Και τα ετέλεσε λέγω κατά γράμμα, διότι δεν άφησε ούτε περισπωμένη να πέσει κάτω, δυστυχώς για εμάς που ειχαμε γκαγκανιάσει και δυστυχώς κυρίως για τους πρωταγωνιστάς του μυστηρίου, όπου το κορμί τους έσταξε, ωσαν κεράκι της λαμπρής απ’ τη ζέστα, πάνω στα ιερά πλακάκια του παρεκκλησίου. Αλλά τι να κάνουμε. Παπα-Ξενοφών είναι αυτός, επαγγελματίας ο άνθρωπος. Όχι σαν τον υδραυλικό που πήρα για το σπίτι στο χωριό. Διαβάστε διάλογο, έτσι για μια ευχάριστη παρένθεση εκτός βαπτίσεως:
Είδατε ρε οι επαγγελματίες της επαρχίας. Δεν θέλουν να σου ανοίγουν δουλειές με το παραμικρό να ουμ. Μου δωσε τη λύση ο παλίκαρος τσακ μπαμ γκλαν στο τσαμπέ. Νταξ μπορεί και να σπάσει μέσα στο χειμώνα η σωλήνα αλλά δεν είναι πρόβλημά του. Τι θες σου λέει τώρα, να σκάψουμε και τον τοίχο? Τι μας πέρασες εμάς οικοδόμους? Φίλε εμείς είμεθα υδραυλικοί. Άλλη κλάση. Εμείς κοτζάμ Ρέμο έχουμε στα καταστατικά μας. Οι οικοδόμοι ποιόν έχουν? Τον Λέγκο? Άσχετο. Κλείνει η παρένθεση.
Τι λέγαμε, α για τα βαφτίσα. Τα βαφτίσα που λέτε, ο Παπα-Φώντας τα κάνει με προσύλωση προς τας γραφάς. Τόσο που καποιοι κακότροποι τολμούν και σχολιάζουν απ τη γαλαρία:
Απόσπασμα επεισοδίου νούμερο ντουέ, Παπα-Φώντας ερωτά και η νονά απαντά:
-Συνετάξω τω Χριστώ;
-Συνεταξάμην.
-Συνετάξω τω Χριστώ;
-Συνεταξάμην.
-Συνετάξω τω Χριστώ;
Φωνή κυριούλη από τη γαλαρία: – Αϊντε τά παμε αυτά…
Είδατε τι είμαστε, τίποτα δεν είμαστε. Ένας άνθρωπος είπε να κάνει σωστά τη δουλειά του κι αμέσως να πέσουμε πάνω του να τον φάμε. Άσε με Πάτερ να λέω εγω, καλά ξηγιέσαι εσυ.
Με αφορμή λοιπόν τα 2 μυστήρια, μην πω τρία γιατί το ενα ήταν γαμοβάπτιση που ο γαμπρός αν ήξερε ότι θα ήταν 3ωρη θα άλλαζε το όμικρον με ωμέγα, θα ήθελα να πω τις γενικότερες εντυπώσεις μου και εν γένει απόψεις μου, περι του χριστιανικού αυτού μυστηρίου επιπέδου Τσάμπιονς Λιγκ.
Θα σας το περιγράψω όπως θα το περιέγραφα σε έναν εξωγήινο που κατέβηκε πρώτη φορά στη γη και ήθελε να μάθει τα έθιμα μας. Ας πούμε τον εξωγήινο Χλούμπα. Άκου λοιπόν φίλε Χλούμπα πως γίνεται μια βάπτιση.
Παίρνουμε ένα παιδάκι γάλακτος, αδιαφόρου φύλου και ράτσας και με το έτερον ήμισυ μια ηλιόλουστη μέρα συγκαλούμε οικογενειακό συμβούλιο για το όνομα που θα του δώσουμε. Απομακρύνουμε τα κοφτερά αντικείμενα απ το τραπέζι και αν η σχέση εξακολουθεί αν υφίσταται ύστερα από εκατέρωθεν απειλές και καντήλια για το ποιανού παππού η γιαγιάς θα πάρει το παιδί το όνομα, βρίσκουμε μια λύση. Υπάρχει και η μέση λύση να χει το παιδί δύο ονόματα αλλά μερικές φορές δεν ενδείκνυται, γιατί μπορεί να σου βγεί κάτι σε Σπανοβαγγελοδημήτρης. Ανακοινώνουμε στους γονείς τέλως πάντων την απόφαση του πρωτοδικείου και ανάλογως ποιός ειναι ο ριγμένος και λιγότερο πολιτισμένος ρίχνει και αυτός τα ανάλογα μπινελίκια για την παστρικιά νύφη ή τον ανεπρόκοπο γαμπρό ενίοτε. Αφου ξεπεραστεί αυτός ο σκόπελος και ο γάμος βαστά γερά, πιάνουμε ευθεία και πατάμε γκάζι. Ας οργανωθούμε.
