Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος το ‘χει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό — εις όλην την ζωή του.
Κ.Π.Καβάφης
Καθρέφτης.
Ολόσωμος με ξύλινη ασημένια κρακελέ κορνίζα.
Μια σχέση αγάπης και μίσους.
Ο πιο ειλικρινής μάρτυρας της ζωής μου και ο πιο καυστικός σχολιαστής της καθημερινότητάς μου.
Όταν έχω τα κότσια στέκομαι μπροστά του και δεν ρουφάω την κοιλιά μου.
Και εκείνος αντί να εκτιμήσει το θάρρος να τ΄αποκαλύπτω όλα φόρα παρτίδα μετατρέπεται στον πιο αδυσώπητο σχολιαστή των λευκών τριχών στα μαλλιά, των ρυτίδων γύρω από τα μάτια, της χαλαρότητας των οπίσθιών (στα δέκα μέτρα το γυμναστήριο και εγώ έτρωγα πίτσες), της αρνητικής διάθεσης, των σφιγμένων δοντιών που τρίζουν από την ένταση.
«Μην σφίγγεις τα δόντια σου έτσι. Ασχημίζεις και μοιάζεις με τη θεία την Ευτέρπη. Και μη μου λες εμένα όχι» μου τόνιζε χαιρέκακα η μάνα μου όταν δεν άντεχε το ίδιο της το παιδί, ασυμβίβαστο με τις απαιτήσεις και τις αξιώσεις της οικογένειας (και όλων των άλλων) που επέλεγε να έρθει σε ρήξη με τα κοινωνικά πρέπει και συμβάσεις ακολουθώντας το δικό του δρόμο.
«Ε, όχι και με τη θεία την Ευτέρπη» της απαντούσα με συνοφρυωμένα φρύδια αναβιώνοντας σκηνή από ελληνική ταινία περασμένων δεκαετιών.
«Θα έρθεις για φαγητό την Κυριακή.»
«Όχι.»
«Μα θα έρθει όλο το σόι. Ξέρεις πόσες μέρες κάνω προετοιμασία;»
«Όχι δεν ξέρω.»
«Μία εβδομάδα και εσύ δεν καταδέχεσαι να έρθεις να φας με την οικογένεια σου. Θα έρθεις».
«Σου είπα όχι.»
«Μια φορά να ακούσω από το στόμα σου ένα Ναι Μαμά. Δεν είσαι παιδί μου εσύ… Παιδί του Μεταξά είσαι…»
(28η Οκτωβρίου 1940- Η ιταλική κυβέρνηση απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο απαιτώντας ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο για να καταλάβει στρατηγικά σημεία της Ελλάδος. Η απάντηση της κυβέρνησης Μεταξά στο τελεσίγραφο ήταν αρνητική ΟΧΙ)
Κλασική ατάκα με άρωμα μανούλας… Παιδί του Μεταξά… Παιδί του ΟΧΙ.
Μεσημέρι Κυριακής και με τη Μαρία αποφασίζουμε να πάμε για καφεδάκι στην Πλάκα. Έχει καλή μέρα και τα Αναφιώτικα, αγαπημένος προορισμός δίνουν την αίσθηση της παλιάς Αθήνας.
Ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο. Τελικά παραγγέλνουμε τσίπουρα και μεζέδες. Μας ξεσήκωσαν οι μυρωδιές από τα διπλανά τραπέζια.
Η Μαρία είναι η χαρά της ζωής. Θετικός άνθρωπος έχει πάντα μία καλή κουβέντα να πει και μοιράζει αμέτρητα ναι…
Στους γονείς, στα παιδιά, στον άντρα, στους φίλους, στη δουλειά…
Παρευρίσκεται με χαμόγελο στις οικογενειακές συγκεντρώσεις, στα παιδικά πάρτι, παραλαμβάνει από το αεροδρόμιο τους γνωστούς της θείας του ξαδέρφου του Σωτήρη, κάθεται αμέτρητες ώρες υπερωρίας στη δουλειά και ας της χρωστάνε ακόμα το περσινό δώρο Χριστουγέννων…
Σε αντίθεση με μένα που…
Όχι δεν πατάω στα οικογενειακά τραπέζια που μαζεύεται όλο το σόι και αναρωτιούνται τι λάθος έχω κάνει και είμαι ακόμα γεροντοκόρη (αυτό θα γίνει επόμενο άρθρο).
