Γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1917 στην Τουρκία από εύπορους Αλβανούς γονείς, ενώ το 1921 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στο Αργυρόκαστρο Αλβανίας μόνιμα. Από μικρή ηλικία αρίστευσε στο σχολείο και διακρίθηκε για την αγάπη της στα γράμματα και τον πολιτισμό. Στο σχολείο της πόλης φοιτούσε μαζί με τον ξάδελφο και συντοπίτη της Ενβέρ Χότζα. Η Κοκαλάρη σε ηλικία δεκαέξι ετών, εμπνευσμένη από την σονάτα του Μπετόβεν δημοσιεύει στον αλβανικό τύπο το πρώτο της ποίημα με το ψευδώνυμο “Μούσα”.
Όμορφη, γλυκιά και ικανοποιητική
είναι η εύρεση ενός αληθινού φίλου,
ενός αχώριστου φίλου.
Σε θέλει και σε συνοδεύει,
δεν σε εγκαταλείπει σε συμβουλεύει,
σου μιλάει σιωπηλά και σε απολαμβάνει
δεν σε ξεχνά, δεν σε γελά,
δεν σε κοροϊδεύει αλλά ούτε σε χαϊδεύει
Πάντα αυτός σε συνοδεύει..
Τον ακούω, τον μαλώνω τον κοιτάω,
Είναι άραγε κακό, ρωτάω;
Ο πρώτος έρωτας και η πικρία…
Το 1937, η ίδια ολοκλήρωσε το γυμνάσιο ” Μητέρα Βασίλισσα” και στη συνέχεια πήγε για σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, στο τμήμα της Νομικής, απ’ όπου και αποφοίτησε με “Άριστα” το 1941. Σημαντικό σταθμό στη πορεία της αποτέλεσε η γνωριμία της με τον Ιταλό Π.Τ. φοιτητή αρχαιολογίας, που φαίνεται να ήταν υποστηρικτής της ιταλικής εισβολής στην Αλβανία. Η νεαρή κοπέλα παρόλο τον έρωτα της, αρνήθηκε πεισματικά να ασπαστεί τον φασισμό και σύμφωνα με έρευνες προσπάθησε πολλές φορές να τον μεταπείσει χωρίς να τα καταφέρει. Ο Π.Τ με την αποκορύφωση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατετάχθη στον στρατό και βρέθηκε στη Βόρεια Αφρική, απ’ όπου έστελνε ερωτικά γράμματα με την υπόσχεση πως θα επιστρέψει σύντομα και πως θα είναι για πάντα μαζί της. Από τα χειρόγραφα της Κοκαλάρη προκύπτει , πως μετά από ένα διάστημα τα ίχνη του Π.Τ. χάθηκαν χωρίς να δώσει σημεία ζωής μέχρι που ένα κρύο πρωινό του 1940, τον συνάντησε τυχαία στο δρόμο με μια άλλη γυναίκα. Κατά την ίδια, ευθύνονταν η μητέρα του νεαρού φοιτητή που τον συμβούλευε να φλερτάρει με πολλές γυναίκες, μάλιστα στις σημειώσεις της γράφει «θα ήταν αδύνατον να συνυπάρξω με έναν φαλλοκράτη άντρα που βλέπει την γυναίκα ως σκεύος ηδονής και μόνο.»
