Έρχονται εξετάσεις. Παντός είδους: να περάσεις την τάξη, στα Αγγλικά, στα Γαλλικά στα Πολωνοπορτοκινεζικά, στη Φιλοσοφική, στη Νομική Ξάνθης.
Ώρες και ώρες παραγεμισμένες με μαθήματα, επαναλήψεις, αγχος, φωνές, πανικό, ειδήσεις, θέματα sos, απαγορεύσεις, υποσχέσεις, ενοχές, σοκ και βία.
Και μετά τι; Καριέρα στην καφετέρια της γειτονιάς σου. Έχει άλλη γεύση ο καφές άμα τον ετοιμάζεις σιχτιρίζοντας τις αγωνίες σου με γαλλικά επιπέδου Sorbonne.
Μην την υποτιμάς καθόλου την καφετέρια, φίλε μου. Τα χαρτζιλίκια της έχουν θρέψει γενιές και γενιές επιστημόνων, που αν μη τι άλλο πήραν μαθήματα πραγματικής εργασίας σε ρυθμούς σερβιρίσματος. Μετέωρες οι ισορροπίες του δίσκου. Κάπως σαν τις σχέσεις. Λίγο να σου γύρει η παραγγελιά ή η προσδοκία, ξεμένεις με λεκέδες συναισθηματικών υπολειμμάτων, που δύσκολα ξεφορτώνεσαι. Που ακόμα και με λευκαντικά ξεβάφουν ξενέρωτα.
Σε βλέπω τώρα μπροστά μου με την μούρη σου σε απόχρωση αναψοκοκκινισμένης εφηβείας να δαγκώνεις το μολύβι σου και να χαζεύεις τη Μαρία στο απέναντι θρανίο, που μάλλον έχει έμπνευση Κυριακάτικα να το ξεσκίσει το Proficiency. Γράφει, γράφει… μα τι στο καλό γράφει πια αυτό το κορίτσι; Ο πρίγκιπας Γουίλιαμ της έκανε ιδιαίτερα; Στην ίδια τάξη δεν χαζοχαζεύατε όλο τον χρόνο; Πως το δουλεύεις με τέτοια άνεση το Γερούνδιο, Μαρία του, ενώ ο ίδιος έχει παραμείνει για άλλη μια φορά σε συμφόρηση, να σε θαυμάζει και να μην συγκεντρώνεται να σταυρώσει πρόταση σωστή σε αυτή την γαμοέκθεση;
Τρώγεται να σου στείλει ινμποξάκι, κάνα στίκερ από αυτά που σε κάνουν να γελάς, Μαράκι του, και ο ίδιος αισθάνεται τρισευτυχισμένος, καλύτερα κι από τη φορά που πήρε 17 στα Μαθηματικά και άνοιξε σαμπάνια η μάνα στο σπίτι, ότι το παιδί άρχισε να μελετάει επιτέλους και να… τον αδίκησαν οι άλλες οι θεωρητικές, θεούσες, θεολόγες, το γιόκα της που έχει μαθηματικό μυαλό κι ας μην θυμάται το μαθηματικό του μυαλό ούτε τα πρώτα βήματα της διαίρεσης. Τρώγεται να γυρίσει στο προαύλιο των Αγγλικών, να σε δει να καταφθάνεις στο αμάξι του πατέρα σου – κλασικό κορίτσι ιδιωτικού σχολείου – με Σταν Σμιθ απαραιτήτως ή Σταράκια σε πιτσιλωτές αποχρώσεις. Να σου πει για κάνα δίλεπτο για το καινούργιο βίντεο του Του Τζει στο Γιου Τιουμπ, που σε κάνουν να γελάς. Και τότε ξεχνάει όλα τα “πλιζ καμ ιν” της Μις Αγγλικού, που αδημονεί να σας στείλει και τους δυο να πάρετε ένα πτυχίο πριν πλακώσουν οι Πανελλαδικές και δεν προλαβαίνετε άλλο ξένη γλώσσα. Κάτσε βρε Μις μου, δε θα χάσει η παθητική φωνή το πάθος της με πεντάλεπτη καθυστέρηση, τραβάμε στέρηση συναντήσεων εδώ και τα πράματα επείγουν.
Τώρα όμως, όλα είναι αλλιώς. Τέλος της χρονιάς και δίνετε. Δηλαδή η Μαρία δίνει. Εσύ απλά τη χαζεύεις. Ούτε κινητά επιτρέπονται, ούτε ινμποξ, ούτε παθητικές φωνές, ούτε καν γυρίζει να σε κοιτάξει. Ούτε ένα τόσο δα χαμόγελο. Πάει αυτή! Έχει βάλει πλώρη για Οξφόρδη τουλάχιστον!
Θα πλακώνεσαι εσύ για το Θρύλο φανατικά και ελληνικά και η Μαρία θα κωπηλατεί σε κάνα ποτάμι από αυτά τα πράσινα, τα μουντολονδρέζικα, παρέα με κάνα ξανθό ξέπλυμα, από αυτά που μόλις πατήσουν Ελλάδα γίνονται πιο αστακοί κι από τα κουλτουριάρικα του Λάνθιμου. Αυτά που σου είπε η Μαρία ότι παρακολουθεί η μάνα της καμιά φορά. Τα είδε και η ίδια, λέει. Δεν της φάνηκαν κακά. Έχουν μήνυμα! Και εσύ έχεις μήνυμα. Το χάνεις το κορμί, πατριώτη!
Περνάνε τα λεπτά στριμόκωλα και τα κουτάκια στο answer sheet αισθάνονται άδεια, κενά, χωρίς λόγο ύπαρξης. Shit! Άλλη μια Κυριακή χυλόπιτας ήταν αυτή. Από κάθε άποψη. Από τα Αγγλικά, από το κορίτσι, από τη διάθεσή σου, που σέρνεται σαν σφουγγαρίστρα στα πατώματα, από τις προσδοκίες σου, απο την ελπίδα, από ολόκληρη τη χώρα.
Δε βαριέσαι… Θα μάθεις να φτιάχνεις καρδούλες από κρέμα επάνω στον καπουτσίνο της, όταν θα έρχεται για διακοπές τα καλοκαίρια από τις Αγγλίες της. Κι αν δεν το πιάσει ποτέ το μήνυμα με τις καρδιές, θα της εξηγήσεις ότι ίσως, κάποτε ξεβάφουν οι άνθρωποι όταν απομακρύνονται από την ηλιοφάνεια του τόπου τους. Αυτή την ηλιοφάνεια που επέλεξες, με έξτρα δόσεις μελαμίνης, να υπομείνεις.
Τα μολύβια κάτω.
“Μάνα, δεν έγραψα τίποτα σήμερα. Με τέτοιο καιρό εγώ την Άνοιξη είμαι μόνο ερωτευμένος… ποτέ διαβασμένος.”