Home / MAKE ME FEEL / Μολών Λαβέ ή όπως λέμε… “Έλα να τα πάρεις” – Ελένη Λιόση

Μολών Λαβέ ή όπως λέμε… “Έλα να τα πάρεις” – Ελένη Λιόση

 

 

«Έχε τα μάτια σου ανοιχτά και γράπωσε τα σημάδια,

Άκουσε τις Σειρήνες που θέλουν να σε πλανέψουν,

Μύρισε το γήινο μύρο της βροχής,

Γεύσου τη σάρκα της ζωής και το αίμα του θανάτου»

 

Κουβέντες της κυρά-Θεώνης με το πράσινο τσεμπέρι, γειτόνισσα της συχωρεμένης της γιαγιάς μου, που μου σήκωναν την τρίχα στο άκουσμα τους.

Κουβέντες που με ξυπνούσαν μέσα στη νύχτα, παιδάκι ακόμα με μάτια να γυαλίζουν από έξαψη.

Κουβέντες που έγιναν το ευαγγέλιο μου, μαζί με άλλες, απλών καθημερινών ανθρώπων που βρέθηκαν στο δρόμο μου.

Και από τότε αναζητούσα τα σημάδια. Σε μια κουβέντα, σε ένα βλέμμα, σε ένα τυχαίο γεγονός, σε μια ατυχία…

Καλοκαίρι 2017… Θερμοπύλες…

 

«Απαγορεύονται οι φιλοσοφικές συζητήσεις Κατερίνα μου, ντάλα μεσημέρι, μέσα στο κατακαλόκαιρο στο προπολεμικό σκαθάρι που σε λίγο θα βγάλω το πόδι να σπρώχνω, να φτάσουμε επιτέλους. Σαν τους Φλινστόουνς».

Μας πιάνουν τα γέλια. Ψάχνω νευρικά σταθμό στο ραδιόφωνο. Η ζέστη είναι αφόρητη και αισθάνομαι τα ρούχα να κολλάνε πάνω μου.

«Και αυτό το ρημάδι, όχι αιρ κοντίσιον ούτε βεντάλια δεν παίρνει» ψελλίζω την ίδια στιγμή που οι Abba προσπαθούν να νικήσουν τα ραδιοφωνικά παράσιτα και να μας ξεσηκώσουν στο ρυθμό τους.

“I don’t wanna talk

About the things we’ve gone through

Though it’s hurting me

Now it’s history… The winner takes it all… The loser standing small…”

 

«Κάνεις λάθος, τώρα που μας έχει χτυπήσει ο ήλιος κατακούτελα θα πούμε τις πιο μεγάλες αλήθειες…» λέει αποφασιστικά το κορίτσι που κρατάει το μπουκάλι του αντιηλιακού και παριστάνει πως είναι μικρόφωνο.

«Τις πιο μεγάλες αλήθειες τις έχουν πει άλλοι πριν από εμάς» την διαβεβαιώνω ψάχνοντας να βρω στο ντουλαπάκι ένα από τα κομμένα τσιγάρα.

«Και γιατί δεν τις έχουμε ακούσει και την πατάμε σαν χάνοι κάθε φορά; Γιατί κομματιάζουμε την ψυχή μας και την προσφέρουμε απλόχερα χωρίς πιστοποιήσεις;»

«Γιατί μας παραμύθιασαν ότι η καρδιά δεν θέλει πιστοποιήσεις…» ξεφούρνισα χωρίς να το πολυπιστεύω την ίδια στιγμή που σκεφτόμουν ότι η φίλη μου είναι απλά μια γυναίκα ανάμεσα σε τόσες που ψάχνει να αγαπήσει και να αγαπηθεί.  Να βρει το υπόλοιπο μισό της. Να βρει έναν άνθρωπο να κουρνιάσει, να ηρεμήσει να γίνει το λιμάνι της. Να ζήσει τον έρωτα, το πάθος… να ζήσει το παραμύθι της. Να ζήσει αυτό που μας έμαθαν μικρές…

Να ζήσουν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Και αν είναι η ιδανική δυάδα ακόμα καλύτερα.

 

Και βρέθηκε μπροστά της ο Γιώργης….

Τριανταπεντάρης, ψηλός, μελαχρινός και ωραίος. Σε ένα μπαράκι στο κέντρο. Βαριεστημένο αγόρι αλλά με μεγάλο πάθος για τα γιουβαρλάκια της μαμάς του. Απολάμβανε να βγαίνει στα ραντεβού του με τον κολλαριστό γιακά από τα χεράκια… ποιάς; Της μαμάς. Πολλά υποσχόμενος νέος, αλλά ανίκανος να εκφράσει τα συναισθήματα του εκτός αν τον πότιζες όλο τον Βόσπορο. Και ως γνωστός μαμάκιας… ήταν παντελώς ανίκανος να ορθοποδήσει μόνος του σε μία ενοικιαζόμενη γκαρσονιέρα και ας είχε την οικονομική δυνατότητα να το κάνει.

Λίγο μετά το αντίο στον Γιώργη… μπήκε στη ζωή της ο Νικόλας.

Σαρανταπεντάρης. Γοητευτικός με πολύ καλή δουλειά. Σνόμπαρε τις κομμώτριες αν και μεγάλωσε από τρίχες (η δική του μαμά ήταν κομμώτρια). Πολύ καλός εραστής αλλά τι να το κάνεις που είχε τη διαολεμένη αρρώστια της παθολογικής ζήλιας; Και της τσιγκουνιάς.

