∴
Πρίν κάμποσα χρόνια, επαγγγελματική παρέα με καλεί σε χλιδοπουζουκλερί της εποχής. Kάπου στη Συγγρού, αν θυμάμαι καλά.
Νατάσα Θεοδωρίδου το μεγάλο όνομα με ενημέρωσαν.
Σιχαίνομαι τα μεγάλα και γεμάτα κόσμο μαγαζιά, περισσότερο και από τις μεγάλες παρέες. Πήγα όμως, διότι δεν ήθελα να τους προσβάλλω.
Άραξα δίπλα σε μια καλή φιδένια φίλη μου και αρχίσαμε χαμηλόφωνα να θάβουμε εναλλάξ ό,τι μας γυάλιζε. Μια τα “πρώτα” τραγουδιάρικα κοριτσάκια και μια τα αξιοπερίεργα μέλη της “παρέας” μας.
Ευχάριστο πασατέμπο, δε λέω, αλλά μετά από λίγο άρχισα να ψιλοβαριέμαι. Ευτυχώς ο εξαερισμός ήταν τέλειος και τα ουίσκια γνήσια. Περνούσε όμως η ώρα και “καλλιτέχνες” της προκοπής δεν έβλεπα.
Κάποια στιγμη, αργάμιση και κάτι, ανεβαίνει επί της πίστεως ένας μούνος, αλλά η φωνή του έβγαινε με το ζόρι. Ξενέρωσα εντελώς.
Η καλή μου φίλη με πιάνει στο φτερό και με ρωτάει:
“Τι έπαθες εσυ; Δεν σου αρέσει το μαγαζί;”
“Ναι μωρέ, καλό είναι. Έχει και ωραία σκυλιά, σαν αυτήν εδώ. Οι κανονικές τραγουδίστριες τι ώρα βγαίνουν;” απαντώ ξινισμένος.
Ξεράθηκε στο γέλιο η καημένη.
“Καλέ τι λες τώρα; Αυτή είναι η Θεοδωρίδου!“ και συνέχισε να γελά και να χτυπιέται.
Παίζει να χτυπιέται ακόμη, κάθε φορά που το θυμάται!
∴