Περπατώ παρέα με τις σκέψεις μου στο γνωστό γκρίζο πεζοδρόμιο που με οδηγεί στην δουλειά. Το ζεστό καλοκαιρινό αεράκι φυσάει στο πρόσωπο μου και δημιουργεί γλυκούς κι ενοχλητικούς ταυτόχρονα ψίθυρους. Τα αυτοκίνητα δίπλα τρέχουν μανιωδώς μες στα στενάκια, αφήνοντας πίσω τους ήχους του κινητήρα που βρυχάται.
Ρουτίνα, σαν να γνωρίζω καθετί που πρόκειται να γίνει στα επόμενα δευτερόλεπτα. Ακούω το όνομά μου, γυρνάω κι κοιτώ. Να κι η αναμενόμενη συνάντηση με έναν γνωστό σου. «Τι κάνεις;» «Πως πάς;» και τα σχετικά. Μια αγκαλιά είτε σφιχτή είτε όχι, ένα νεύμα αποχαιρετισμού κι συνεχίζω τον δρόμο μου.
Οι μυρωδιές του φρέσκου ψωμιού, των κουλουριών, της πολυπόθητης τυρόπιτας με εκείνο το φύλλο που ξεκινάς δειλά δειλά να τρως μην χάσεις την απόλαυση, κατακλύζουν τα ρουθούνια μου κι αρχίζω να περπατώ πιο γρήγορα. Σταματώ στην είσοδο του φούρνου να πω το γνωστό μου καλημέρα. Ο φούρναρης ευδιάθετος όπως πάντα ανταποδίδει τραγουδιστά γιατί κάθε νέα κι ωραία μέρα ξεκινά τραγουδιστά. Γελαστή γυρνώ την πλάτη μου και συνεχίζω τις σκέψεις μου για το χθες, το τώρα κι το αύριο.
Έχοντας φτάσει στην δουλειά, κατευθείαν με το άγχος μου εισβάλλω στο γραφείο μου λέγοντας αδιάφορα καλημέρα σε όσους είναι γύρω μου. Χτύπαγε ήδη με μανία το τηλέφωνο. Το αφεντικό δεν ήταν στις καλές του πάλι. Το σηκώνω κι άρχισαν τα κηρύγματα και η ανάθεση χαρτούρων. Μέρα κι αυτή σήμερα…
Περπατώ παρέα με τις σκέψεις μου στο γνωστό γκρίζο πεζοδρόμιο που με οδηγεί στην δουλειά. Το ζεστό καλοκαιρινό αεράκι φυσάει στο πρόσωπο μου κι δημιουργεί ανατριχιαστικά χάδια στα αυτιά μου. Αρχίζω κι τινάζομαι με την αίσθηση πως ένα ζωύφιο τριγυρίζει κοντά τους. Παρατηρώ τα αυτοκίνητα δίπλα να τρέχουν μες στα στενάκια. Η καυστική μυρωδιά της εξάτμισης κι ο πυκνός καπνός της με κάνουν να αναρωτιέμαι αν ο ήχος της είναι το ίδιο ενοχλητικός. Κοιτώ μπρος κι πίσω να δω αν υπάρχει κανείς, πάνω κάτω μήπως αποφύγω κάτι που θα με κάνει να σκοντάψω.
Κάθε πρωινό είναι σχεδόν ίδιο, τόσο χαμένο. Δεν ξέρω τι έκπληξη θα υπάρχει. Πολλά σενάρια βασανίζουν το γεμάτο απορίες, υποχρεώσεις κι ευθύνες μυαλό μου.