Συγγραφέας και αρχηγός κόμματος
Για πολλούς μελετητές θεωρείται ίσως η πρώτη γυναίκα συγγραφέας της γειτονικής χώρας, καθώς εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο το 1939 με τίτλο “Κάτι μου λέει η γερασμένη γιαγιά μου”. Αν και δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για τα φοιτητικά της χρόνια στην Ιταλία, η ίδια σε άλλο σημείο, εξομολογείται πως η επιστήθια φίλη της Ρασέλ, (εβραϊκής καταγωγής) εκτελέστηκε από τους ναζί στην προσπάθεια της να διαφύγει στην Αμερική όπου ζούσε ο πατέρας της. Το γεγονός αυτό την στιγμάτισε βαθιά και την μετέτρεψε σε πρωτεργάτρια του αντιφασιστικού αγώνα. Στο τέλος του 1942 επιστρέφει στην Αλβανία και δουλεύει ως εκπαιδευτικός στο γυμνάσιο ” Μητέρα Βασίλισσα” μαζί με την Νετζμίγιε, την σύζυγο του Ενβέρ Χότζα. Διαφωνεί και αρνείται να ενταχθεί στο ΚΚΑ, αλλά παρά ταύτα αρθρογραφεί στο πρώτο τεύχος της αντιφασιστικής εφημερίδας του «Η Αλβανή Γυναίκα». Το 1943 γίνεται πρωτοπόρος και επικεφαλής του πρώτου αλβανικού κόμματους, του Σοσιαλδημοκρατικού, ενώ ένα χρόνο αργότερα εκδίδει και το πρώτο τεύχος της εφημερίδας «Η Φωνή της Ελευθερίας». Το 1944, δημοσιεύει το δεύτερο βιβλίο της με τίτλο «Γύρω από το τζάκι». Ένα ριζοσπαστικό φεμινιστικό μανιφέστο κατά της αλβανικής πατριαρχικής οικογένειας και υπέρ των ελευθεριών της γυναίκας. Στις 12 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, με εντολή του Ενβέρ Χότζα εκτελέστηκαν οι δύο μεγαλύτεροι αδερφοί της, ενώ αργότερα συνελήφθη και η ίδια παραμένοντας 17 ημέρες στη φυλακή. Ιστορικό γεγονός αποτελεί πάντως η φιλοξενία και η οικονομική βοήθεια της οικογένειας Κοκαλάρη στον Ενβέρ Χότζα κατά την περίοδο που ο ίδιος βρισκόταν στο Παρίσι, όπως επίσης και η φιλοξενία που του παρείχαν κατά την εποχή του πολέμου, όταν ο ίδιος ήταν επικηρυγμένος.
Η Αλληλογραφία με τον Ενβέρ Χότζα
Η αλληλογραφία που είχε με τον Ενβέρ Χότζα επιβεβαιώνεται από τον πρώην διευθυντή των Κρατικών Αρχείων, κ. Σαμπάν Σινάνη. Δεν είναι λίγοι οι μελετητές που υποστηρίζουν πως το αβυσσαλέο μίσος του Χότζα για την Κοκαλάρη, πήγαζε από μια νεανική απόρριψη στην μεταξύ τους αλληλογραφία. Να σημειωθεί ό,τι ήταν στενοί συγγενείς, καθώς οι μητέρες τους ήταν πρώτες ξαδέλφες, ενώ είχαν και μακρινή συγγένεια από την μεριά των πατεράδων τους. Ο ερευνητής Νεβρούζ Σέχου γράφει: «Το 1940-1941, η μητέρα του Χότζα, πρότεινε στη μητέρα της Κοκαλάρη να την κάνει νύφη, γεγονός που γνώριζε ο Χότζα. Ωστόσο, η αλληλογραφία τους συνεχίστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα εξαιτίας της συγγενικής τους σχέσης και λέγεται πως το περιεχόμενο ήταν θερμό, βέβαια ο καθένας μπορεί να το ερμηνεύσει όπως θέλει και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα». Με άλλα λόγια, η Κοκαλάρη απέρριψε τον Χότζα λόγω της συγγενικής τους σχέσης, κάτι που ο ίδιος δεν ξέχασε ποτέ! Βέβαια, είναι πιθανόν να μην ήταν αυτός ο λόγος που προκάλεσε τη διακοπή της αλληλογραφίας και των φιλικών σχέσεων τους, καθώς είχαν μεγαλύτερο κίνητρο εξαιτίας των πολιτικών τους πεποιθήσεων. Ειδικά αν σκεφτείς, πως η Κοκαλάρη θεμελίωσε και συντόνιζε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Αλβανίας την περίοδο που ο Χότζα ανήλθε στην εξουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Αλβανίας.
