“Εάν ζείτε μια ζωή βασανίζοντας τον εαυτό σας για το τι έχουν οι άλλοι, πιθανότατα να χάσετε την χαρά του να γίνετε αποδέκτες αυτών που οι άλλοι θέλουν να σας δώσουν.”
Την φράση αυτή πρώτη φορά την άκουσα ένα βράδυ στο τραίνο, όταν κάποιος νεαρός μου την είπε απάνω σε μια συζήτηση. Την συγκράτησα και με σημάδεψε όσο δεν με έχουν σημαδέψει δεκάδες βιβλία και εμπειρίες σε όλη μου την ζωή. Δεν ξέρω ακόμη γιατί, ίσως επειδή τα μεγάλα και πράσινα μάτια του νεαρού της έδωσαν σάρκα από την σάρκα του και αίμα από το αίμα του, ίσως επειδή ως τσιτάτο ήταν εύηχο και εύστοχο, ίσως επειδή εκείνη η νύχτα έμελλε να γίνει εμπειρία ζωής για μένα, δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω σίγουρα, είναι ότι την φράση αυτή δεν θα την ξεχάσω ποτέ στην ζωή μου.
Ένα καλοκαιρινό βράδυ πριν από πολλά χρόνια, έτυχε να βρεθώ στο σταθμό Λαρίσης για να πάρω το τραίνο και να επιστρέψω στην Θεσσαλονίκη. Ύστερα από την φριχτή και απρόσωπη αναμονή του τραίνου στην αποβάθρα, με μοναδική παρέα το τσιγάρο μου, έφτασε επιτέλους η ώρα που θα έμπαινα στο τραίνο. Βιάστηκα να πάω στη θέση που έγραφε το εισιτήριο μου και να κλείσω τα μάτια μου το γρηγορότερο. Ήμουν απίστευτα κουρασμένος και έκανα προβλέψεις για το ποιος θα κάτσει δίπλα μου. Τακτοποίησα τη βαλίτσα μου και έκατσα στη θέση μου. Έγειρα το κεφάλι μου προς το παράθυρο, έβαλα τα ακουστικά μου, ακούμπησα ένα βιβλίο που είχα πάρει μαζί μου και βυθίστηκα στις σκέψεις μου, ως που είδα την σιλουέτα ενός νεαρού άνδρα να με πλησιάζει. Ο νεαρός, έριξε μια γρήγορη ματιά πάνω στο εισιτήριο του και χωρίς να κάνει πολύ θόρυβο ακούμπησε τις αποσκευές του. Μου έκανε φοβερή εντύπωση που ήταν τόσο διακριτικός στην όψη του και στην συμπεριφορά του, σαν να μην υπήρχε. Δεν κοίταξε καθόλου τριγύρω και βυθίστηκε σ΄ ένα βιβλίο που κρατούσε. Δεν αργήσαμε να πιάσουμε κουβέντα. Την αφορμή την έδωσε ένα κακόβουλο σχόλιο μιας ηλικιωμένης κυρίας για τους μετανάστες.
Σχεδόν όλο το βράδυ η συζήτηση διεξήχθη γύρω από το θέμα του ρατσισμού. Σε όλη την βαρετή διαδρομή, μιλούσαμε ακατάπαυστα, αισθάνθηκα μια ξαφνική ευφορία που μου έδιωξε την κούραση. Ο νεαρός ήταν πολύ καλός ρήτορας, χρησιμοποιούσε με πολύ μεγάλη ευφράδεια την γλώσσα, ήταν ενημερωμένος για πολλά θέματα και έβρισκε αστεία ακόμη κι εκεί που δεν υπήρχαν, προσπαθούσε να γίνει ευχάριστος και αστείος στην μεταξύ μας κουβέντα. Έκανε κριτική με έναν τόσο εύστοχο τρόπο, που μέχρι και εγώ (που δεν βάζω γλώσσα μέσα μου), ήθελα να τον ακούω. Ωστόσο όμως, διέκρινες τη μελαγχολία μέσα στα μεγάλα και πράσινα μάτια του.
Παρατήρησα ότι απέφευγε να αναφέρει το όνομα του και δεν μίλησε σχεδόν καθόλου για τον εαυτό του. Προτιμούσε να με βομβαρδίσει με δεκάδες σημαντικές πληροφορίες και να μου μεταφέρει μέσα στο βαγόνι χρώματα, γέλιο, ελπίδα και ζωή. Μου εκμυστηρεύτηκε πως δεν είχε σχέση εδώ και πολλά χρόνια, μου είπε πως του άρεσε να περνάει πολλές ώρες μόνος του διαβάζοντας και ζωγραφίζοντας. Τρόπος έκφρασης; Τρόπος Δημιουργίας; Παρηγοριά; Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω, είναι ότι αισθάνθηκα πολύ άνετα, σαν να τον ήξερα χρόνια.
