Ούτε που θυμόταν την πρώτη φορά που συναντήθηκαν τα βλέμματά τους.
Ούτε καν τη δεύτερη, παρότι εκείνος επέμενε πως ήταν έντονες οι ματιές που αντάλλαξαν.
Θυμόταν όμως την πρώτη φορά που χόρεψε μαζί τους, μαζί της.
Πάντα πίστευε πως οι άνθρωποι που χορεύουν κρύβουν μέσα τους έναν φυλακισμένο εαυτό με έντονο ταμπεραμέντο. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς πως όταν χορεύουν ακτινοβολούν κάτι διαφορετικό;
Ήξερε πως τον ερωτεύτηκε από εκείνη τη στιγμή, αλλά δεν θα το παραδεχόταν ποτέ στον εαυτό της, πόσο δε σε εκείνον.
Είχε ‘κάψει’ πολλές φορές τη γούνα της στο παρελθόν και εκείνος είχε κάτι που τη φόβιζε, κάτι απροσδιόριστα τρομαχτικό που δεν μπήκε στη διαδικασία να ψάξει και ιδιαίτερα.
Τις σχέσεις θεωρητικά δεν πρέπει να τις φοβάσαι, αλλιώς γιατί στο διάολο μπας και μπλέκεις; Κάτσε σπίτι σου και πλέξε πουλόβερ.
Αλλά εκείνη φοβόταν και είχε δίκιο.
Τη μέρα που αποφάσισε να παραδεχτεί στον εαυτό της το πώς νιώθει, εκείνος έφυγε.
Εκείνη έκλαψε, θύμωσε με τον εαυτό της που αφέθηκε, που πίστεψε, που ένιωσε.
Πένθησε, πένθησε πολύ αλλά τελικά, κατάλαβε πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία από το να νιώθεις, να αποδέχεσαι, να ερωτεύεσαι και να ζεις.
Έτσι τελείωσε κι αυτό το παραμύθι.
Έζησαν αυτοί καλά, μα εκείνη καλύτερα.
Βλέπεις, είχε κερδίσει ένα δώρο για μια ζωή.
Το να μπορεί να νιώσει.
Εκείνος, μάλλον όχι.