Είναι Δευτέρα πρωί ενός κρύου Φλεβάρη. Ακόμα μια εργάσιμη μέρα. Οι δρόμοι σφύζουν από κινητικότητα. Τα καταστήματα υποδέχονται τους λιγοστούς πρωινούς πελάτες σαν να ήταν πρίγκιπες.
Έχει μόλις παρκάρει και κατευθύνεται για το γραφείο. Ακολουθεί την ίδια διαδρομή καθημερινά εδώ και είκοσι έξη χρόνια. Όμως κάτι έχει αλλάξει. Τα τελευταία οχτώ χρόνια υπάρχει διάχυτη στην ατμόσφαιρα ένα βαρύ κλίμα, μια δυσθυμία και ένα αρνητικό ενεργειακό πεδίο που απλώνεται σαν βαρύ πέπλο πάνω από την πόλη του Πειραιά και τους ανθρώπους της.
Του είναι πολύ δύσκολο να μετουσιώνει όλη αυτή την αρνητικότητα σε κάτι το θετικό. Έχει αποφασίσει να το κάνει, πιστεύοντας ότι μπορεί, και αυτό κάνει. Αντλεί δύναμη από τον εαυτό του και αντιστέκεται διαφωνώντας σιωπηλά σε κάθε παραλογισμό και αδικία, σε κάθε ανισορροπία, αρνητική σκέψη, άποψη, ή τοξική είδηση. Προσπερνά δήθεν αδιάφορα ξέπνοες ανθρώπινες φιγούρες που σκυμμένες πάνω από κάδους σκουπιδιών ψάχνουν να βρουν κάτι να φάνε. Θλιβερές, αξιολύπητες ανθρώπινες υπάρξεις που συναντά καθημερινά στην μικρή αυτή διαδρομή που κάνει με τα πόδια μέχρι το γραφείο. Στα τριακόσια αυτά μέτρα που τώρα του φαίνονται χιλιόμετρα προσπαθεί να αποφύγει να σκεφτεί πως κοιμήθηκαν αυτοί οι δυο άνθρωποι το κρύο βράδυ του χειμώνα στα χαρτονένια παραπήγματα που έστησαν πρόχειρα στην εσοχή της εισόδου του κλειστού πολυκαταστήματος, που τώρα χρησιμεύει για τον τόπο διαμονής τους.
Δεν άντεξε άλλο. Δεν μπόρεσε να προσποιηθεί πάλι και να κάνει σαν να μην υπάρχουν και στάθηκε να δει. Παρατήρησε καλύτερα τα πρόσωπά τους που έδειχναν απαθή και αδιάφορα για τους περαστικούς. Σαν απόκληροι που ήταν απωθούσαν από την πραγματικότητά τους όλους τους άλλους. Μα, μια στιγμή, ο ένας από αυτούς τού ήταν γνωστός! Μα βέβαια ήταν ο Νίκος Βεργέτης από το τμήμα διαφήμισης και μάρκετινγκ της εταιρίας BDDO που είχε κλείσει λόγω πτώχευσης το 2010. Έμεινε εμβρόντητος για λίγα δευτερόλεπτα. Σκέφτηκε να του έδινε μια ελεημοσύνη αλλά απέρριψε την ιδέα σαν ακατάλληλη αφού δεν θα άλλαζε και πολλά, από την μία, και από την άλλη ίσως τον έκανε να αισθανθεί πιο άσχημα για την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει. Έβαλε το κεφάλι κάτω και σκεφτικός συνέχισε στον δρόμο του για το γραφείο. Μα άνθρωποι δεν είναι και αυτοί; Ψυχές χαμένες; Πόσοι σαν τον Νίκο, δεν βρέθηκαν ξαφνικά στον δρόμο; Πόσοι, δεν αφαίρεσαν οι ίδιοι την ζωή τους μέσα στην απελπισία τους; Πόσοι συνάνθρωποί μας δεν ζουν στα όρια της φτώχειας ή με ελλείψεις ακόμα και για βασικά πράγματα; Για πόσο καιρό ακόμα θα προσποιούμαστε πως δεν έχουμε πρόβλημα; Ως πότε θα μεταβιβάζουμε τις ευθύνες για την κατάντια αυτή της κοινωνίας μας στις κυβερνήσεις των πολλά υποσχόμενων πολιτικάντηδων την στιγμή που εμείς οι ίδιοι τις εκλέγουμε και συμφωνούμε με ότι αποφασίζουν; Ως πότε θα δείχνουμε ανοχή στην αδικία και στον παραλογισμό; Ως πότε θα ‘κοιτάμε την δουλειά μας’ και θα αδιαφορούμε για τον πλησίον μας; Ως πότε θα σκληραίνουμε την καρδιά μας και θα σκεφτόμαστε μόνο τον εαυτούλη μας; Πότε επιτέλους θα μάθουμε να αγαπάμε; Ένας καταιγισμός σκέψεων βομβάρδισαν το μυαλό του και ένιωσε θυμό. Θυμό με τον εαυτό του που τόσα χρόνια υπήρξε ένας άθλιος υποκριτής, ένας ψεύτης εγωιστής που νοιαζόταν μόνο για τον εαυτό του και έβρισκε ένα σωρό δικαιολογίες για να μην δείχνει ενδιαφέρον για τους συνανθρώπους του, για τους γείτονές του, για τους λιγότερο ικανούς και πετυχημένους.
Αυτό σήμερα θα άλλαζε. Σήμερα θα μαλάκωνε την καρδιά του. Ένα πρόβλημα εξακολουθεί να παραμένει όσο δεν κάνεις τίποτα σκέφτηκε. Στο εξής θα νοιαζόταν και θα αγαπούσε τις αντανακλάσεις του εαυτού του. Θα αγαπούσε περισσότερο κάθε ύπαρξη. Θα σεβόταν και θα τιμούσε την ζωή που του χαρίστηκε άλλη μια μέρα. Έσφιξε τα δόντια και γύρισε πίσω. Στάθηκε μπροστά του και έτεινε το χέρι του κοιτάζοντάς τον στα μάτια: «Νίκο γεια σου, είμαι ο Κώστας Μπάκας. Με θυμάσαι;»…