόλια δεν έπιαναν τόπο, ψίχουλα γίνονταν και πνίγονταν μέσα στην κόκκινη σάλτσα του κόκκορα. Οι δύο κυρίες είχαν αποφασίσει πως η συγκεκριμένη σάλτσα γλύκιζε λίγο παραπάνω, και με αυτοθυσία είπαν να την διορθώσουν στάζοντας ολίγες σταγόνες χολής, για να εξισορροπήσουν την γεύση.

Μετά το συγκεκριμένο γεύμα, σε κατ’ιδίαν συνομιλία που είχαμε με την φίλη που συνερχόταν από τις βολές, η ψυχολογία της ήταν τόσο καταρρακωμένη, ώστε να μονολογεί πως πιθανότατα οι κυρίες να είχαν δίκιο και η λαχτάρα της για να κάνει οικογένεια ίσως να μην μπορέσει να πραγματοποιηθεί ποτέ. Η απόγνωση ήταν απλωμένη σε κάθε μία λέξη που έλεγε.

Και σε αυτό το σημείο αναρωτιέμαι: Από πότε έγινε κοινωνικά σύνηθες και αποδεκτό να κάνουμε τόσο προσωπικές ερωτήσεις σε έναν άγνωστο μας άνθρωπο; Και από πότε είναι φυσιολογικό να δίδουμε μία μορφή αναθέματος στην προσωπική μας άποψη και εμμέσως πλην σαφώς να την επιβάλλουμε στους άλλους; Με ποιό δικαίωμα οι δύο κυρίες άρχισαν να  ορίζουν τί είναι το σωστό και τί το λάθος στην ζωή ενός ανθρώπου που για πρώτη φορά αντίκριζαν; Και αν είναι τόσο εγγενές και αυθεντικό ενδιαφέρον, όπως ισχυρίζοντο, για την νεαρή γυναίκα απέναντί τους, πού πήγε η συμπόνια και η κατανόησή τους σχετικά με αυτήν; Πώς συνέχιζαν να ασχολούνται με την προσωπική της ζωή σε δημόσιο χώρο, δίχως να αναρωτηθούν αν αυτό παραβιάζει τα όρια της προσωπικής επίθεσης και προσβολής;

Και πώς μπορεί να γνωρίζαν ή μη αν εκείνην την στιγμή δεν άνοιγαν ένα πολύ πονεμένο θέμα συζήτησης; Θα μπορούσε η φίλη μας να θρηνεί για μια κατεστραμμένη σχέση/ για τον πρόωρο θάνατο του αρραβωνιαστικού της/ μία μόνιμη σωματική της κατάσταση που ποτέ δεν θα της επέτρεπε να τεκνοποιήσει/ μία αποβολή που μόλις έλαβε χώρα και την οποία πάσχιζε να ξεπεράσει/ ή χίλια άλλα σενάρια.

Με ποιό σκεπτικό και ποιό ηθικό έρεισμα αυτές οι δύο κυρίες άνοιξαν ένα τέτοιο θέμα συζήτησης χωρίς να ενδιαφέρονται για την επίπτωσή του στην συνομιλήτριά τους;

Να προσθέσω εδώ, δε, ότι δεν έφταιγε το γεγονός πώς ήταν γένους θηλυκού οι κυρίες. Έτυχε, τώρα στο συγκεκριμένο περιστατικό. Έχω υπάρξει, δυστυχώς, μάρτυς και άλλων περιστατικών, όπου οι θύτες ήταν γένους αρσενικού. Κυκλοφορεί γενικώς σε όλες τις μορφές και τα σχήματα.

Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω τα γνωστά κλισέ πως “οι νέες γενιές έχουν ξεμάθει να τηρούν τους κανόνες κοινωνικής συζήτησης και κοινωνικών επαφών” και να τις κατηγορήσω σχετικά, μόνο που οι δύο κυρίες ΔΕΝ ανήκουν στις νέες γενιές, αλλά στις παλαιότερες. Εκείνες που ευαγγελίζονται πως γνωρίζουν τα πράγματα “καλύτερα” από τις σημερινές (οι οποίες είναι τα τέκνα τους).