Πρόταση επίσης από τον Μιτχάτ Φράσερι
Ένα κομψό και έξυπνο κορίτσι ήταν φυσικό να είναι περιζήτητο από τους διανοούμενους εκείνης της εποχής. Ένας εκ των θαυμαστών της Κοκαλάρη ήταν και ο Μιτχάτ Φράσερι, πολιτικός αρθρογράφος, συγγραφέας, μεταφραστής, διπλωμάτης, πρόεδρος του κόμματος «Εθνικό Μέτωπο» και θανάσιμος αντίπαλος του Χότζα.
Ο Σέχου γράφει: «Το 1943 της έκανε πρόταση και ο Φράσερι. Είχαν αλληλογραφία όσο εκείνη φοίτησε στην Ιταλία, τη βοήθησε μάλιστα και με την διπλωματική της. Η Κοκαλάρη διατηρούσε μεγάλο σεβασμό στο πρόσωπο του, χωρίς όμως να είναι ερωτευμένη μαζί του. Η ίδια αρνήθηκε την πρόταση του διακριτικά και με σεμνότητα χωρίς να τον προσβάλει, καθώς όπως του είπε, αγαπούσε κάποιον άλλο. Λέγεται πάντως ότι ο Φράσερι παρέμεινε ερωτευμένος μαζί της μέχρι το τέλος της ζωής του».
Η καταδίκη
Ακλόνητη από τις άδικες διώξεις, η Κοκαλάρη συνέχισε την συγγραφή και τον Ιανουάριο του 1945, δημοσιεύθηκε το τρίτο βιβλίο της “Πόσο ταρακουνήθηκε η ζωή”. Την ίδια περίοδο ο μικρός της αδελφός σχεδιάζει να διαφύγουν στο εξωτερικό. Αποφασισμένη και αμετάπειστη αρνείται πεισματικά να τον ακολουθήσει και του γράφει:
«Αδελφέ μου, πάντα μια γυναίκα υψώνει την σημαία της ανακωχής. Φύγε»
Στις 23 Ιανουαρίου του 1946 συνελήφθη για δεύτερη φορά από τις αρχές και οδηγήθηκε σε λαϊκό δικαστήριο. Η Κοκαλάρη αρνήθηκε να την υπερασπιστεί δικηγόρος και περιόρισε την απολογία της σε λίγα μόλις λόγια. Καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση με σύσσωμο το πλήθος να της φωνάζει «θάνατος». Ήρεμη και χαμογελαστή αγκάλιασε τον πατέρα της και οδηγήθηκε στις γυναικείες φυλακές για εγκλήματα που ποτέ δεν διέπραξε.
Το 1961 εξορίστηκε στο κολαστήριο του χωριού “Ρέσεν” και έμεινε εκεί μέχρι το 1981. Αλβανοί μελετητές και πρώην πολιτικοί κρατούμενοι που την γνώρισαν, κάνουν αναφορά για ένα σημαντικό έργο που άφησε πίσω της, τονίζοντας πως την εικοσαετία που διέμεινε εκεί, δεν έπαψε να διδάσκει κρυφά ξένες γλώσσες και να επισκέπτεται καθημερινά την μικρή βιβλιοθήκη που μαζί και με άλλους θεμελίωσε. Μάλιστα, ήταν τόσο αγαπητή στους κρατούμενους που ο δρόμος που διέσχιζε καθημερινά για να πάει σπίτι της, ονομάστηκε «Ο δρόμος που περπατούσε εκείνη…».
