Γαμώ το καλοκαίρί σας ρε να’ ούμε. Τι είναι αυτά ρεεεεε… Τι βρόχα είναι αυτή ρε να’ ούμε καλοκαιριάτικα.
Ξεκινήσαμε να ΄ούμε. Πήραμε λίγες μέρες άδεια και έχουμε τρελλαθεί στο “υγρό στοιχείο”. Πως δε βάλαμε και τις γαλότσες να ‘ούμε τις αδιάβροχες για να περπατήσουμε μέσα στο Πόρτο Χέλι να ‘ούμε.
Δράμα! Τραγωδία! Ξεκινάμε με την κυρά λέμε να φύγουμε Σάββατο να αποφύγουμε την κίνηση… Πάμε λοιπόν, όλα ωραία να ‘ούμε. Ξαφνικά να ‘ούμε αλλάζουν όλα να όύμε.
Βλέπω τον ορίζοντα μπροστά, να ‘ούμε, να γίνεται “Μόρντορ” να ‘ούμε. Κοιτάω το θερμόμετρο βλέπω από τους 34 είχε πάει 27. Τι έγινε λέω, να ‘ούμε. Στο Χρηματηστήριο ήρθαμε!
Η μέρα έγινε νύχτα σε 2 λεπτά να ‘ούμε και ξεκινάει και μία καταιγίδα για σαλάτα να ‘ούμε μαζί με ένα κεραυνό… Ξεκινάνε κλάμα τα παιδιά να ‘ούμε (τρόμαξαν μωρέ…), γαυγίζει ο σκύλος σα διαμονισμένος, αρχίζει να “γαυγίζει” και η κυρά Ευάνθια.
“Που μας έφερες; Άχρηστε! Γκαντέμη! Όταν πας εσύ στην άκρη του κόσμου δε γίνεται τίποτα και τώρα… είπαμε να πάμε μέχρι το Πόρτο Χέλι και ήρθε ο κατακλυσμός του κόσμου“
Καταιγίδα έξω να ‘ούμε. Καταιγίδα και μέσα στο αμάξι να ΄ούμε! Και δε σας είπα και το καλύτερο… Όλα αυτά να ‘ούμε για να πάμε στο Πόρτο Χέλι για κάμπινγκ με σκηνή.
Φτάνουμε σα μαλάκες να ‘ούμε. Και βγαίνει ο Αρχί-Μαλάκας (εγώ δηλαδή να ‘ούμε) να στήσει τη σκηνή. Η βροχή είχε σταματήσει και όλοι έχουν βγάλει τραπεζάκια για να δούνε το θέαμα και να πιούνε καφέ να ‘ούμε.
Πιο θέαμα; Ένα μαλάκα να στήνει τη σκηνή μέσα στη λασπουριά! Ούτε στο στρατό τέτοιο καψόνι να ‘ούμε… Γιατί η κυρία να ‘ούμε ήθελε και σκηνή 3 δωματιών να ‘ούμε. Δεν της έκανε μια απλή σκήνούλα να ‘ούμε. Και μεζονέτα σκηνή αν υπήρχε να ‘ούμε, θα με έβαζε να την πάρω να ‘ούμε.
Φόραγα κάτι σαγιονάρες να ‘ούμε “ΧΑΒΑΝΕΖΑΣ-ΧΑΒΑΓΙΑΝΑΣ” πως τις λένε. Σκατά! Σκατά, άχυρα και λάσπες γεμίσανε τα πόδια μου, πέφτανε οι πάσαλοι να ΄ούμε από το χώμα το μαλακό, με σκέπασε σε κάποια φάση η σκηνή ολόκληρη, γελάγανε οι μαλάκες που πίνανε καφέ να ‘ούμε… Και τα τσογλάνια οι γιοι μου είχανε πάει για καφέ με τη μάνα τους στο καφενεδάκι να ‘ούμε… Για να ηρεμήσουνε λέει να ‘ούμε….
Τέλος πάντων, να ‘ούμε, με τα αυτά τη στήνω. Και με το που τη στήνω σκάνε μύτη και “οι επίσημοι” να ΄ούμε για επιθεώρηση. Πάει να πει κάτι η κυρία να ‘ούμε και με το που το ανοίγει… πάρε ένα κεραυνό… και βουρ μέσα όλοι! Βρε όλοι μέσα να ‘ούμε ρε!Το πούλο μέσα ρε!
Ξεκινάει ο κατακλυσμός του Νώε και πάλι να ‘ούμε. Και εμείς μέσα στην πλαστικούρα να κάνουμε διακοπές να ‘ούμε… Εφτά η ώρα ξεκίνησε και σταμάτησε τα ξημερώματα.