Μεταξύ άλλων και χωρίς καν να το καταλάβω, ο νεαρός μου πέρασε δεκάδες πληροφορίες για το ΗΙV, το AIDS, τους τρόπους μετάδοσης, τα κέντρα εξέτασης, την θεραπεία, το Checkpoint, τα Rapid test και το στίγμα. Έμαθα πολλά πράγματα που δυστυχώς μέχρι τότε αγνοούσα. Και οι σταθμοί διαδέχονται ο ένας τον άλλον και ενώ ο ήλιος είχε κάνει την δειλή εμφάνιση του, λίγο πριν την Θεσσαλονίκη, μου εξομολογείται κάπως αμήχανα πως ήταν οροθετικός. Μια ηλίθια σιωπή (ή ίσως ένας απροσδιόριστος φόβος) με κυρίευσε και ¨κατάπια την γλώσσα μου¨.
Άρχισα δήθεν να ετοιμάζω τα πράγματα μου και με βλέμμα ενόχου να προσπαθώ να ξεφύγω από την συζήτηση, κάποια στιγμή μάλιστα προφασίστηκα δήθεν τουαλέτα και έφυγα από το βαγόνι. Τελικά φτάσαμε στο τερματικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, όπου τον ευχαρίστησα και κατέβηκα σαν κλέφτης.
– Θα μου δώσεις το τηλέφωνό σου να πάμε για καφέ κάποια στιγμή;
Από τον ίδιο ανεκδιήγητο και ηλίθιο φόβο προφασίστηκα πως δεν έχω μπαταρία και του έδωσα το παλιό καρτοκινητό μου. Κατά την διάρκεια της διαδρομής πριν φτάσω σπίτι μου, από αμηχανία και ντροπή δεν έπαψα λεπτό να σκέφτομαι τι είχε συμβεί στο τραίνο. Αισθανόμουν απαίσια για την φριχτή πράξη μου αλλά δεν είχα πλέον καμία αναδρομική ισχύ για να επανορθώσω. Λίγο πριν βγάλω τα κλειδιά να ξεκλειδώσω την εξώπορτα, από την τσάντα ξεπήδησε ένα βιβλίο που δεν ήταν δικό μου… Το βιβλίο ήταν το “Βασίσου πάνω μου” του Χόρχε Μπουκάι… Στην πρώτη σελίδα έγραφε «Εάν ζείτε μια ζωή βασανίζοντας τον εαυτό σας για το τι έχουν οι άλλοι, πιθανότατα να χάσετε την χαρά του να γίνετε αποδέκτες αυτών που οι άλλοι θέλουν να σας δώσουν»… Άρης 22/07/2006 Δεν νομίζω σε όλη μου την ζωή να έχω ντραπεί περισσότερο για μια πράξη μου και να έχω έρθει σε πιο δύσκολη θέση από τότε. Από τις ελάχιστες φορές που στεναχωρήθηκα και πόνεσα τόσο πολύ για κάποιον άγνωστο. Με μια τόσο ταπεινή πράξη ο Άρης με έβαλε στην θέση μου και μου σκότωσε για πάντα τον φόβο και τον ρατσισμό. Μου έδειξε πως δεν διέφερα σε τίποτα από εκείνη την ηλικιωμένη κυρία στο τραίνο που στάθηκε αφορμή να τον γνωρίσω. Μου χάρισε λίγο από το μεγαλείο ζωής που τον διακατείχε και με έκανε να δω τον κόσμο με τα δικά του μάτια. Ευλογία και ευγνωμοσύνη που τυχαία βρέθηκε στον δρόμο μου… Εύχομαι ολόψυχα να είναι καλά και να βρήκε το δρόμο του.
ΥΓ. Το βιβλίο ήταν εκπληκτικό «περιττό να σας πως ακόμη και τώρα όταν το διαβάζω βουρκώνω» σας το συνιστώ ανεπιφύλακτα.
ΥΓ2. Άρη μου, εύχομαι ολόψυχα αν διαβάζεις αυτό το κείμενο να με συγχωρέσεις τον ανόητο και να πάμε επιτέλους για εκείνον τον καφέ. Σε γλυκοτριαντάφυλλασπάζομαι
Αλεξανδρινός Οικονομίδης Παπασπυρόπουλος