«Πιες το καλή μου όλο το ποτό σου, το χούμε πληρώσει».

 

Έκανε σχέση με τον Οδυσσέα…

Το αγόρι της διπλανής πόρτας. Κυριολεκτικά. Καλούλης, ησυχούλης, όλα τα σε λούλης. Είχε μεγάλη αγάπη για τον καναπέ των σπιτιών. Έμπαινε σε ένα σπίτι και ήταν σαν το συγκεκριμένο έπιπλο να τον προσκαλούσε στην αγκαλιά του. Εκεί τρως, εκεί πίνεις, εκεί πας και το δίνεις… όλα εκεί… θρύλος ολέ και έχει ο Θεός… Δημόσιος υπάλληλος και ανορθόγραφος. Κακός συνδυασμός.

Περαστικός ο Μήτσος…

Και το λέγαμε… άντρα που κινείται αθόρυβα μέσα στο σπίτι μην τον εμπιστεύεσαι. Αν δεν είναι πεζοναύτης είναι σίγουρα μέγας ψεύτης. Έχει μάθει να ελίσσεται σαν το φίδι και σε τσιμπάει εκεί που δεν το περιμένεις. Το ήθελε δίπορτο ο κύριος… αλλά θα έρθει η ώρα που θα μάθει πως όλα πληρώνονται με το ίδιο νόμισμα.

Που θυμηθήκαμε τον Θεοδόση…

Ο γαμπρός των νοτίων προαστίων. Δεν αρεσκόταν στα στεφανώματα αλλά για πάρτη σου θα σου έφερνε και την ντόλτσε καμπάνα να σε ντύσει στο σπίτι (αυτό διατυμπάνιζε). Είχε μεγάλο νταλκά για τις ξανθιές και την Πάολα. Λόγω πολλής δουλειάς ήταν και ο εραστής φάντασμα. Αλλά για τέτοιο κελεπούρι (σατανικό γέλιο) πάλι καλά που της έκανε τη χάρη να την παίρνει και κανά τηλέφωνο.

 

«Ρε θυμάσαι τον δικό σου τον … πώς τον λέγανε; Αυτόν τον μουσικάντη, σε διάσταση που σε κυνηγούσε δύο χρόνια;» μου απευθύνθηκε η Κατερίνα γνωρίζοντας πως η μνήμη μου στους παλιούς εραστές ήταν χειρότερη από χρυσόψαρου.

«Πού τον θυμήθηκες τώρα αυτόν; Εγώ προσπαθώ να τους ξεχάσω όλους αυτούς» της είπα την ίδια στιγμή που το μυαλό μου κατακλύστηκε από ιστορίες και περιπέτειες που μου είχαν διηγηθεί, με κάθε λεπτομέρεια οι φίλες μου, με τους λάθος και πλέον ακατάλληλους ανθρώπους.

Σταματάω το αμάξι μπροστά στον ανδριάντα του Λεωνίδα, βασιλιά των Σπαρτιατών της δυναστείας των Αγιαδών.

Του γνωστού Λεωνίδα με τους τριακόσιους που απάντησε το ιστορικό «Μολών Λαβέ» στους κήρυκες του βασιλιά των Περσών Ξέρξη, όταν αυτός ζήτησε την παράδοση των όπλων των αμυνομένων Ελλήνων στο στενό των Θερμοπυλών.

Το σημάδι μου…

«Κατερίνα τι τους θέλουμε όλους αυτούς στη ζωή μας; Αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν μόνο για να κλέψουν λάμψη από τη λάμψη μας… ζωή από τη ζωή μας… πάθος από τα όνειρα μας… Αυτοί οι άνθρωποι χρεώνουν ακριβά τα κούφια λόγια τους».

Η Κατερίνα με κοίταξε αποκαρδιωμένη.

«Και ξέρεις τι θυμήθηκα τώρα;» συνέχισα θαυμάζοντας τον γενναίο πολεμιστή της αρχαίας Ελλάδας με το δόρυ ανά χείρας… Κάτι της Αλκυόνης Παπαδάκη…

“Πόσο ηλίθιοι,

Όταν νομίζουν πως δεν έχεις την ικανότητα

να διακρίνεις το σουγιά,

που είναι κρυμμένος

στην ανθοδέσμη με τις γλαδιόλες”

 

Υποκλίθηκα μπροστά στον ανδριάντα αυτού του σπουδαίου άντρα…

«Μολών Λαβέ… Έλα να τα πάρεις… άνθρωπε μου…

Εσύ που θα εκτιμήσεις… τα καλά που έχω φυλάξει για σένα…

Τα αποθέματα αγάπης και στοργής που υπάρχουν μέσα μου και θα στα παραδώσω…

Μολών Λαβέ… Έλα να τα πάρεις…

Εσύ που δεν είσαι ο εχθρός αλλά ο σύμμαχος μου…»

Comments

comments

About Ελένη Λιόση

Από μικρή ακολουθούσα τα μυστικά μονοπάτια της φαντασίας. Έκλεινα τα μάτια και ονειρευόμουν. Ταξίδευα σε μέρη μαγικά παρατηρώντας τις ζωές των απλών καθημερινών ανθρώπων. Συνοδοιπόρος μου από τότε ήταν το Κορίτσι με το Λαμπερό Χαμόγελο. Μαζί σαν ένας άνθρωπος παρατηρούμε τα βλέμματα, ακούμε τον ήχο των κυμάτων, γευόμαστε παγωτό μαστίχα, μυρίζουμε άνοιξη και έχουμε μια αγκαλιά για δόσιμο…