Στην εξορία, για άγνωστους λόγους την φώναζαν «Τσαρίνα». Εκεί έμεινε απομονωμένη από συγγενείς και φίλους δουλεύοντας σκληρά ως εργάτρια σε οικοδομές, ενώ κοιμόταν σε ένα δωμάτιο μαζί με άλλες τρεις οικογένειες πολιτικών κρατουμένων. Μοναδική συντροφιά στον ελεύθερο χρόνο της στάθηκαν τα βιβλία και οι μελέτες της. Στις νόμιμες άδειες που δικαιούταν πήγαινε κινηματογράφο φορώντας πάντα την λευκή καπαρντίνα που είχε αγοράσει στην Ρώμη. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως κανένας άνθρωπος έξω από το χωριό Ρέσεν δεν της απεύθυνε τον λόγο και αν το έκανε, περνούσε μετά από το τμήμα ασφαλείας. Λένε πως οι θέσεις στον κινηματογράφο τριγύρω απ’ αυτή, άδειαζαν μυστηριωδώς με το που καθόταν.
Το τέλος
Το 1981 προσβλήθηκε από καρκίνο και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, οι γιατροί που την επιβλέπαν είχαν ρητή εντολή από το καθεστώς να μην την εγχειρίσουν. Στα δύσκολα χρόνια της ασθένειας στο πλευρό της στάθηκαν μόνο δύο συγκρατούμενες της. Στις 13 Αυγούστου του 1983 άφησε την τελευταία της πνοή πίσω από μια κλειδαμπαρωμένη πόρτα ολομόναχη. Οι καθεστωτικές αρχές περισύλλεξαν τα προσωπικά της αντικείμενα και αφαίρεσαν χιλιάδες σελίδες προσωπικής μελέτης που είχε αφήσει για το λαογραφικό μουσείο Αργυρόκαστρου. Μέχρι σήμερα κανείς δεν γνωρίζει τι απέγιναν και που κατέληξαν οι μελέτες της. Την σωρό της κουβάλησε κάποιος αθίγγανος απάνω στην καρότσα ενός τρίκυκλου φορτωμένου με χαλίκια για να την πάει στα δημόσια νεκροταφεία. Μερικές χειρόγραφες σημειώσεις διασώθηκαν από τους συγκρατούμενους της, με κίνδυνο ακόμη και την ζωή τους. Εκδόθηκαν αρκετά χρόνια μετά την πτώση του καθεστώτος. Σημαντικό μέρος τους έχει μεταφραστεί και σε ξένες γλώσσες.
Η αναγνώριση
Το 1993 διανοούμενοι και συγγραφείς πρότειναν στον τότε ΠτΔ να την ανακηρύξει σε «Μάρτυρα της Δημοκρατίας» και εξέδωσαν ένα μέρος από το έργο της. Η Κοκαλάρη τα τελευταία χρόνια ξεπέρασε τα σύνορα της γειτονικής χώρας και έγινε αντικείμενο μελέτης από πολλούς ξένους ερευνητές. Τον περασμένο χρόνο η κυβέρνηση της Αλβανίας, με αφορμή τα 100 χρόνια από την γέννηση της, αποφάσισε να ανοίξει τον προσωπικό φάκελο της Μουσινέ Κοκαλάρη από τα απόρρητα κρατικά αρχεία του καθεστώτος Χότζα. Η υπόθεση απασχόλησε αρκετά τα μέσα ενημέρωσης όπως και την επιστημονική κοινότητα, καθώς μέχρι σήμερα δεν έχει δει το φώς της δημοσιότητας κανένας καθεστωτικός φάκελος στη γείτονα χώρα. Από τις μέχρι τώρα έρευνες προκύπτει, πως τόσο στην φυλακή και την εξορία, όσο και στο νοσοκομείο ήταν σε στενό κλοιό παρακολούθησης από καθεστωτικούς πράκτορες που παρίσταναν τους κρατούμενους, πάντα υπό τον προσωπικό έλεγχο του Χότζα.
Η Κοκαλάρη άφησε μια μικρή διαθήκη την οποία και μεταφράζω:
«Τι τραγική τύχη κι αυτή. Μου εναντιώθηκε πλέον και η νόσος. Ευελπιστούσα τουλάχιστον να είχα κάποια ειρήνη στα τελευταία χρόνια της ζωής μου.