Ξαφνικά κάποιος μου ακουμπά με δύναμη τον ώμο. Πετάγομαι έτοιμη με ένα επιφυλακτικό ύφος. Ανακουφίζομαι… ένας γνωστός μου ήταν τελικά όχι κανένας λήστης. Αρχίζει να μου κουνά τα χέρια του κι να ανοιγοκλείνει το στόμα του σιγά σιγά. Προσπαθώ κι εγώ να εστιάσω στα χείλη του κι να μην με αποσπά η κίνηση των αυτοκίνητων και των περαστικών γύρω μου. Νιώθω πως χάνω άλλα γεγονότα ή στιγμές έχοντας το μυαλό μου στις λέξεις που αρθρώνει. Διακρίνω ένα «καλημέρα, τι κάνεις» κι τα υπόλοιπα απλά τα προσπερνάω. Ποιος να φανταστεί ότι θεωρώ ώρες ώρες την μητρική μου γλώσσα ξένη;
Στη συνέχεια αρχίζω κι εγώ με αναστεναγμούς κι βαθιές αναπνοές να μιλήσω. Νιώθω τις φωνητικές μου χορδές να με πιέζουν ελαφρά κι αναρωτιέμαι ξανά πως ακούγομαι, αν με καταλαβαίνει. Αυτό που λαμβάνω στο τέλος είναι ένα χτύπημα λιγότερο έντονο στον ώμο κι το χέρι του κοντά στο πρόσωπο μου για να μου πει αντίο. Τυφλώθηκα ρε φίλε.
Συνεχίζω αφήνοντας τον πίσω μου κι αμέσως η αντίδραση των ρουθούνιων μου μου δίνουν σήμα να κοιτάξω τον φούρνο στο επόμενο τετράγωνο. Αρχίζω να σχηματίζω εικόνες των προϊόντων τους στο μυαλό μου. Λιγούρα. Σταματώ στην βιτρίνα του κι αγναντεύω τα πλούσια χρώματα των αρτοποιημάτων και των γλυκών. Έχοντας αφαιρεθεί, ξαφνικά πετάγεται ένας κύριος στην βιτρίνα με ένα βλέμμα αποδοκιμαστικό. Μου φώναζε τόση ώρα καλημέρα κι δεν το είχα αντιληφθεί. Έντρομη ψελλίζω χωρίς να ακουστεί καλά η φωνή μου, κουνάω το χέρι μου και συνεχίζω τον δρόμο μου.
Φτάνω, επιτέλους στην δουλειά. Προσέχω τα βήματα μου, μην κάνω κανέναν ενοχλητικό θόρυβο κι αποσυντονιστούν οι συνάδελφοι μου. Ταυτόχρονα κοιτώ γύρω μου μήπως μου μιλήσει κανείς. Όσο πλησιάζω στο γραφείο μου νιώθω ένα αίσθημα ηρεμίας να με κατακλύζει γιατί σαν κάτσω στην καρέκλα μου θα έχω μια πλήρη οπτική γωνία. Αρχίζω λοιπόν με τις χαρτούρες που βρίσκονταν πάνω στο γραφείο μου, αόρατη πλέον από τον γύρω κόσμο, δίχως φωνές, σαν παρατηρώ τους άλλους να μιλούν χωρίς να κοιτούν, να ξέρουν που να γυρίσουν να κοιτάξουν. Βουβή μέρα κι αυτή σήμερα…
Δυο ζωές υπάλληλων τόσο πανομοιότυπες όσο και διαφορετικές. Πέντε αισθήσεις η μια, τέσσερις η άλλη, μα ο στόχος ίδιος, η καθημερινή επιβίωση.
Χάνοντας τον ήχο είναι σαν να χάνεται μια ανάμνηση. Σαν να προσπαθείς να θυμηθείς κάτι που δεν υπάρχει. Ακούς σαν τυφλός, μιλάς σαν άλαλος. Το σκοτάδι της σιωπής είναι παντού ακόμη κι αν λούζεσαι από φως. Όνειρο ζεις, όχι δικό σου, αλλά αλλουνού. Ανύπαρκτος παρατηρητής εσύ, γεμάτος ζωή ο άλλος. Σε διαρκή αναζήτηση για ένα ήχο, την γαλήνη συναντάς. Σιωπηλή, ανήσυχη κι τρομακτική όμως. Κενότητα κι ολότητα μια έννοια μαζί. Πως κατάντησε τόσο ασπρόμαυρη η ζωή σου; Δίχως ρυθμό και μελωδία. Ποιος θα σε βρει, ποιος θα σε καταλάβει; Που ανήκεις;
Στην τελική ταξίδι είναι κι αυτό, της ζωής σε έναν άλλον κόσμο μες στο ίδιο το σύμπαν, όπου ψυχή και μυαλό στους δρόμους αυτούς ψάχνουν κι επινοούν ένα άκουσμα, έναν ήχο, μια φωνή!