Η Ζηνοβία και η προβιά του λύκου, μέρος 2ον: Το τηλεφώνημα – Roberto Colubra
Ο παππούς Βίττο έκανε τις απαραίτητες κινήσεις, έμαθε όσα χρειαζόταν από το παρελθόν του Καρκάζη και ενημέρωσε την αγαπημένη του Ζηνοβία. Αρχικά με την γνωστή επιστολή και μετά τηλεφωνικά.
“Ζένια μου πρόσεχε. Αυτός το έχει ξανακάνει. Δεν είναι πρόβατο με προβιά λύκου, όπως νομίζεις.”
Γέλια με την ψυχή της η Ζηνοβία.
“Τι έχει ξανακάνει βρε Βίττο μου; Συμφωνίες και καλές δουλειές; Το ξέρω. Δεν υπάρχει κάτι να φοβηθώ. Αυτός πρέπει να με φοβάται.”
“Εγώ θα σου πω και εσύ κάνε ότι νομίζεις. Λοιπόν… Τόσο καιρό ο τύπος χτίζει εμπιστοσύνη και φέρνει λεφτά. Με το αζημίωτο, αλλά αυτό είναι θεμιτό. Ουδέν μεμπτόν μέχρι εδώ. Έχοντας μάθει μια περίπτωση από το μακρινό παρελθόν του – μη με ρωτήσεις πως τα έμαθα, δεν είναι της στιγμής – βλέπω ξεκάθαρα τι θα γίνει. Θα σου φέρει τη συμφωνία, θα προχωρήσουν όλα όπως πρέπει και στο δια ταύτα θα σου πετάξει το απρόσμενο. Δεν θέλει αντάλλαγμα χρηματικό, αλλά εσένα. Εσένα “δικιά του”…”
Πάλι γέλια η Ζηνοβία και τον διακόπτει.
“Άσε μας ρε Βίττο, η φαντασία σου ώρες ώρες οργιάζει. Σιγά μην ονειρεύεται να τον πιάσω και γκόμενο. Μήπως ζηλεύεις λιγουλάκι;”
Ο Βίττο στράβωσε τη μούρη του ενοχλημένος. Πήρε αθόρυβα μια βαθειά εισπνοή, έριξε από μέσα του ένα μπινελίκι, προσποιήθηκε ότι δεν τον αποσυντόνισε το κελάρυσμα της φωνής, που τόσο αγαπούσε και συνέχισε.
“… Δε θα ανησυχούσα καθόλου βρε καρδιά μου, αλλά υπάρχει ένα θεματάκι, που μπορεί να τα χαλάσει όλα. Στο λέω, επειδή ξέρω ότι αυτά δεν τα πιάνεις. Η πραγματική πρόταση θα είναι καμουφλαρισμένη. Δεν είμαι Μάγος, για να ξέρω ακριβώς τι περιτύλιγμα θα βάλει, αλλά φαντάζομαι ότι θα είναι αρκετά ελκυστικό, για να το ανοίξεις και αρκετά διακριτικό για να το πετάξεις, χωρίς αυτός να γίνει ρεζίλι. Με καταλαβαίνεις;”
“Όχι…“
“Φτου… Πάμε άλλη μια, πιο απλά αυτή τη φορά.”
“…”
Ησυχία από τη Ζηνοβία, τσίμπησε επιτέλους.
“Βρε καρδιά μου, είναι απλό απλούστατο. Λες και το βλέπω μπροστά μου. Το πλασάρισμα θα είναι απαλό και χωρίς υπερβολές. Κάτι σαν καλοφτιαγμένο αρωματικό λικέρ σε κρυστάλλινο ποτηράκι. Να, κάπως έτσι: “Δε θέλω να είμαι πλέον απλός συνέταιρος. Θέλω η συμφωνία αυτή να είναι αφορμή για να γίνουμε πραγματικοί συνέταιροι και κάτι παραπάνω.” Εσύ βέβαια, σα γνήσιο ούφο, θα το πάρεις μετρητοίς και θα απαντήσεις με το γνωστό σου ύφος: “Μα είμαστε πραγματικοί συνέταιροι, κάτω από τα συμβόλαια υπάρχουν οι υπογραφές και των δυο μας. Νομίζεις ότι πρέπει να έχεις μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής;” και θα τον στείλεις αδιάβαστο.”