Όχι δεν θέλω παιδιά και δεν τρέχω στα παιδικά πάρτι.
Όχι δεν οδηγώ από Παγκράτι στο αεροδρόμιο να παραλάβω (Ποιά είπαμε;) τη γνωστή της θείας του ξαδέρφου του Σωτήρη…
ΟΧΙ…
Μία λέξη που αποτελείται από τρία γράμματα. Τόσο μικρή μα συνάμα τόσο ισχυρή.
Την ξεστομίζω συχνά και την ακούω συχνότερα.
Όταν δε χρησιμεύει για να δηλώσει την άρνηση μας σε κάτι που πραγματικά δε συμφωνούμε είναι η εύκολη απάντηση.
Μας αποδεσμεύει, μας αφήνει ήσυχους και δε δημιουργεί συνέχεια στις υποχρεώσεις μας.
Η μητέρα ρωτάει το μικρό παιδί αν εκείνο έσπασε το ποτήρι. Όχι, δεν το έκανε εκείνο.
Η σύζυγος κατηγορεί τον άντρα της ότι την απάτησε. Όχι, της είναι πιστός.
Ένας άντρας ρωτάει το συνάδελφο του αν θέλει και αυτός να προαχθεί στη διευθυντική θέση και ας είναι λιγότερα χρόνια στην εταιρία. Όχι, δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο. Η θέση ανήκει δικαιωματικά στον παλιότερο.
Τί θα γινόταν αν η απάντηση δεν ήταν το Όχι αλλά ο άσπονδος φίλος του;
Αν Ναι, το αγόρι είχε σπάσει το ποτήρι…
Αν Ναι, ο σύζυγος είχε απατήσει τη γυναίκα του…
Αν Ναι, ο συνάδελφος διεκδικούσε και εκείνος τη διευθυντική θέση…
Σαν επακόλουθο του Ναι θα ήταν…
Μία τιμωρία…
Ένα πιθανό διαζύγιο…
Και η αποκάλυψη μιας υπέρμετρης φιλοδοξίας…
«Η ζωή σου θα αποκτήσει περισσότερο ενδιαφέρον αν δέχεσαι τις προκλήσεις και λες περισσότερα Ναι…» διαπιστώνει αποφασισμένα η φίλη μου.
«Όχι δεν το νομίζω…» βιάζομαι ν΄ απαντήσω προσθέτοντας πάγο στο ποτήρι του τσίπουρου.
«Πρόκληση;» με ρωτά διερευνητικά παίζοντας μια παραλλαγή του κλασικού Θάρρους ή Αλήθεια.
«Όχι» της απαντώ σηκώνοντας το ένα φρύδι σημάδι πως κάτι είχε αρχίσει να ενοχλεί τις πιο εσωτερικές στοιβάδες της σκέψης μου.
«Για δύο εβδομάδες σε ότι σου λένε θα λες Ναι. Και αν τα καταφέρεις, δικά σου τα εισιτήρια για την Πάρο, όλα πληρωμένα το τριήμερο του Αγ. Πνεύματος».
Πριν προλάβω να ανοίξω το στόμα μου και να εκτοξεύσω ένα βαρύγδουπο Όχι…
εκείνη συνέχισε «Η πρόκληση ξεκινάει από τώρα… όλα πληρωμένα φιλενάδα στο Paros Palace…».
