Το κοσμοπόλιταν -αυτός ο οδηγός επιβίωσης για γεροντοκόρες, που δεν καταλαβαίνουν γιατί κανείς δεν γουστάρει τις πίπες που κάνουν από το πέμπτο ραντεβού και μετά, αυστηρά, ακολουθώντας με ευλάβεια το γράμμα του νόμου, ε συγγνώμη του αγαπημένου τους αναγνώσματος- λέει πως επειδή βγαίνουμε στα ίδια μέρη καταλήγουμε σε ένα γαϊτανάκι που όλοι έχουν παει με όλους, και κάνουμε παρέα πρώην, νυν και μέλλοντες, πρωταγωνιστώντας σε πονεμένες ιστορίες που ο κύκλος, κατ’ εμέ, σπάει μόνο όταν σπάσει και κάνα προφυλακτικό, γκαστρωθεί η ωραία της παρέας και αποχωρήσει εγκυμονούσα και φορώντας νοικιασμένο φτηνό νυφικό. Κακιούλες θα μου πεις.
Είναι εκείνες οι μέρες του μήνα. Όχι εκείνες που νομίζεις, όχι. Είναι οι μέρες του μήνα που αναρωτιέμαι τι άξια έχουν οι συνήθειες, οι ρίζες, οι μακροχρόνιες σχέσεις που μυρίζουν ναφθαλίνη, όταν πλέον δεν σου προσφέρουν τίποτα εκτός από σταθερό πρόγραμμα και σταθερό εκνευρισμό.
Μας θρέφουν οι φόβοι μας, το γνώριμο, το παλιό, το σωστό και το καθωσπρέπει. Και τελικά ποιος το γαμάει το καθωσπρέπει; Κανείς δεν το γαμάει και αυτό είναι το πρόβλημα. Συγγνώμη, δεν μιλάω σωστά, παραφέρομαι. Και τελικά ποιος συνουσιάζεται με το καθωσπρέπει; Όταν οι άλλοι γύρω σου αλλάζουν σχέσεις, δουλειές, στέκια, κολλητούς, παρέες, γεννάνε, χωρίζουν, μετακομίζουν κι εσύ μένεις κολλημένος στα ίδια και τα ίδια είναι μάλλον λάθος να αναρωτιέσαι πού πήγαν τα νέα, τα ωραία, τα έτσι, τα γιουβέτσι και δεν συμμαζεύεται.
Εντάξει, για σένα δεν ξέρω, αλλά εγώ κατά βάθος δεν ήθελα ποτέ να παω σε άγνωστο μπαράκι, με άγνωστη παρέα, που να με πλήρωνες – η ψυχολόγος μου εξάλλου έλεγε πάντα πως είμαι πολύ ελεγκτική.
Βρε δεν μας χέζει και αύτη.
Πόσο μάλλον βέβαια να χωρίσω, να βγω βόλτα χωρίς την κολλητή μου ή να αγοράσω ρούχο και παπούτσι σε διαφορετικό χρώμα από το αγαπημένο μου. Το μαύρο. Μη σου πω και για την πικάντικη σάλτσα για νάτσος που δεν ήθελα να δοκιμάσω εδώ και χρόνια, και τώρα δεν ξέρω πώς να αναπληρώσω τον χαμένο χρόνο στη σχέση μας.
Κάπως έτσι όμως κι εγώ, κι εσύ, και το Τζινάκι στην Αγγλία -που ξενιτεύτηκε, το έχασα, και κλαίω με μαύρο δάκρυ- συναναστρεφόμαστε τους ίδιους ανθρώπους μέχρι ο εγκέφαλος μας να γίνει λάσπη από τη βαρεμάρα, κάνουμε τα ίδια πράγματα, και, με το συμπάθειο κιόλας, πηγαίνουμε με τους ίδιους άντρες, που είναι γνωστοί και φίλοι με τους προηγούμενους.
Τελικά όμως πότε και πού γνωρίζεις καινούργιο κόσμο;
Καινούργιο κόσμο γνωρίζεις όταν αφήσεις τον παλιό.
Ζωή σε λόγου μας.