Βγήκα για κατούρημα να ‘ούμε και έγινα παπί. Και άρχισαν να μου ζητάν και κουβέρτες να ‘ούμε γιατί κρυώανε λέει.
“Που να τις βρω τις κουβέρτες ρε μαλακισμένα Ιούλιο μήνα”, τους είπα, “να ‘ούμε! Μπρος! Κουλουριαστείτε και κοιμηθήτε! Θα ξημερώσει και βλέπουμε”
Το πρωί σηκωθήκαμε λες και ήμασταν σχοινάκια στο στρατό να ‘ούμε. Ντάξει, έβγαλε λιακάδα αλλά κάτω πάλι λασπουριά και κοπριά. Άντε λέμε, ήλιο έχει, πάμε για μπάνιο…
Με το που φτάνουμε παραλία να ‘ούμε και σκάμε με το μαγιό… Πω ρε δάγκωμα… Κρύο! Αγιάζι! Ήλιος μεν, 25 βαθμοί αλλά βοριάς ρε να ‘ούμε. Μου ζητάγανε μπουφάν στη παραλία. Τι είμαι εγώ ρε τους λέω να ‘ούμε; ΚΛΑΟΥΔΑΤΟΣ εξοπλισμός σκί και παραλίας ρε;
Και με το που αρχίζω τα βρισίδια ξανά έρχεται πάλι το “μαύρο νέφος”. Ρε μπουρίνι σου λέω να ‘ούμε σε δευτερόλεπτα. Και αρχίζουν και τρέχουν όλοι να ‘ούμε. Και με αφήνουνε μόνο να ‘ούμε. Με όλες τις πετσέτες, τις ψάθες, τις τσάντες, τα βατραχοπέδιλα και την γαμώ ομπρέλα ρε πούστη. Γαμώ το καλοκαίρι σου ρε πούστη Σάρουμαν να ‘ούμε. Που έκανες το Πόρτο Χέλι – Μόρντορ.
Τι να ΄κανα κι εγώ να ‘ούμε. Αρχίζω να μαζεύω να γλυτώσω από την θύελλα να ‘ούμε. Αρχίζω να τρέχω να ‘ούμε. Κόβετε και η πουτάνα η σαγιονάρα η “Χαβαγιάνα” (και τις είχα πάρει από Βραζιλία αυτές να ‘ούμε) και πέφτω σα γουρούνι να ‘ούμε, μέσα στη λασπουριά να ‘ούμε.
Στο μεταξύ όλοι οι υπόλοιποι λουώμενοι (μαζί με τα “δικά μου τα τσογλάνια”) είχαν πάει πάλι στο καφενεδάκι για καταφύγιο να ‘ούμε και βλέπανε το θέαμα το μαλάκα να ‘ούμε να κυλιέται μέσα στις λάσπες. Και γελάνε… Κοροιδεύανε να ‘ούμε!
Έτσι μου είστε ρε, κάνω…. Σηκώνομαι να ‘ούμε. Παρατάω κάτω τα πάντα να ΄ούμε. Πάω κι εγώ στον καφενέ να ‘ούμε. Με κοίταγαν όλοι σαν ξωτικό (και τα δικά μου τα τσογλάνια να ‘ούμε).
Παίρνω δυο καρέκλες, πιάνω τραπέζι, βάζω τα ποδάρια μου στη μία και παραγγέλνω δυνατά και επιδεικτικά να ‘ούμε: ” Κάπελα… Φέρε τσίπουρο ρε να ‘ούμε”
Με κοίταγαν όλοι!
“Τι κοιτάτε ρε μαλάκες να ‘ούμε;” τους λέω… “Σάμερ ιζ όβερ ρε …” τους λέω…” Τραβάτε εσείς έξω να κάνετε μπάνια και αφήστε με εμένα εδώ να απολάυσω τη βροχή και το μεζέ να ούμε.”
Με κοίταγε και η κυρά Ευανθία.
“Τι κοιτάς κυρά μου”, τη λέω…” Κάμπινγκ καλοκαιριάτικο στο Πόρτο Χέλι δεν ήθελες; Πάρ’ το τώρα! Μήπως θες να σου φτιάξω και τον καιρό να ‘ούμε… Α παιδιά… Και όλα εκείνα τα συμπράγκαλα της παραλίας να ‘ούμε εκεί στο βούρκο πάρτε τα, ξελασπώστε τα και χάρισμα σας”
“Φέρε κάπελα το τσίπουρο να ‘ούμε. Δι Σάμερ ιζ όβερ, να ‘ούμε”!