Ήταν κάποτε ένας έρωτας που τον ένιωσες στο πετσί σου, να γίνεται ένα με σένα. Τον τάισες συναίσθημα και ηδονή. Τον είδες σε κάθε όμορφη εικόνα, τον άκουσες σε κάθε ωραία μελωδία. Τον πόθησες, τον λάτρεψες.
Έπεσες στο γκρεμό για χάρη του, τσακίστηκες, μάτωσες. Τον άφησες να κυκλοφορεί ανενόχλητος τα βράδια στις πιο μύχιες σκέψεις σου. Του επέτρεψες να σε μουσκέψει, να σε παιδέψει, να παίξει με τις σκέψεις σου, τις λέξεις σου, την επιθυμία σου.
Για μήνες ή ακόμη και χρόνια τον άφησες να εισβάλει ανενόχλητος στις στιγμές σου να σε βασανίσει, να σε προκαλέσει, να σε πονέσει.
Τον είδες να σε σηκώνει ψηλά και μετά ξαφνικά να σε πετά κάτω και να σε αφήνει να μαζέψεις μόνος τα σπασμένα κομμάτια σου.
Σκληρός και ταυτόχρονα γλυκός γιατί υπήρξαν κι εκείνες οι ώρες που σε συνεπήρε, σε ταξίδεψε, σε μάγεψε. Λάτρεψες την ιδέα του, τη δύναμη του, την ποίηση που γεννούσε μέσα σου.
Γελάστηκες και πίστεψες πως ήταν έρωτας από εκείνους που κρατάνε για πάντα. Ήταν τελικά έρωτας από εκείνους που δεν ξοδεύουν τίποτα και τα ζητούν όλα. Έτσι έφτασε κάποτε η στιγμή, έστω και απρόσκλητη, που ό,τι είχες να δώσεις, το έδωσες.
Αυτό που κάποτε θέλησες μέχρις εσχάτων είναι πια παρελθόν. Έγινε έρωτας παλιός, σαν τα ρούχα που κρατάς καταχωνιασμένα σε μια γωνιά της ντουλάπας γιατί κάτι σου θυμίζουν αλλά δεν έχεις φορέσει εδώ και χρόνια.
Έρωτας που ξεθύμανε γιατί παρέμεινε πολύ καιρό στα αζήτητα.Πολυ φορεμένος με αναμνήσεις που έμειναν στάσιμες. Σε κούρασε η αναμονή, η προσπάθεια χωρίς ανταπόκριση, τα “θα” που πνίγονται στη θάλασσα του χρόνου.
Χρόνο που σπατάλησες, προσπάθειες που έπεσαν στο κενό, υποσχέσεις που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Γιατί όλοι ισχυρίζονται πως θέλουν τον έρωτα αλλά λίγοι τολμούν να ρισκάρουν για να τον νιώσουν.
Αν είχαν νιώσει τον πραγματικό έρωτα θα ήξεραν πως δεν είναι συναίσθημα που μπορείς να παίξεις μαζί του. Εκείνο σε παίζει στα δάχτυλα. Σε αφήνει να νομίζεις πως ελέγχεις το παιχνίδι μέχρι τη στιγμή που με ένα κλικ στα παίρνει όλα και σε αφήνει να βιώσεις την χαρά και τον πόνο του να μην ελέγχεις τον εαυτό σου όταν είσαι δίπλα του.
Αντ’ αυτού, καταλήγουν να γεμίζουν σύνδρομα ανικανοποίητα και ανεκπλήρωτα. Κάνουν δηλώσεις που αναιρούν με τις πράξεις τους ή την απουσία πράξης. Δημιουργούν προσδοκίες μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν τον Εγώ τους και να τροφοδοτήσουν στιγμιαία τον οργανισμό τους με ψήγματα έρωτα που νομίζουν πως είναι ατόφιος έρωτας.
Όμως, κανένας έρωτας δεν επιβιώνει στο σκοτάδι, κρυμμένος από θεούς κι ανθρώπους. Χρειάζεται έστω μια μικρή χαραμάδα, μια διέξοδο, ένα αίσθημα ελευθερίας από τα δεσμά του εγωισμού, του φόβου, του δισταγμού.
Κι εσύ δεν αντέχεις τον δισταγμό. Έχεις επιλέξει να μην καταπιέζεις το συναίσθημα, να ερωτεύεσαι, να πληγώνεσαι, να φτάνεις στον ουρανό, να πέφτεις στην κόλαση, να το ζεις κι όπου βγάλει.
Γιατί και ο έρωτας σαν ρούχο είναι. Καινούργιο, δανεικό, παλιό, της εποχής ή απλά αγαπημένο, αν δεν τον φρεσκάρεις, αν δεν τον φορέσεις να δεις αν σου ταιριάζει ακόμη, αν δεν τον φροντίσεις, έρχεται κάποια στιγμή που παύει κι εκείνος να σε αναζητά, να θέλει να τον νιώσεις, να τον μυρίσεις, να τον αγκαλιάσεις.
Καταλήγει σε μια γωνιά της ντουλάπας μαζί με όλα εκείνα που δεν χρειάζεσαι πια αλλά δεν πετάς γιατί δέθηκες μαζί τους συναισθηματικά. Ύστερα μια μέρα απλά θέλεις να κάνεις χώρο στη ντουλάπα σου για το παρόν σου και αδειάζεις λίγο από το παρελθόν σου.
Μάντεψε: Αυτοί οι έρωτες που δεν τόλμησαν, δεν έδωσαν, δεν κυνήγησαν, είναι πάντα οι πρώτοι που επιλέγεις να ξεφορτωθείς.
Φρόντισε εσύ τουλάχιστον να μην υπάρξεις τέτοιος έρωτας. Στον έρωτα ταιριάζει μόνο η φροντίδα, η περιποίηση, η ανάγκη να τον φοράς συνέχεια γιατί σου πάει, γιατί θέλεις να τον νιώθεις πάνω σου σαν ρούχο αγαπημένο .
Αν δεν αντέχεις, αν δεν μπορείς, αν δεν τολμάς… γίνε σκόρος, γίνε σκόνη, αλλά για το θεό, μην πιάνεις χώρο στην καθημερινότητα κανενός.
Κείμενο: Ιωάννα Γκανέτσα
Απόσπασμα από το βιβλίο “Ο έρωτας δε θέλει τίτλο” (εκδόσεις bookstars)
Thessaloniki Arts and Culture www.thessalonikiartsandculture.gr