Βρίσκουμε κάποιον που να ασχολείται με το θέμα επαγγελματικά, ξεφραγκιαζόμαστε κανονικά με μαρτυρικά, κουφετάκια, σταυρουδάκια, στολιδάκια, ρουχαλάκια, παπαράκια και ότι άσχετο σκεφτούν οι έμπορες για να μας τα πάρουν και κλείνουμε ημερομηνίες και εκκλήσια.
Στην εκκλησία λοιπόν φίλε Χλούμπα τσακώνουμε το παιδάκι και εν μέσω πλήθους το τσιτσιδώνουμε, το πασαλείβουμε λάδια, ενώ παράλληλα ένας τύπος ντυμένος στα χρυσά με μούσια ως το πάτωμα το θυμιατίζει απ’ την κορφή ως τα νύχια σαν Φουαντρέ Υφαντής. Όλα αυτά συμβαίνουν καθώς μια χωρωδία μαυροφορεμένων μέσα στους καπνούς, ψάλει εν χωρώ ακαταλαβίστικα στην καθαρεύουσα, ενώ το πλήθος σταυροκοπιέται αδιάκοπα.
Κυρία επωνομαζόμενη και νονά, βαστά το παιδάκι και απαντά σε ερωτήσεις του μουσάτου για το Σατανά και απαγγέλλει κι αυτή ένα κουπλεδάκι μαζί με την χωρωδία, ενώ μετα φτύνει στον αέρα για άγνωστους λόγους. Και άξαφνα ο τύπος με τα μούσια αρπάζει το γυμνό παιδάκι απ’ την κυρία και το βουτάει σαν κοτόπουλο, σ’ ένα στρογγυλό τσουκάλι με νερό και λάδι. Το παιδάκι πλαντάζει στο κλάμμα αλλά οι παρευρισκόμενοι γελάνε, χαίρονται και βγάζουν φωτογραφίες καθώς και ο χρυσορασοφόρος που συνεχίζει να του κάνει πατητές. Το βρέφος κοντεύει να πνιγεί και εκεί που λες ότι το μαρτύριο εεμ μυστήριο, τελείωσε ο μουσάτος αρπάζει ένα ψαλίδι και του κόβει μια τούφα απ’ το μαλλί.
Νταξ το ‘χουμε μέχρι εδω? Μιλάμε για πολιτισμό. Και δώστου κλάμα που λες το γάλακτος που ‘χει γινει μπλε μαρέν και τότε ο μούσιας πετάει τις τρίχες μες το τσουκάλι και πασάρει το μισοπνιγμένο στη νονά να το σκουπίσει και το φασκιώσει σαν ντολμαδάκι. Αυτή του περνά ένα χρυσό σταυρό στο λαιμό ως παράσημο ανδρείας, του βάζει και μια καούκα στο κεφάλι και τέλος όλοι μαζί, βρέφος, μουσάτος νονά και γονείς, γυρoβολάνε γύρω γύρω απο το τσουκάλι, με τους μαυροφορεμένους να δίνουν ρέστα στο ρεφραίν. Είπες τίποτα Χλούμπα? Τι να πεις. Άλαλα τα χείλη των ασεβών.
Είδατε μάγκες μυστήριο. Ούτε ο Σπίλμπεργκ να ουμ στον Ιντιάνα Τζόουνς δεν ειχε σκεφτεί τέτοια τελετή. Και μετά σου λέει ότι οι ιεραπόστολοί μας ένιωσαν την ανάγκη να πάνε στους ιθαγενείς στην Αφρική να τους μάθουν αυτά τα πολιτισμένα. Γιατί μέχρι τότε αυτοί χορεύαν γύρω γύρω από ενα καζάνι με έναν μέσα αλαλάζωντας κραυγές εν μέσω καπνών και αναθυμιάσεων. Ρε κάτι μου θυμίζει αυτό. Τες πα.