Την Στέλλα την ερωτεύτηκα ηλίθια και αστραπιαία. Ο δείκτης νοημοσύνης μου κατέβηκε 25 μονάδες, και δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Έβλεπα μονάχα τον τρόπο που κουνούσαν πάνω κάτω και πέρα δώθε τα κοντά μαλλιά της, πάνω από τους γυμνούς ώμος της και το ανοιξιάτικο γαλάζιο φόρεμα με λουλούδια που φορούσε εκείνο το βράδυ. Τα πάντα γύρω από αυτήν και πάνω σ αυτήν ήταν λαμπερά, ζεστά, γοητευτικά. Ένιωσα να έλκομαι σε αυτήν με την ίδια σημασία και βαρύτητα που είχε ένας κομήτης σε σχέση με την Γη. Θα περνούσα μέσα από την καρδιά της και μέσα από την ζωή της σαν ένα μακρινό πεφταστέρι που θα φώτιζε για ελάχιστες στιγμές τον σκοτεινό ουρανό και θα χανόταν μετά, ήσυχα, γλυκά, και στενάχωρα στον ορίζοντα.
Δεν ξέρω αν η Στέλλα κατάλαβε ποτέ της πόσο ήθελα να ήμουνα ο Ήλιος της.
Μια σύντομη λάμψη μέσα στο σκοτάδι δεν μπορεί να συγκριθεί με την ζεστασιά, με το καρποφόρο χάδι του Ηλίου. Πόσο διαφορετική είναι η λάμψη μέσα στην άβυσσο από το σταθερά όμορφο χάδι ενός παλιού και γνώριμου εραστή; Από δάχτυλα που γνωρίζουν την κάθε σπιθαμή του κορμιού σου. Που ξέρουν πως να σε κάνουν να γελάσεις και πως να δακρύσεις από τον πόνο.
Αυτά ήταν τα δάχτυλα της Στέλλας, που με γοήτευσαν και που τα χάιδευα και τα κοιτούσα τόσο πολύ επίμονα.
Είχα αποφασίσει μεγαλώνοντας, ρωτώντας, πηγαίνοντας αμετάκλητος σε μια σταθερή πορεία μεταξύ ηλίθιου και σοφού, πως όταν θα αγαπούσα αληθινά, κάποτε, έναν άλλο άνθρωπο θα έδινα σε αυτόν τον άνθρωπο τα κλειδιά μου. Θα παρουσιαζόμουν γυμνός από ρούχα και δικαιολογίες και θα έπρεπε έτσι τρωτός και ευάλωτος όπως θά ‘μουνα να λογοδοτήσω για το ένα και μοναδικό μου αμάρτημα:
Πως διάλεξα έναν έρωτα ασφαλή – και όχι να κυνηγήσω το ανάρπαστο, και αναλλοίωτο στο αδίστακτο πέρασμα του χρόνου, αυτού του έρωτα του μοναδικού που ξεκινάει από τη μέρα που σε γνώρισα, και τελειώνει την τελευταία φορά που σε είδαν τα μάτια μου.
Όταν, μετά, την Στέλλα την ερωτεύθηκε, αληθινά, ένας άλλος άνθρωπος, εγώ δεν μπορούσα να μην ήμουν ο σιωπηλός παρατηρητής της Στέλλας και του Άλλου. Ο Άλλος, που κοιμόταν δίπλα της, που της έφτιαχνε πρωινό, που της έδινε δωροεπιταγή στα Ζάρα στα γενέθλιά της – έγινα η σκιά του. Έγινα ο αθόρυβος κριτής της κάθε του κίνησης, προκειμένου να αποφασίσω αν αυτός έκανε για την Στέλλα μου.
Τόσο εγωιστής.
Σπατάλησα πολλά χρόνια μακριά από την γυναίκα που ερωτεύτηκα λόγω του τοξικού εγωισμού μου. Χρειάστηκα χρόνια, πολλές εναλλαγές του χειμώνα με το καλοκαίρι για να καταλάβω πως είχα καταλήξει να αγαπώ και να προστατεύω μια εικόνα του εαυτού μου που είχα χτίσει στο κεφάλι μου. Την ημέρα που έπνιξα τον εγωισμό μου, βρέθηκα πιο κοντά από ποτέ στο αληθινό αυτό χάδι, το σχεδόν αλλά όχι αθώο χάδι του βαθιά ερωτευμένου. Της Στέλλας της άρεσαν πάντοτε τα μαλλιά μου όταν τα μάκραινα. Της άρεσε να τα χαϊδεύει, να τα σπρώχνει μακριά από τα τριχωτά μου φρύδια. Και έτσι με χάιδευε, και με ένιωθε με αυτόν τον τρόπο κοντά της – αγγίζοντας με να δω αν είμαι ακόμα εκεί, ακόμα ζωντανός.
Βεβαίως.
Βεβαίως και είμαι ακόμα ζωντανός, βρε Στέλλα.
Είναι μεγάλη ανακούφιση όταν ακούς την καρδιά σου να ξαναχτυπάει μετά από καιρό. Να μη νιώθεις πως ζεις πλέον σε έναν ανιαρό κόσμο, σε ένα μουντό γκρίζο όνειρο από το οποίο αδυνατείς να ξυπνήσεις.
Πόσο πιο ζωντανός να νιώσεις, βλέποντας την Στέλλα να περπατάει δίπλα στον Άλλον, και να απολαμβάνει μια ολόκληρη ζωή κοντά του; Εκεί να δεις πως χτυπάει η καρδιά σου όταν τον βλέπεις να απλώνει το χέρι του να την προστατεύσει επειδή κάποιος μαλάκας πέρασε την διασταύρωση πεζών με κόκκινο. Μέχρι να τον δεις να την αγκαλιάζει επειδή αυτή κρύωσε, και να προσφέρει το σώμα του να την ζεστάνει… μέχρι να το δεις αυτό δεν καταλαβαίνεις τι πάει να πει ζω για έναν Άλλον άνθρωπο.
Ζω με αυτόν τον Άλλο άνθρωπο.
Ζω για αυτόν τον Άλλον άνθρωπο.
…
Οι φίλοι μου μου λένε πως η Στέλλα είναι ευτυχισμένη. Και εγώ τους πιστεύω.