“Ας πούμε ότι θα γίνει έτσι. Τι μας ενοχλεί; Δεν καταλαβαίνω!” πετάχτηκε η Ζηνοβία.
Ξανά στράβωμα της μούρης, ξανά αθόρυβη βαθειά εισπνοή, ξανά από μέσα του ένα μπινελίκι ο Βίττο.
“Ρε θα με τρελλάνεις εντελώς; Τι προσπαθώ να σου πω τόση ώρα; Ο μεσιέ Καρκάζης θα φάει τη φόλα και θα πάει στο σπιτάκι του να σπάσει ό,τι βρει πρόχειρο. Ίσως κάνει άλλη μια προσπάθεια, για να καταλάβεις ότι σε θέλει για επίσημη γκόμενα, ότι κοιμάται και ξυπνάει με το όνειρο να σε βάλει για τα καλά στο κρεβάτι του και μετά θα το βουλώσει ετοιμάζοντας την εκδίκηση του.”
Ο Βίττο είχε αρχίσει να υψώνει τη φωνή του. Ποτέ του δεν μπόρεσε να χωνέψει, ότι η αγαπημένη του Ζένια στα συναισθηματικά ήταν ολίγον τι άγουρη. Πήρε το πολύ σοβαρό του ύφος και τόνισε μια μια τις λέξεις:
“Θα σου κάνει ζημιά. Όσο καιρό τον έχεις κοντά σου, μαζεύει στοιχεία και μαθαίνει πράγματα. Τον έβαλες στις δουλειές, επειδή είναι καλός. Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να γίνει αυτοκαταστροφικός, αν δεν πάρει ό,τι ονειρεύεται και θέλει το μαλακισμένο του εγώ!”
Η Ζηνοβία αυτή τη φορά προβληματίστηκε. Όχι πολύ, αλλά αποφάσισε να μη φέρει αντιρρήσεις. Ο Βίττο την είχε προειδοποιήσει και άλλες φορές και δεν τον είχε ακούσει. Παλαιότερα νόμιζε ότι μιλούσε το συναίσθημα και όχι η ικανότητα του αγαπημένου της να βλέπει πίσω από τους ρόλους και τις συμπεριφορές. Τελικά όμως, ο Βίττο είχε δίκιο σε όλες τις περιπτώσεις.
“ΟΚ, θα έχω το νου μου. Αν μυριστώ ότι κάτι πάει να στραβώσει, θα τα ακυρώσω όλα. Όπως έγραψες στο γράμμα, πράγματι ο Καρκάζης μου πρότεινε μια καλή συνεργασία και σε λίγες μέρες φεύγω να συναντήσω τους επενδυτές. Λοιπόν, ραντεβού στο Μονακό την άλλη εβδομάδα. Το κόττερο είναι δεμένο σε τέλεια θέση. Αν έρθεις πριν από εμένα, άραξε και απόλαυσε τα κοκτέηλς του Sergio!”
Μετά της ξέφυγε ένα “Σε αγαπώ!” και έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο.
Αγαπητοί μου, την παραπάνω συνομιλία σας την μετέφερα σχεδόν αυτολεξεί, όπως μου την είχε περιγράψει μια φθινοπωρινή βραδιά ο παππούς Βίττο, παρέα με ένα εξαιρετικό πούρο Ονδούρας και δυο ποτηράκια ρούμι.
Σας χρωστάω και μερικές λεπτομέρειες. Ο παππούς Βίττο, ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός του κανονικού παππού μου. Κοσμογυρισμένος και για πολλά χρόνια κάτοικος Ρώμης. Από εκεί έφυγε μόνο προς το τέλος της ζωής του και πήγε στο Παρίσι, για να είναι με την αγαπημένη του Ζένια. Τη Ζηνοβία για τους άλλους. Τον έζησα από κοντά πολλά καλοκαίρια και με έμαθε πολλά. Όχι με διδασκαλίες και συμβουλές. Αυτά τα βαριόταν. Μέσα από τις ιστορίες της ζωής του και τις εξηγήσεις που έδινε για όσα του συνέβησαν.
Ο Βίττο, όπως ίσως φανταστήκατε, πήγε στο Μονακό μια μέρα πριν τη Ζένια του. Ο Καρκάζης πήγε και αυτός εκεί ή βρέθηκε στη θάλασσα παρέα με τα σκυλόψαρα;
Ιδού η απορία! Αναμείνατε στην οθόνη σας!