“Πόσο θα μπορούσε να επηρεαστεί η καθημερινότητα μου; Ναι; Εγώ Ναι;”
Αλλά από την άλλη Paros Palace με τζακούζι…
7 π.μ. Παγκράτι – Ήχος τηλεφώνου
«Ναι Μαμά… Την Κυριακή θα είμαι εκεί. Τί εννοείς αν έχω πιεί; (κοιτάζω το ρολόι) Στις 7 το πρωί; Ποιός είμαι ο Ορέστης Μακρής;»
Κλείνω το τηλέφωνο με σφιγμένα δόντια που τρίζουν από την ένταση.
Στη δουλειά ο χοντρός με το πούρο θέλει την αναλυτική έκθεση μέχρι αύριο το μεσημέρι.
Μαζί με το «όχι δεν προλαβαίνω…» θα του έλεγα που να βάλει και το πούρο του… αλλά έχε χάρη το στοίχημα.
«Φυσικά και θα έχετε την έκθεση μέχρι αύριο το μεσημέρι κύριε Διευθυντά. Δεν θα φύγω καθόλου σήμερα από το γραφείο, σερί μέχρι αύριο… πετάει η ομάδα.»
Άυπνη δύο μέρες να προλάβω το αδύνατο που με ένα μαγικό τρόπο έγινε δυνατό, επιστρέφω στο σπίτι και ονειρεύομαι το κρεβάτι μου.
Το κουδούνι του σπιτιού χτυπάει δαιμονισμένα και τρέχω να ανοίξω με τις τελευταίες δυνάμεις που μου έχουν απομείνει πριν την κατάρρευση… Η αδερφή μου στέκεται χαμογελαστή μπροστά μου. Χαμηλώνω το βλέμμα και κοιτάζω την Τζίλντα (σκυλί Μπουλ Τεριέ) να προσπαθεί να μπει στο σπίτι.
«Είναι όλα εδώ μέσα» μου λέει δίνοντας μου την τσάντα με τα προσωπικά της Τζίλντα και το λουρί της.
«Θα με σώσεις αδερφούλα. Πάω Παρίσι με τη δουλειά και θα έρθω να την πάρω σε τρείς μέρες.»
Παραλαμβάνω τη Τζίλντα… πριν της προτείνω τη λύση του ξενοδοχείου σκύλων και αναθεματίζω τη στιγμή που δέχτηκα την πρόκληση.
Λίγες μέρες αργότερα δεν μπόρεσα να αρνηθώ (τα ναυτικά μου μίλια πλησίαζαν την Πάρο) την πρόταση της Στέλλας να πάμε για ψώνια. Είναι από τις γυναίκες που κατεβάζουν όλο το μαγαζί για να καταλήξουν στο πρώτο κομμάτι που δοκίμασαν. Απέφευγα συστηματικά το shopping therapy με την πολύ αγαπημένη φίλη λέγοντας ένα ξερό όχι σε συνδυασμό ή όχι με διάφορες δικαιολογίες.
Επέστρεψα σπίτι εξαντλημένη, φορτωμένη με τσάντες και τσαντάκια πραγμάτων που δεν είχα προγραμματίσει να ψωνίσω και την πιστωτική μου να έχει φτάσει στο όριο της.
Η Τζίλντα θρονιασμένη στη θέση μου στον καναπέ κοιτούσε μάλλον αδιάφορα την προσπάθεια μου να είμαι έτοιμη στην ώρα μου για το αποψινό δείπνο σε ένα κυριλέ εστιατόριο με τη Μαρία, τον άντρα της και ένα φίλο τους που μήνες προσπαθούσαν να με πείσουν να τον γνωρίσω. Τώρα με το Ναι μου, τους έδωσα την ευκαιρία απλόχερα στο πιάτο.
Η βραδιά δεν κυλούσε τόσο χάλια…
Μήπως είχε έρθει η στιγμή ν΄ αναθεωρούσα τα όχι μου;
Όλα καλά μέχρι τη στιγμή… μεταξύ γουλιάς πόρτο και γέλιων για ένα αστείο που δεν έπιασα… έπεσε το βλέμμα μου στον άντρα του απέναντι τραπεζιού που με κοιτούσε μ’ ένα τόσο γνώριμο υποσχόμενο χαμόγελο…
“Είναι ο Στέφανος…” σκέφτηκα και αισθάνθηκα τους λοβούς των αυτιών μου να παίρνουν φωτιά. “Ο μεγάλος ανεκπλήρωτος έρωτας της ζωής μου. Παλιός συνάδελφος και παντρεμένος. Πριν ένα χρόνο έμαθα τυχαία ότι χώρισε. Και για πρώτη φορά είχα χαρεί με την ατυχία κάποιου. Και παραμένει τόσο…» τις σκέψεις μου διέκοψε το σκούντημα της Μαρίας.