Εδώ κατάλαβα ένα πράγμα. (σ.σ. στο νοσοκομείο)
Ό,τι για μένα, όχι μόνο δεν δείχνουν ενδιαφέρον, αλλά απολαμβάνουν αυτή την μαρτυρική καθυστέρηση. Ακόμη και όλοι αυτοί οι ανούσιοι ιατρικοί έλεγχοι των τελευταίων μηνών δεν έχουν κάτι νέο να μου πουν, παρά μόνον κενά λόγια. Σύμφωνα με τις εξετάσεις μου θα έπρεπε να με έχουν χειρουργήσει εδώ και έξι μήνες. Τι θα συμβεί άραγε;»
«Γνώρισα την δημοκρατική κουλτούρα. Γνώρισα την τραγωδία της μεγάλης επαναστατικής ανατροπής. Γνώρισα ένα ειδικό δικαστήριο. Γνώρισα 16 χρόνια στη φυλακή και άλλα 22 χρόνια στην εξορία τις ταπεινώσεις, πότε εδώ και πότε εκεί.
Γνώρισα και τον ατομικό ρυθμό της εργασίας του εργαζομένου, γνώρισα και την χειρωνακτική εργασία στον τομέα της γεωργίας και των κατασκευών. Γνώρισα και την κατ’ επιλογήν μοναξιά, την περιστασιακή φιλία της φυλακής και όλες τις αλλαγές που ακολούθησαν αυτόν τον αδιάλειπτο σεισμό που θα εδραίωνε την δικτατορία του προλεταριάτου. Μερικές φορές λέω στον εαυτό μου, τι κέρδισες άραγε που έμεινες ζωντανή; Θαρρώ πως 38 χρόνια τώρα, δεν ξέρω τι θα πεί πλέον οικογένεια.
Ίσως θα ήταν ωραιότερο να είχα κλείσει τα μάτια μου για πάντα. Έτσι θα μπορούσα να δώσω τέλος στην δυστυχία και σε όλη αυτή την τραγική κατάσταση. Ξέρω, θα ήταν καλύτερα.
Άμα πεθάνω, στην μικρή βαλίτσα μου, έχω κάποια αντικείμενα πολιτιστικής αξίας για το λαογραφικό μουσείο του Αργυροκάστρου. Οι λίγες οικονομίες που έχω φυλάξει, ας περάσουν στο ταμείο που θα συσταθεί για τον τύπο των εργατών, ο οποίος είναι απαραίτητος για τον εκδημοκρατισμό της χειρωνακτικής εργασίας και την καλλιέργεια του μέσου Αλβανού εργάτη.
Αλεξανδρινός Οικονομίδης Παπασπυρόπουλος
Είμαι απόφοιτος της Θεολογίας και της Νομικής, ενώ έχω ασχοληθεί επιστημονικά και με την Βαλκανική Ιστορία. Κατάγομαι από την Φλώρινα στην οποία έζησα μέχρι τα 18, ενώ λίγο αργότερα μετακόμισα στην Θεσσαλονίκη για να ζήσω το μεγάλο φοιτητικό όνειρο. Εκεί «γνωρίστηκα» με τον εαυτό μου και ασχολήθηκα με διάφορα κοινωνικά φόρουμ και κοινωνικές ομάδες σε τοπικό, πανελλαδικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, ωστόσο πατρίδα μου «δηλώνω» την Κω, δίχως φόβο αλλά με πάθος. Λατρεύω το ραδιόφωνο, την ζωγραφική, το θέατρο και μου αρέσει να δραπετεύω από την γκρίζα και ανιαρή καθημερινότητα αποτυπώνοντας τις σκέψεις σε μια κόλλα χαρτί και ταξιδεύοντας στις πιο απίθανες γωνίες των Βαλκανίων.