Δεν ήμουν ποτέ δεινός πολεμιστής, τρομερός εραστής, μήτε καλός άνθρωπος.
Κανένας δεν θα εμπνευστεί τραγούδι από την ανιαρή και κοινότυπη ζωή μου και όταν πεθάνω θα είναι ένα φτωχό, καθαρά επιστημονικό, γεγονός που θα το επισκιάσει το βάρβαρο χέρι του χρόνου και το άπλετο, άδειο άπειρο του σύμπαντος. Κανένας δεν θα κλάψει, και κανένας δεν θα έπρεπε να στεναχωρηθεί για ένα μικρό, χαζό, παιδί που νόμιζε ότι μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο – ένας τραγικός τσαρλατάνος, ένας ατζαμής ακροβάτης, που χάθηκε μέσα σε ανθρώπους και στιγμές και διαιρούνταν συνέχεια, πολλάκις, σε ολοένα και μικρότερα κομμάτια, ώσπου εξαφανίστηκε σαν τον ανθό μιας εύθραυστης κερασιάς. Ένα μάτσο πέταλα ποδοπατημένα από τη σκοτεινιά και την έμφυτη κακία και καταστροφική τάση των πολλών ανθρώπων και του ίδιου του δαίμωνος εαυτού.
Με τον λιγοστό χρόνο που μου δόθηκε, ταξίδεψα, και ζούσα έντονα τους ανθρώπους που γνώρισα στις περιπέτειες μου. Ώρες και στιγμές σημάδεψα με στυλό σε χαρτί τα βλέμματα, τα χάδια, και τα κρεββάτια με την αυθάδεια της νιότης και την άγνοια του ηλίθιου, πιστεύοντας πως έτσι θα κατάφερνα να τεντώσω την στιγμή σε βάθος αιώνων. Πολλοί γέλασαν και κάποιοι έκλαψαν αλλά η ουσία, εν τέλει, ήταν κούφια σαν πεσμένος κορμός – άψυχη, σαπισμένη, και άυλη – καλή μονάχα για να καεί και να καταστραφεί.
Με πίκρα, μεγαλώνοντας, κατάλαβα πως τίποτα δεν μπορούσε να κρατήσει για πάντα και ένιωθα σταδιακά να συνθλίβεται το στήθος μου, να φεύγει το αίμα μου, και να εμψυχώνω την τραγελαφικότητα του ανθρώπινου ανέκδοτου. Απελπισμένος πετούσα στο διάβα μου κομμάτια της ψυχής μου, κατακόκκινα και ξεραμένα από τον ήλιο, να τα φάνε τα όρνια και να τα σκεπάσουν οι ρίζες των υπεραιώνιων αειθαλών δέντρων – αυτά που τόσο ζήλευα εγώ το κακάσχημο, φυλλοβόλο πλάσμα ενός σκληρού και αδίστακτου Δημιουργού, που ήξερα πως με μισούσε και με αγαπούσε συγχρόνως, γιατί μου χάρισε με μιας μια καρδιά τόσο δυνατή που κατέληξε τελικά αδύνατη. Με κάθε χτύπο, κάθε μέρας, κάθε στιγμής αυτό που με κρατούσε ζωντανό με έπνιγε και μου στερούσε την ζωή που κάποτε τόσο λαχταρούσα.
Πρώτα κατέρρευσε ο νους, και με την σειρά τους ακολούθησαν η σκέψη, ο λόγος, το συναίσθημα, το πάθος, και η ζωή.
Όταν με βρήκαν είχα βγάλει ρίζες βαθιές που είχαν τρυπήσει τα παπλώματα, τους ορόφους και την πολυκατοικία ολόκληρη. Γαϊδουράγκαθο και χορτάρι φύτρωσαν από το άψυχο κορμί μου και για μια στιγμή βρέθηκα να αιωρούμαι στον αιθέρα – είχα γίνει πλέον ένα αγριόχορτο που φύτρωσε από τις στάχτες τις παλιάς Αθήνας και που κατάλαβε με την σειρά του την πόλη και τα μάρμαρα της, ώστε να με κόψουν με αμβλεία μαχαίρια οι φτωχοί να τραφούν.
Οι φίλοι μου, πίνοντας κονιάκ, κουνούσαν στεναχωρημένοι τα κεφάλια τους ζερβόδεξα και αναρωτιόντουσαν “γιατί”. Τρεμάμενος στον χειμωνιάτικο άνεμο, το γαϊδουράγκαθο απάντηση δεν είχε καμία ξεκάθαρη. Ίσως, απλά, κάποιοι άνθρωποι να μην φτιάχτηκαν από αρκετά σκληρό ατσάλι, ώστε να βγάλουν τα εξήντα.
Στον τάφο μου τον άπιστο καρφώθηκε ένας σταυρός – μια γελοία νότα ενός χαμένου προβάτου με κέρατα περήφανα, στριφτά, κάποτε μυτερά. Χαραγμένο πάνω από το καντήλι και μιας ξεθωριασμένης φωτογραφίας τίποτα άλλο δεν μένει παρά μονάχα μια στροφή:
Κάποτε, σε αγαπούσα.
Τάδε κείται επικήδειος λόγος του πιο ανόητου πλάσματος που σύρθηκε απεγνωσμένα από το σκοτάδι προς το φως και ξεράθηκε απάνω στης γης σε μια σύντομη ζάλη μέθης, έκστασης, και έρωτος παράφορου. Ένας σύντομος χορός επάνω σε χαλίκια δίχως χρόνο και ρυθμού, μήτε βήμα και σχεδίου. Ο άμοιρος αυτός περιπλανητής πούλησε την ψυχή του στο σκότος για ένα τελευταίο και μοιραίο φιλί με φόντο τον χρυσοστόλιστο ήλιο του Αιγαίου πιστεύοντας πως δεν υπάρχει κάτι πιο ρομαντικό από το να πέφτεις στο κενό και να ασπάζεσαι το αιώνιο σκοτάδι.
Το βλέμμα της, στο τέλος, ήταν θολό. Μου χάιδευε τα λιγοστά μαλλιά μου και τρόμαζε με τα λίγα κιλά που μου είχαν μείνει.
— Γιατί; με ρωτούσε κι αυτή, με γνήσια απορία. Τα δάχτυλα της μπλέχτηκαν στις κατσαρές, και άγαρμπες τρίχες που πεταγόντουσαν από το στήθος μου
Αν υπάρχει Θεός, η αγάπη του είναι τα δάχτυλα της μπερδεμένα ανάμεσα στις τρίχες του στήθους μου. Της κράτησα το χέρι και μύρισα για τελευταία φορά τα καστανόξανθα μαλλιά της. Δεν έκλαιγε. Ποτέ της δεν έκλαψε πριν το φιλί μας, μονάχα κατά την διάρκεια.
— Γιατί σε αγαπώ πιο πολύ από ότι εγώ, εμένα.
Με έπιασε από τον σβέρκο και με τράβηξε κοντά της.
**
Έζησα μια απλή ζωή, δίχως πολλά όνειρα και με ελάχιστες στεναχώριες. Και αυτό φθάνει.
Κάποτε, με αγάπησαν.
Και κάποτε, σε αγάπησα.
Σ΄αγαπώ – να προσέχεις. Καληνύχτα.