ι
Έλεγα πως είμαι πια μεγάλη. Πως τώρα πλέον έμαθα, πως δεν πληγώνομαι, είμαι αλώβητη. Πως τόσα πέρασα, τι είναι άλλο ένα, ένα ίσον κανένα. Την καρδιά δεν την ρωτάς γιατί δεν θα σου απαντήσει, την καρδιά δεν την ορίζεις, πάει μόνη της, είναι αγρίμι, είναι θεριό ανήμερο. Να την κάνω κουμάντο δεν μπορώ, μου ξεφεύγει. Βγάζει νύχια, δόντια και ορμάει. Μόνο να την κοιμίσω μπορώ κι αυτό για λίγο. Να την ξεγελάσω πως όλα είναι εντάξει. Τίποτα δεν είναι εντάξει, αυτή το ξέρει, αυτή το νιώθει, αυτή πονά. Δεν μπορώ να την κοροϊδέψω.
Κάθομαι σ’ αυτό το μικρό και βρώμικο λιμανάκι που μερικές φορές κάναμε μπάνιο μικρά. Δεν ξέρω γιατί μας έφερναν εδώ οι γονείς μας. Μάλλον για να μπορούν να μας ελέγξουν καλύτερα, να μας μαντρώσουν. Νομίζω πως γι’ αυτό επέστρεψα. Μπας και μαντρώσω την καρδιά μου, να μην πετάει, να μην μπορεί να φύγει, να μην μπορεί να έρθει κοντά σου. Να μείνει εδώ. Μέσα στο λιμανάκι, εγκλωβισμένη από τα βράχια, καθηλωμένη από το κύμα. Και νομίζω τώρα εγώ πως την φυλάκισα, πως την θωράκισα να μην πονέσει. Όμως πονά.
«Θα μου περάσει, με έναν τρόπο μαγικό θα μου περάσει, το όνομα σου το μικρό στα δυο θα σπάσει…»
Βλέπω το κύμα που σκάει στα βράχια με επιμονή. Μου θυμίζει τις προσπάθειες που έκανα μαζί σου που έσπαγα τα μούτρα μου που τσαλάκωνα τον εγωισμό μου όμως συνέχιζα κι άλλο. Έλεγα, δεν μπορεί, θα μαλακώσει, θα αφεθεί να νιώσει. Νιώθει ο βράχος; Όχι. Πληγώνεται το κύμα; Ίσως ναι, γι’ αυτό σιγά σιγά εξασθενεί, κάνει πίσω και στο τέλος σβήνει. Ώσπου να φουντώUσει πάλι ο άνεμος, να θεριέψει ξανά, να θυμώσει, να φουσκώσει, να καλύψει τον βράχο και αργά αργά, μετά από εκατομμύρια χρόνια να καταφέρει με την αρμύρα του να διαβρώσει ένα μικρούλι, τόσο δα μικρούλι κομμάτι της πέτρας.
Το κύμα όμως κουράστηκε. Όλες αυτές τις χιλιάδες στιγμές να πασχίζει απόκαμε, θέλει να βρει μια παραλία, μια μικρή αμμουδερή ακτή, να χωθεί μέσα της, να την δροσίσει, να ξεδιψάσει κι όταν αυτό κάνει πίσω, αυτή να ανοίγεται, να θέλει κι άλλο. Και το κύμα διαρκώς να γλυκαίνει, να ηρεμεί και να γίνεται ένα τόσο δα μικρό κυματάκι να την αγκαλιάζει, να ενώνονται και να τραγουδάνε μαζί έναν ήσυχο παφλασμό. Και μέσα τους να λαμποκοπούν κοχύλια και ροζ κουφετί πετραδάκια σαν τα σκουλαρίκια του μικρού κοριτσιού. Και τότε το κύμα να γίνεται αφρός, γάργαρο διάφανο νερό και να γαληνεύει την ψυχή και τα μάτια, να τα κάνει όλα μαγικά.
Από μικρή όταν όλοι κολυμπούσαν στα βαθιά, να αποδείξουν πως έμαθαν, ως τώρα που όλοι παίζουν παιχνίδια στην άμμο και ιδρώνουν και φωνάζουν, εγώ κάνω το ίδιο πράγμα. Κάθομαι εκεί που σκάει το κύμα. Χώνω τα χέρια μου μέσα στην άμμο και ξεχνιέμαι έτσι για ώρες. Μ’ αρέσει αυτό που έρχεται, φεύγει και θα έρθει πάλι, πολύ σύντομα, πολύ γλυκά και αβίαστα και στο διάβα του η άμμος θα γυαλίσει και θα ξεπλυθεί.
Αυτό το καλοκαίρι δεν θα είμαστε μαζί, δεν θα φιληθούμε ποτέ στο φως της ημέρας, δεν θα νιώσω τα χείλη σου αλμυρά και στεγνά. Δεν θα μπορέσω να στα δροσίσω. Δεν θα ζήσουμε αγκαλιά κανένα χάραμα, καμία δύση. Εγώ θα είμαι εκεί όμως. Εκεί που σκάει το κύμα και γλείφει την αμμουδιά και θα τραγουδώ να βρω την ακτή μου να ηρεμήσω, να μην ξαναχτυπήσω σε κανέναν βράχο πάνω. Γιατί μπορεί να είμαι νερό αλλά πονάω να σκάω στις πέτρες με δύναμη. Όση ορμή κι αν έχω, όσο δυνατά κι αν φυσάει, όσο κι αν βρυχώμαι, μέσα μου καταρρέω.