Νόμιζες πως η ξαφνική σιωπή μου σήμαινε αποδοχή;
Φαντάστηκες πως το πήρα απόφαση πια να στριμωχτώ στο λίγο, σ’αυτό που περισσεύει;
Νόμιζες πως συμβιβάστηκα; Αλήθεια θα ήταν πολύ βολικό…πολύ εξυπηρετικό…για ποιον άραγε;
Μπορείς να υποτάξεις την καρδιά σε ένα συμβιβασμό; Μπορείς να της επιβάλεις να χτυπά λίγο, με μέτρο, τόσο όσο, για να μην πληγωθεί;
Πώς είναι δυνατόν να την απομονώσεις, να της πεις να μη νιώθει τίποτα, γιατί έτσι είναι καλύτερα…;
Σκέφτηκες πως σταμάτησα να νιώθω;
Πώς από τη στιγμή που δεν έπαιρναν ζωή μέσα σε λέξεις αυτά που ένιωθα, δε θα υπήρχαν πια;
Γελάστηκες!!! Ήταν εκεί σε κάθε ανάσα, στο χάδι, στη σιωπηλή καληνύχτα…ακόμα και μετά από τόσο καιρό…!
Είναι δυνατόν να σε ήθελα λιγότερο; Που ήσουν ό,τι πιότερο λαχτάρισα;
Λαχτάρα που έμεινε στα χείλη χωρίς να ξεδιψάσει…
Πόθος που σφίχτηκε στο στήθος εκεί που η σιωπή μέτραγε αντίστροφα το ταξίδι προς το τέλος…
Μα πες μου τώρα…είναι δυνατόν να πίστεψες πως συμβιβάστηκα;
Πώς τη φωτιά την κάνεις πάγο; Πώς την αγκαλιά την κάνεις απόσταση; Πώς το φιλί το κάνεις σιωπή; Και πώς τα μάτια τα κρύβεις στο σκοτάδι; Μπορείς;
Είναι δυνατόν να σε θέλησα ποτέ λιγότερο;
Ακόμα κι όταν η καρδιά δεν είχε άλλα πια κομμάτια για να κοπεί…ακόμα κι όταν ο πόνος έκοβε την ανάσα και μούδιαζε τα χείλη;
Η σιωπή δεν έχει αποδοχή, μοιάζει με προετοιμασία…
Είναι το εισιτήριο της φυγής…
Η επικύρωση προς μια έξοδο που έχασε πολλές φορές τον προσανατολισμό της…
Είναι το παυσίπονο για το πολύ που αιμορραγεί, γιατί δε βρήκε ποτέ χώρο στην καρδιά σου…
Παράπονο…
Έμεινε κι αυτό σε μια σιωπή υγρή
Μουσκεμένη απ’τα δάκρυα της βροχής…
Το πολύ, το λίγο, το καθόλου…
Το γιατί, το επειδή, το ‘έτσι είναι’…
Η σιωπή, το χάδι, ή απουσία
κι ένα μήνυμα μετέωρο για να παραδοθεί…
Ξέρεις κάτι; Απ’το καθόλου ή τα ψίχουλα… το καθόλου!
Μίζερα τα ψίχουλα αγάπη μου και δεν χορταίνουν…
Το λίγο το απεχθάνομαι
Το περίπου το μισώ…
Κι αν έμενα τόσο καιρό ήταν γιατί το δικό μου ήταν πολύ…
Αλήθεια, είναι δυνατόν να σε θέλησα ποτέ λιγότερο…;