Μία μέρα πριν ολοκληρωθούν με επιτυχία οι δύο εβδομάδες του στοιχήματος…
Του στοιχήματος του Ναι και του Όχι…
Το επόμενο πρωινό στη δουλειά σκεφτόμουν το χαμόγελο του πρώην συναδέλφου στο απέναντι τραπέζι, δεχόμουν μηνύματα θαυμασμού από το φίλο των παιδιών και ο διευθυντής μου με το πούρο ανά χείρας μου έκανε νόημα να πάω στο γραφείο του.
Η συνάδελφος που θα μας εκπροσωπούσε στην έκθεση Θεσσαλονίκης είχε αρρωστήσει και εκείνος επιθυμούσε να παραστώ εγώ στη θέση της. Φυσικά και θα εξυπηρετούσα την εταιρία. Λίγες ώρες είχαν μείνει πριν το τέλος του στοιχήματος και πλησίαζαν και οι κρίσεις προσωπικού. Μπορεί ο χοντρός με το πούρο να με θυμόταν μια φορά για κάτι καλό.
Με μία πρόχειρη βαλίτσα ανά χείρας που πέταξα μέσα ότι βρήκα μπροστά μου, έφτασα με τη ψυχή στο στόμα στο αεροδρόμιο τη στιγμή που δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον διευθυντή μου. Μου ανακοίνωσε ότι μαζί μου στο ταξίδι θα είχα ένα καινούργιο συνάδελφο που μόλις είχε ενσωματωθεί στο δυναμικό της εταιρίας και με παρακαλούσε να τον ενημέρωνα όσο καλύτερα μπορούσα. “Φυσικά και θα το έκανα. Έλεγα εγώ, Όχι;”
Τη στιγμή που έψαχνα το εισιτήριο μου και με φρίκη διαπίστωσα ότι είχα ξεχάσει να βάλω στη τσάντα το αγαπημένο μου κραγιόν βλέπω μπροστά μου τον Στέφανο, τον παλιό συνάδελφο να με κοιτάζει χαμογελώντας.
Ναι, Ναι, Ναι θα πάμε μαζί αυτό το ταξίδι…
Ναι, Ναι, Ναι είναι ο καινούργιος συνεργάτης στην εταιρία.
Ναι, Ναι, Ναι κέρδισα το στοίχημα… Δύο εβδομάδες γεμάτες Ναι!!!
Την ίδια στιγμή χτύπησε το κινητό μου. Με το χαμόγελο στα χείλη απάντησα…
«Ναι… Μαμά…;»
«Κοριτσάκι μου μπορώ να δανειστώ τις μέρες που θα λείπεις το αμάξι σου;»
Κοιτάζω το ρολόι μου. Εδώ και δέκα λεπτά … έχω κερδίσει το στοίχημα…
«Όχι μαμά… Δεν μπορείς.»
Είναι ότι καλύτερο να είμαστε θετικοί και να λέμε Ναι σε ανθρώπους και καταστάσεις που μας χρειάζονται. Σε καινούργια δημιουργικά πράγματα και ιδέες που μας γεμίζουν εμπειρίες… στα Ναι που ενεργοποιούν με τον πιο όμορφο τρόπο όλες μας τις αισθήσεις…
Ένα μεγάλο όμως Όχι κρίνεται απαραίτητο κυρίως όταν ένας ατζαμής οδηγός ζητάει να δανειστεί το καινούργιο σου αυτοκίνητο για να στο επιστρέψει με μονά φανάρια…