Τα σπίτια των Αθηνών ήταν χτισμένα ολωσδιόλου στην τύχη (δηλ. χωρίς πολεοδομικό σχεδιασμό), αντίθετα με του Πειραιά, που είχαν οργανωθεί «γεωμετρικά» από τον Ιππόδαμο τον Μιλήσιο. Σ΄ αυτό συνέβαλε η ύπαρξη επτά λόφων – της Ακρόπολης, του Αγοραίου Κολωνού, των Νυμφών, της Πνύκας, των Μουσών, του Λυκαβηττού και του Αρδηττού – που καθιστούσαν δύσκολη την οικοδόμηση βάσει σχεδίου.
Οι δρόμοι ήταν μάλλον στενοί, δεν ήταν λιθόστρωτοι, και με τις βροχές μεταβάλλονταν σε λασπώδη τέλματα. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ουσιαστική έλλειψη υπονόμων, ήταν μοιραίο για την υγιεινή της πόλης και εξηγεί τη γρήγορη επέκταση των επιδημιών, όπως η πανώλη, που είχε και ως θύμα και τον Περικλή, στην Αθήνα του 429. Φυσικά οι δρόμοι δεν φωτίζονταν τη νύχτα, όπως δείχνει το ανέκδοτο που διηγείται ο Πλούταρχος για τον Περικλή: Ένας χυδαίος άνθρωπος του είχε επιτεθεί με ύβρεις και κακολογίες στην Αγορά και ο Περικλής τον ανέχτηκε όλη την ημέρα. Το βράδυ τον ακολούθησε μέχρι το σπίτι του, εξακολουθώντας τις ύβρεις του, και ο Περικλής «επειδή είχε πια σκοτεινιάσει, διέταξε έναν από τους υπηρέτες του να πάρει ένα φως και να συνοδέψει τον υβριστή του μέχρι το
σπίτι του».
Στους Σφήκες, επίσης, του Αριστοφάνους, οι ηλιαστές που σηκώνονται μέσα στη νύχτα για να δικάσουν έχουν μαζί τους νεαρούς δούλους που τους φωτίζουν το δρόμο.
Τα αθηναϊκά σπίτια ήταν, ως επί το πλείστον, τόσο φτωχά και κακοφτιαγμένα (απο ξύλο, τούβλα ή λάσπη ανακατεμένη με χαλίκια), ώστε οι κλέφτες δεν είχαν ανάγκη να διαρρήξουν τις θύρες για να μπουν μέσα: Τρυπούσαν, απλούστατα, τους τοίχους – και τους έλεγαν τοιχωρύχους. Τα σπίτια αποτελούνταν συνήθως απο ένα ισόγειο που μοιράζονταν σε 2-3 δωμάτια. Τα παράθυρα ήταν απλοί φεγγίτες, γιατί δεν υπήρχαν διαφανή τζάμια, και σε περίπτωση κακοκαιρίας έκλειναν με συμπαγή παραθυρόφυλλα. Οι θύρες άνοιγαν προς τα έξω και ο Πλούταρχος λέει πως αναγκαζόταν κανείς να φωνάξει πριν βγει έξω, από φόβο μήπως χτυπήσει κανέναν διαβάτη. Οι στέγες είχαν ταράτσες. Όταν ο ιδιοκτήτης δεν έπαιρνε τακτικά το ενοίκιό του, έβγαζε την πόρτα του σπιτιού ή τα κεραμίδια ή έφραζε το πηγάδι. Πολλοί κάτοικοι των Αθηνών ήταν άστεγοι. Την εποχή του Περικλέους οι φτωχοί
κατέφευγαν, τον χειμώνα, στα δημόσια λουτρά για να βρουν λίγη ζέστη, με κίνδυνο να καούν απο τις θερμάστρες. Στον Πλούτο του Αριστοφάνους, ο Χρεμύλος ρωτάει τον Πενία: «Εσύ, τί καλό μπορείς να μας προσφέρεις εκτός από τα εγκαύματα που έπαθες στα λουτρά;». Τα τρόφιμα μαγειρεύονταν στο ύπαιθρο, σε μια «φουφού», τουλάχιστον έως τον 4ο αιώνα, γιατί δεν υπήρχαν κουζίνες μέσα στα σπίτια. Το χειμώνα μόνο το άναμμα του φωτιάς γινόταν έξω, για να αποφεύγεται ο πολύς καπνός. Το υπόλοιπο μαγείρεμα γινόταν μέσα και ο καπνός έφευγε από υποτυπώδεις καπνοδόχους ή απλές «οπές» εξαερισμού.
Τον 4ο αιώνα υπήρχαν στην Αθήνα μεγάλες συλλογικές κατοικίες – ανάλογες με τις σημερινές πολυκατοικίες – αφού ο Αισχίνης λέει: «Ονομάζουμε συνοικία την κατοικία που μοιράζονται πολλοί ενοικιαστές και οικία την μονοκατοικία» («Κατά Τιμάρχου»). Δεν έχουν βρεθεί όμως στην Αθήνα λείψανα πολυτελών ιδιωτικών κατοικιών, όπως στη Χαλκιδική ή στη Δήλο. Μερικά σπίτια είχαν και δεύτερο πάτωμα, πάνω απο το ισόγειο. Τον 4ο αιώνα οι αυλές στολίζονταν με περιστύλιο. Απ΄ έξω οι τοίχοι ήταν βαμμένοι με ασβέστη. Οι εσωτερικοί τοίχοι των πιο πλούσιων σπιτιών ήταν στρωμένοι με ταπετσαρίες και κεντήματα. Ο Αλκιβιάδης είχε αιχμαλωτίσει το ζωγράφο Αγάθαρχο τρεις μήνες μέσα στο σπίτι του για να τον υποχρεώσει να του το διακοσμήσει με τοιχογραφίες. (Πλούταρχος, Αλκιβιάδης,16). Εκτός από κρεβάτια, τραπέζια, καρέκλες και σκαμνιά, η επίπλωση περιλάμβανε κυρίως κασέλες και κιβώτια, όπου έβαζαν τα ρούχα και τα κοσμήματα. Πολλά σπίτια ήταν διακοσμημένα με αγγεία. Αποχωρητήρια δεν υπήρχαν μέσα στα σπίτια, και γινόταν ευρεία χρήση του δοχείου νυκτός. Τα κρεβάτια ήταν ξύλινα, είχαν ψάθινα στρώματα και για σκέπασμα μόνο κουβέρτες. Οι Αθηναίοι έβγαζαν τον μανδύα τους κι έπεφταν να κοιμηθούν με το χιτώνα που χρησιμοποιούσαν την ημέρα ως κύριο ένδυμα. Στο νεκροταφείο του Κεραμεικού κάθε οικογένεια είχε τον τάφο της και υπήρχαν πολλά επιτύμβια μνημεία ή απλές στήλες με ανάγλυφες επιγραφές. Μαρμάρινα αγγεία, λήκυθοι ή λουτροφόροι στόλιζαν πολλούς τάφους. Οι εύποροι αστοί των Αθηνών είχαν εξοχικά σπίτια έξω από τα τείχη της πόλης και υπήρχαν πανδοχεία για τους ξένους επισκέπτες, αλλά η καθαριότητά τους ήταν πολύ αμφίβολη.