Αγαπητέ Άγιε Βασίλη,
Φέτος, δεν θέλω να μου φέρεις δώρο. Ούτε παιχνίδι θέλω, ούτε βιβλία, ούτε DVD. Θέλω να μην κλαίει άλλο η μαμά και θέλω να γυρίσει ο μπαμπάς μου σπίτι. Να ξαναγίνουμε οικογένεια και να βλέπουμε Χριστουγεννιάτικες ταινίες κάτω από το έλατο και με αναμμένο τζάκι. Ξέρω ότι ζητάω πολλά και ξέρω ότι δεν ήμουν καλό παιδί φέτος και ο Θεός είναι σίγουρα πολύ θυμωμένος μαζί μου, γιατί μερικές φορές τον βρίζω. Είναι καλός, βέβαια, πολύ καλός κι όλας, απλά όταν πονάω πολύ όλα μου φταίνε και λέω πράγματα που μετά τα μετανιώνω. Μόνο η μαμά δεν θυμώνει μαζί μου. Κλαίει όμως. Απ’ όταν μίλησε με τον γιατρό, τότε που με πονούσε τις πρώτες μέρες το κεφάλι και μου έκαναν εξετάσεις, από τότε, κλαίει και καπνίζει πολύ. Μία μέρα, άρχισαν να πέφτουν τα μαλλιά μου και όταν την ρώτησα γιατί, μου είπε ότι τα ζήλεψαν οι νεράιδες και τα ξωτικά τέτοια χρυσαφένια που ήταν και μου τα έκλεψαν όταν κοιμόμουν.
Λίγο αργότερα, ξαναπήγαμε στον γιατρό και τον άκουσα να λέει στους γονείς μου: εφτά μήνες. Ήξερα τον λύκο με τα εφτά κατσικάκια, τη Χιονάτη με τους εφτά νάνους, αλλά παραμύθι που να το λένε εφτά μήνες, δεν το ήξερα καθόλου. Εκείνο τον καιρό μας εγκατέλειψε ο μπαμπάς. Είπε στη μαμά μου έχετε φάει τη ζώη και έφυγε. Τι ήταν δηλαδή η ζωή καμία ωραία τούρτα και του τη φάγαμε; Ακόμα, προσπαθώ να καταλάβω τι εννοούσε, όλο λέω να ρωτήσω τη δασκάλα μου, αλλά το ξεχνάω. Η δασκάλα μου με αγαπάει πολύ και είναι πολύ όμορφη. Προχθές, έβαλε τιμωρία τρία παιδιά επειδή με κορόιδευαν που δεν έχω μαλλιά και με φώναζαν καρκινάκι. Από πότε κοροϊδεύεις κάποιον για το ζώδιο του; Τέλος πάντων, Άγιε Βασίλη να μου κάνεις τη χάρη που σου ζήτησα αντί για δώρο, γιατί αλλιώς θα σε λέω χοντρό και θα σου ρίξω δηλητήριο στα μελομακάρονα, να τα φας και να ξεραθείς. Επίσης, θέλω να πεθάνει η γιαγιά μου γιατί όλο με σφίγγει, με φιλάει και κλαίει και λέει αγόρι μου σε ζήλεψε ο Θεός, και η γιαγιά έχει μούσια και με τσιμπάνε και όλο με ταΐζει κάτι αηδίες και μένα πικρίζει που πικρίζει το στόμα μου από κάτι χάπια που πίνω συνέχεια, με το φαγητό της κι όλας μου έρχεται να ξεράσω και η κωλόγρια νομίζει ότι πάμε να τη δούμε, ενώ εγώ πάω επειδή έχει σπίτι με ωραίο κήπο και παίζω με τις ώρες στα χώματα.
Τώρα, σταματάω εδώ. Σε λίγο θα πάμε στην εκκλησία να ανάψουμε κερί για το κοριτσάκι με τα σπίρτα που πέθανε τόσο νέο και ακόμα δεν ησύχασε η ψυχούλα του. Μπορεί και γω να πεθάνω, αλλά δεν ξέρω. Μπορεί να πεθάνω μία μέρα που θα με πονέσει το κεφάλι μου πολύ.
Άγιε Βασίλη, γεια.
Το παιδί που έγραψε αυτό το γράμμα, πέθανε τρείς μήνες μετά, λίγο πριν το Πάσχα. Πέθανε μία μέρα λαμπερή, που τον πονούσε πολύ το κεφάλι. Ήταν εφτά χρονών. Ο πατέρας του δεν επέστρεψε ποτέ να τον δει και η μαμά του έμεινε να καθαρίζει σκάλες για το υπόλοιπο της ζωής της. Καμιά φορά, δάκρυα και απόνερα γίνονταν ένα, καθώς η μορφή του γιού της καθρεφτιζόταν στα καλογυαλισμένα παρκέ. Εσύ, είσαι τόσο μαλακισμένη, που το φόρεμα σου τελικά είναι γκρενά αντί για μπορντό και δεν ταιριάζει με τη τσάντα και αυτό σε έχει ρίξει στα πατώματα. Και συ τόσο μαλάκας, που το έριξες στο ποτό, επειδή σε ακύρωσε και σου είπε ότι θα κάνει πρωτοχρονιά με της φίλες της, αντί με σένα. Χρόνια πολλά, όμως. Χρόνια πολλά.