Πότε ξεμάθαμε να τηρούμε τους κοινωνικούς κανόνες, οι οποίοι είναι απλοί και εύκολοι; Το οποίο σημαίνει πως σε ένα γεύμα με αγνώστους αρχίζουμε απαλά-απαλά την γνωριμία: λέμε τα ονόματά μας, εάν επιθυμούμε το επάγγελμά μας και μετά με ευγένεια ρωτάμε τους λοιπούς παρακαθήμενους πώς ονομάζονται και οι ίδιοι. Αφήνουμε δε περιθώριο αν θέλουν οι συνομιλητές μας να μας πουν το δικό τους επάγγελμα ή μη.

Να σημειώσω εδώ πως οι δύο κυρίες ουδέποτε συστήθηκαν ονομαστικά στην ομήγυρη και ουδέποτε ζήτησαν από την ομήγυρη να τους συστηθεί, μπήκαν κατευθείαν στο ψητό.

Και συνεχίζω. Σε μία τέτοια πρώιμη γνωριμία, και δη πάνω σε γεύμα, η θεματολογία καλό είναι να είναι ευχάριστη. Δεν σου χρωστάει κανείς τίποτα να βαρυστομαχιάσει με θέματα βαρύγδουπα και στενάχωρα. Δεν παρευρισκόμαστε εκεί για να λύσουμε κάποιο σοβαρό πολιτικό ζήτημα. Είμεθα εκεί για να απολαύσουμε μία ευχάριστη κοινωνική συνάντηση.

Επιπλέον, σε ποιό σημείο της αγένειας των άλλων μπορούμε να τους πούμε ότι έχουν περάσει κατά πολύ τα εσκαμμένα; Όπως έβλεπα τις δύο αυτές κυρίες, αν κάποιος τους το έλεγε ευθέως, θα χρησιμοποιούσαν όλα τα κόλπα της παθητικής επιθετικότητας (θυμήστε μου να μιλήσουμε για αυτήν κάποια στιγμή, μέχρι τότε γκουγκλάρετέ την), τα οποία είχαν ήδη ασκήσει με περισσή δεξιοτεχνία, και θα απαντούσαν με πληγωμένο εγωισμό πως δεν εγνώριζαν ότι αυτό το θέμα ενοχλεί και πως θα σταματούσαν αμέσως. Μετά θα ελάμβαναν το ύφος του πληγωμένου ελαφιού λίγο πριν ξεψυχήσει, φροντίζοντας να γίνονται ορατές από τους άλλους γύρω τους. Τί; φαντάζομαι φαντάσματα; Όχι, διόλου. Διότι μερικές στιγμές αργότερα η αγενής τάση τους για συζήτηση εξαπλώθηκε σε άλλους παρευρισκομένους. Εκείνοι, όμως, δεν έδειξαν την ίδια μειλίχια στάση με την φίλη μου και εδήλωσαν άμεσα την δυσαρέσκειά τους. Οι δύο, λοιπόν, κυρίες έπαιξαν το χαρτί της θυματοποίησης και προέβαλλαν το χάρισμά τους ώς δραματικές ηθοποιοί (που, όμως, δεν ποιούν ήθος).

Και αναρωτιέμαι εκ νέου, πώς μπορεί να προστατεύεται κάποιος από τέτοιες παρεμβατικές συμπεριφορές μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι; Και γιατί δεν διδάσκεται η τόσο σπουδαία γνώση της κοινωνικής νοημοσύνης στα σχολεία μας και γιατί δεν αποτελεί βασικό τομέα της γενικής παιδείας μας;

Οι δύο κυρίες μπορεί να υποστήριζαν πως το θέμα συζήτησής τους πήγαζε από αγνό ενδιαφέρον, αλλά ούτε ο χώρος ούτε οι συνθήκες μήτε η έως τότε μηδενική σχέση τους με την νέα συνομιλήτριά τους εναρμονίζονταν με αυτήν την άποψη. Τέτοια συμπεριφορές, όσο καλοστημένη επικάλυψη αφέλειας ή αθωότητας κι αν μεταφέρουν, παραμένουν μορφές κοινωνικής αγένειας και κοινωνικής βίας. Χρειάζεται τέτοια επεισόδια να γίνονται γνωστά και να μάθουμε ως σύνολο να σταματούμε τους αυτουργούς τους. Δεν είναι ανάγκη να γινόμαστε σάκοι του μποξ στην ματαίωση των ονείρων ή στην απογοήτευση που μπορεί να κουβαλεί ο καθείς μέσα του.

