Και που λέτε να΄ουμε, κάθομαι χαλαρά να ΄ουμε και ακούω μουσικουλα και έρχεται το μωράκι μου και μου λέει:
” Μωρό, σήμερα θέλω να με πάς Οικονομο…”
“Oικονομό; Tι Oικονομό λέω εγώ. Πάλι μας την πέσανε ναουμ με μέτρα και μεζούρες να’ουμε;”
“Οχι βρε μωρο μου με λέει… Οικονομό… Στο Νίκο…”
“Ποιο Νίκο ρε μπέμπα να’ουμε… Το Νίκο το χασάπη με τον κιμά, την σπάλα;
“Όχι ρε μωρό μου” με λέει ναζιάρικα και αισθησιακά. “Στον Νίκο τον Οικονομόπουλο τον τραγουδιστή…”
“Ααααα ξέρω…”, λέω να’ ουμε, μη πάς περάσουν και για απολίτιστους να’ουμε!!
Πιάνω το μύνημα με τη μία και καταλαβαίνω ότι το μωρό θέλει μπουζούκια. Εδώ να’ουμε, με το ζόρι φτιάχνουμε καμία φακή να’ουμε, να τη βγάλουμε και η άλλη θέλει ψυχαγωγίες να’ ουμε…
“Εντάξει ρε μωρό… Εντάξει”! λέω… Γιατί ο σωστός ο άντρας βγάζει τη γυναίκα του μπουζούκια… Tέλος!
Παίρνω λοιπον τελέφωνο να κλείσω ένα τραπέζι.
Βγαίνει φωνή γλυκιά, μια γκομενίτσα ευγενικιά και μορφωμένη. Μου αρχίζει τα “καλημερά, καλησπέρα, καλως ήρθατε και εγώ καθότι γατόνι προχωράω στο παρασύνθημα να’ουμε.
“Να σου πω καλή μου…” της λέω. “Πόσο πάει το μπουκάλι για δύο άτομα να’ουμε;
“Κρασί η ουίσκι θέλετε κύριε;” μου λέει
“Ας το κάνουμε κρασί της λεώ…” Για να πιει και το γυναικάκι καμιά γουλιά, γιατί το ουίσκι της καίει, λέει, τον οισογάγο να’ουμε.
“120 ευρώ” με κάνει. Μου έρχεται η πρώτη αδιαθεσία
“Και δε με λες μανταμ” της λέω…”Μένουμε στα 120 και τέρμα; Kαι δηλαδή να’ ουμε αυτή η τιμή τι περιλαμβάνει ακριβώς να’ ουμε;”
“Τι να περιλαμβάνει κύριε μου; Τα γνωστά… Ένα μπουκάλι κρασί, ξηρούς καρπούς, αναψυκτικά και άλλα συνοδευτικά.
Και εκεί να’ ουμε, κάνω τη μεγάλη ντρίπλα του αιώνα να’ουμε, και της λέω απροσδόκητα.
“Δηλαδή μαντάμ αν φέρω κάνα ξηροκάρπι δικό μου και δυο κοκα λαιτ γλυτώνω τίποτα;
Δε είπε τίποτα το μανιτσάκι γιατί είμαι σίγουρος εντυπωσιαστηκε από την ευστροφία και την ευγλωτία μου να’ουμε
“Για πες να να’ ουμε;” Επιμένω εγώ…” Γλυτώνω τίποτα να’ουμε;”
“Oχι κύριε! Απαγορεύεται να φέρετε τα δικά σας. Έχουμε εδώ να σας δώσουμε απ’ όλα.”
“Μάλιστα…” σκέφτηκα.
Και τότε αμέσως αρχίζει η μυαλουδάρα και κάνει μια ακόμα ντρίμπλα αεροπλανική να ΄ουμε και τρέχει μπροστά στο χώρο και στο χρόνο. Σκέφτομαι να’ουμε, ότι το γυναικάκι μου δε μπορεί να μείνει μόνο σε ένα μπουκάλι να’ ουμε. Θα μερακλώσει. Θα βγει κι αυτός “ο Οικονομομπουλος” (πως τον λένε… ο τερματοφύλακας ) θα θέλει και δεύτερο μπουκάλι. Θα μερακλώσει κι άλλο. Τι θα της πω εγώ να’ουμε; «Mην παίρνεις μωρή να’ουμε» θα της πω; Δε γίνεται να’ουμε. Και που θα κουβαλάω εγω τις λαιτ μέσα στα σακάκια να’ουμε. Και αν θέλει και λελούδια να’ουμε; Ρωτησα εγώ, έμαθα. Eικοσάρικο το πανέρι πάνε. Tρία πανεράκια να πάρεις αμέσως μια εξηντάρα. Και δύο μπουκάλια 240. Άρα πήγαμε 300. Και φωτογραφίες, και μίζα για τραπέζι και ταξί και σου ‘πα και μου’ πες… Πάει η 37’ άρα ρε μανάρια.
Όλα αυτα να’ουμε πέρασαν σαν αστραπή, να’ουμε, από το μυαλό μου και τότε μου ήρθε να να’ουμε να πω στο μαναρακι την ταμία με την ωραία φωνή τα εξής:
“Ρε μωρό να ερθώ από εκεί στη Λαγουμιτζή να σου δώσω ένα πενηντάρικο και αν πάρει τηλέφωνο το γκομενάκι μου να πεις ότι ο Οικονομό τελείωσε για φέτος και πάλι του χρόνου. Θα σου δώσω εγώ όνομα τηλέφωνο τα πάντα. Θα την καταλάβεις. Ε να έρθω;”
Μου έκλεισε το τηλέφωνο… Γιατί άραγε…;;