Για μια αναθεματισμένη προσδοκία…
Να πεθαίνεις, να ματαιώνεσαι κάθε φορά, κι εκείνη να καίει ακόμα μέσα σου…
Μια αρρώστεια που σε τρώει σαν σαράκι.
Προσδοκία… σε πετάει στα σύννεφα κόβωντάς σου την ανάσα για να σε προσγειώσει στην απόρριψη, την ακύρωση!
Κάθε φορά που επιστρέφεις σ’αυτήν προδίδεις τον εαυτό σου…
Μοιάζει με το τραγούδι της γλυκιάς σειρήνας που το μόνο που θέλει είναι να σε ξεγελάσει, να σε μπλέξει στα δίχτυα της, να μη μπορέσεις να της ξεφύγεις ποτέ…
Προσδοκία… μάτια θολά, σκέψη σχεδόν ανύπαρκτη και λογική εξαφανισμένη. Μόνο ένα άρρωστο συναίσθημα, ένα ξεψυχισμένο ‘αν’ που σου τρώει τα σωθικά.
Προσδοκία… ένας εφιάλτης που ντύθηκε το σύννεφο του ονείρου, τόσο κακόγουστα, τόσο ψεύτικα…
Σε απομακρύνει από την αλήθεια, που τη βλέπεις μόνο στιγμιαία, απομονωμένα από το σύνολο. Δε ζεις το τώρα παρά προσδοκάς ένα αβέβαιο αύριο, που στηρίζεται σ’ ένα παρόν που δεν υπάρχει, γιατί ξέχασες να ζεις σ’αυτό.
Προσδοκία… όλα ξεκινούν από αυτήν, για να περιστραφούν γύρω από αυτήν και να καταλήξουν πάλι εκεί. Καρδιοχτύπι, προσμονή, απουσία, πόνος ναι! Για μια προσδοκία που δεν έχει σημασία.
Κόλλημα τρελλό… είναι δύσκολο να του ξεφύγεις και συνεχίζεις… γίνεσαι σκιά του εαυτού σου, μόνο και μόνο για να γευτείς την προσδοκία.
Ξύπνα από το λήθαργο, βγες από την ουτοπία… ξέγραψε την προσδοκία!
Ήταν δύσκολο, φάνταζε σχεδόν ακατόρθωτο. Πώς θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτήν, πώς θα κατάφερνα να μην τη σκέφτομαι κάθε πρωί και κάθε βράδυ; Πώς θα τα έβγαζα πέρα χωρίς τον πόνο που κομμάτιαζε την ψυχή, χωρίς τη μαχαιριά που έμπηγα κάθε φορά και πιο βαθειά στην καρδιά μου; Πώς;
Αντιμέτωπη με τον εαυτό μου, αντιμέτωπη μ’αυτό που πιότερο λαχτάρισα, άνιση μάχη… σχεδόν ηττημένη από την αρχή!
Πόσο δύσκολο να πεις ‘όχι’ στο όνειρο; Μα ποιο όνειρο; Αυτό που συντηρούσα όλη την ημέρα και αγκάλιαζα κάθε βράδυ για ν’αντέξω την επόμενη.
Προσδοκία, εννιά γράμματα στη σειρά, γραμμένα σε λευκό χαρτί, που δεν κυοφόρησαν ποτέ. Τράβηξα μια κόκκινη γραμμή, κι άλλη κι άλλη. Τη μουτζούρωσα, την έκοψα σε τόσα κομμάτια, όπως μ’είχε κομματιάσει εκείνη, λεπτό το λεπτό, μέρα με τη μέρα.
Ένιωθα ακόμα αδύναμη να την αντιμετωπίσω. Μα κοιτούσα τα κομματιασμένα χαρτάκια κι έπαιρνα δύναμη. Της γύρισα την πλάτη, έτσι απλά, κι ας φάνταζε ακατόρθωτο.
Κι ας μπήκα στον πειρασμό να τη συγχωρήσω, να την καλοδεχτώ πίσω. Έκλεισα τ’αυτιά μου στο κάλεσμά της, κι ας πονούσα. Εξακολουθούσα να κοιτάω τα κομμένα χαρτάκια και συνειδητοποίησα πως η προσδοκία γεννιέται πάνω στα σημάδια του ανοιχτού τραύματος κι αντί να γιατρέψει την πληγή, την κάνει μεγαλύτερη.
Ένα πρωί ξύπνησα ελεύθερη. Δεν είχα ανάγκη ούτε τα κομμένα χαρτάκια!
Εγώ κι η προσδοκία είχαμε τελειώσει πια, για τα καλά!!!!
Άνοιξα το παράθυρο, ανάπνευσα τον καθαρό αέρα κι άφησα την κομματιασμένη προσδοκία να χαθεί στο φύσημα του ανέμου…