Είναι καλό να θέτουμε ρητά τα προσωπικά μας όρια και να μην επιτρέπουμε σε κανέναν να τα παραβιάζει. Όταν, δε, μπαίνει στον κόπο να το κάνει, να έχουμε την δυνατότητα να τον επαναφέρουμε στα όρια εκείνα που δεν πραγματοποιεί εισβολή. Και αυτή η συμπεριφορά να είναι κοινωνικά συνηθισμένη. Σήμερα δεν είναι. Παρατηρώ παντού γύρω μου τέτοιες συμπεριφορές κοινωνικά άβολες, και ανθρώπους που αντί να τις απορρίπτουν λεκτικά, απλά να δείχνουν μία υπόκωφη δυσαρέσκεια και μετά να την εκφράζουν πίσω από την πλάτη του ατόμου που την προκάλεσε. Όμως έτσι το πρόβλημα δεν λύνεται, διότι το προσβλητικό άτομο συχνότατα δεν μπορεί να κατανοήσει ότι εισβάλλει και προσβάλλει. Χωρίς, λοιπόν, την σχετική ενημέρωση, ο φαύλος κύκλος διαιωνίζεται και συνεχίζει να πληγώνει. Αν όμως οδηγηθεί η κοινωνική νοημοσύνη σε νέα επίπεδα που δεν θα επιτρέπουν ανάλογες παραβιάσεις, τέτοια περιστατικά θα μειωθούν δραστικά, και οι κοινωνικές δραστηριότητες δεν θα υποκρύπτουν τέτοιες εκπλήξεις, όπως αυτήν που περίμενε την φίλη μου ή τον οποιονδήποτε από εμάς.

Comments

comments

About Panagiota Panagiotaki

Η Παναγιώτα Παναγιωτάκη είναι Γνωσιακή Ψυχολόγος, Πτυχιούχος του Τμήματος Ψυχολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Paris XI, της Γαλλίας, και διδακτορικές στο Πανεπιστήμιο Paris VI. Eχει πολυετή παρουσία στην Νευροεπιστημονική Έρευνα στο διακεκριμένο Ίδρυμα Collège de France καθώς και στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας (CNRS) της Γαλλίας. Έχει κερδίσει Γαλλικά Βραβεία και Ευρωπαϊκές Υποτροφίες (Marie Curie European Fellowship), με συμμετοχή σε δεκάδες επιστημονικές δημοσιεύσεις και συγγραφή επιστημονικού συγγράμματος. Τα τελευταία δέκα χρόνια διατηρεί το προσωπικό της γραφείο στην Αττική, όπου ειδικεύεται στην αντιμετώπιση διαταραχών σχετιζόμενων με την Συναισθηματική Συμπεριφορά (διαταραχές πανικού, φοβιών, αγχωδών διαταραχών, κατάθλιψης), την εκπαίδευση της Συναισθηματικής Νοημοσύνης και της Προσωπικής Ανάπτυξης για την Επίτευξη Στόχων, σε ατομικό και ομαδικό επίπεδο. Επιπλέον, σχεδίασε και οργανώνει το εθελοντικό Πιλοτικό Πρόγραμμα “Συγκέντρωση του Νου και Ενίσχυση της Προσοχής σε Παιδιά Δημοτικού” σε συνεργασία Δημοτικά Σχολεία. Είναι πιστοποιημένο μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων και της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συλλόγων Ψυχολόγων, με δικαίωμα ασκήσεως της Ψυχολογικής Δραστηριότητας σε 21 χώρες της Ευρώπης. Με την συγγραφική της ιδιότητα έχει εκδόσει δύο βιβλία στην ελληνική γλώσσα (“Εγχειρίδιο Ονειροπλαστικής: Ένα Παραμύθι Life-Coaching Για Ενήλικες”, 2013 & “Και οι θεοί εγέρασαν;” Ποιητική Συλλογή, 2014) από τις Εκδόσεις Αρχέτυπο. Πέραν της μητρικής Ελληνικής, ομιλεί την Αγγλική, Γαλλική και Ιταλική γλώσσα.