Κράτα με, ρε. Κράτα με και μην με αφήνεις να ανασάνω.
Φίλα με γαμώτο. Φίλα με να μου κόψεις την ανάσα.
Γι αυτό δεν γύρισες; Μίλα ρε!
Τι κάθεσαι και με κοιτάς; Εσύ, ναι, εσύ! Εσύ που με έκανες να αποζητώ και τους καβγάδες μας ακόμη. Αλλά ποιους καβγάδες, μόνη μου τσακωνόμουν πάντα.
Εσύ, που μυρίζω τα σεντόνια στη μεριά σου και σε ψάχνω τις νύχτες στον ύπνο και στον ξύπνιο μου.
Εσύ ρε, σε σένα μιλάω, που έχω την αφή σου τατουάζ στο πετσί μου.
Εσύ, που η ανάσα σου είναι το μόνο άρωμα που θέλω στο δέρμα μου.
Κοίτα με ρε! Κοίτα πώς με έκανες, σκιά του εαυτού έμεινα, να σε ψάχνω στο άδειο πακέτο απ’τα τσιγάρα σου που βρήκα ξεχασμένο σε ένα ράφι.
Κοίτα πως έκανα εγώ τον εαυτό μου. Κοίτα! Αφέθηκα να με πλησιάσεις πολύ και γέμισα πληγές.
Αλλά δε μετανιώνω για καμιά ουλή που έχω από σένα. Μ’ακούς ρε;
Μην τολμήσεις ούτε για αστείο να με λυπηθείς. Δε θέλω τον οίκτο σου. Δεν θέλω τέτοιο βλέμμα. Από το άλλο βλέμμα θέλω. Από αυτό που μου ‘ριξες την πρώτη φορά που σε είδα. Μαύρισε ο τόπος γύρω μου και δεν έβλεπα τίποτα και κανέναν εκτός από σένα.
Στο λεγα και γελούσες, ρε. Το θυμάσαι που στο ‘λεγα, το ξέρω.
Κοίτα τα χέρια μου, έχουν νύχια που μπορούν να σου σκίσουν τις σάρκες, αλλά δεν τολμώ καν να σκεφτώ να σε βλάψω.
Εσύ, ναι εσύ, που με κοιτάς και δεν ξέρεις τί να πεις έτσι που τά ‘κανες, ένα έχω μόνο να σου πω: Πέρσι ως τα Χριστούγεννα ήταν καλοκαίρι, φέτος δεν καλοκαίριασε ρε!